ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

 ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020

Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης

Τὰς χεῖρας αἴρων Μελέτιος Κυρίῳ,
Ταῖς χερσί σου τίθημι τὴν ψυχήν, λέγει.
Δωδεκάτῃ Μελέτιος ἔδυ χθόνα πουλυβότειραν.

Ὁ Ἅγιος Μελέτιος γεννήθηκε περὶ τὸ 310 μ.Χ. στὴ Μελιτηνὴ τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ μαρτυρία περὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, λίγο μετὰ τὸ ἔτος 357 μ.Χ., τὸν καταδεικνύει ὡς ἀντίπαλο τῶν αἱρετικῶν Ὁμοιουσιανῶν καὶ ὀπαδὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος διὰ Συνόδου, τὸ ἔτος 358 μ.Χ., ἐκλέγει τὸν Ἅγιο Μελέτιο ὡς Ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Λόγω ὅμως τῆς σφοδρῆς ἀντιδράσεως τῶν ὀπαδῶν τοῦ προηγούμενου Ἐπισκόπου Σεβαστείας Εὐσταθίου, παραιτεῖται καὶ μεταβαίνει στὴ Βέροια τῆς Συρίας.
Τὸ ἔτος 360 μ.Χ. ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἀντιοχείας, μετατεθέντος τοῦ Πατριάρχου Εὐδοξίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ὅλοι οἱ πιστοὶ βγῆκαν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Στὴ νέα ὅμως ἕδρα ὁ Ἅγιος Μελέτιος παρέμεινε ἕνα μόνο μῆνα, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ ἔπεισαν τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) νὰ τὸν ἐξορίσει στὴν Ἀρμενία καὶ νὰ ἐκλέξει στὴν θέση του τὸν παλαιὸ συνεργάτη τοῦ Ἀρείου, Εὐζώιο.
Τὰ ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ ἡ ἐξορία του καὶ ἡ ἀντικατάστασή του, συνετέλεσαν στὴ δημιουργία μεγάλης παρατάξεως ὀπαδῶν του, ποὺ ὀνομάσθηκαν «Μελετιανοί». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑξαιρεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἁγίου Μελετίου στοὺς πιστοὺς τῆς Ἀντιόχειας σὲ τόσο λίγο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Ἅγιος Μελέτιος θεμελίωσε τόσο καὶ ἐνέβαλε τέτοιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη στοὺς Χριστιανούς, ὥστε, παρὰ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν ἀργότερα, ἡ διδασκαλία του παρέμεινε ἄσειστη. Ἐπίσης, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο συνέβη κατὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια:
Ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μὲ ἅμαξα τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν θέσει στὸ δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πληροφορήθηκαν καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν εὐχή του. Στὴ θέα ὅμως τοῦ διοικητοῦ τόσο πολὺ ἀγανάκτησαν γιὰ τὴν ἄδικη ἐξορία τοῦ Ἁγίου, ὥστε ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος Μελέτιος, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει μὲ λόγια τὴν παραφορὰ τοῦ λαοῦ, σηκώθηκε καὶ προστάτευσε μὲ τὸ σῶμα του τὸν διώκτη του.
Ἡ ἐξορία τοῦ Ἁγίου τερματίσθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 362 μ.Χ. διὰ τοῦ διατάγματος τοῦ νέου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ) περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων τῶν ὑπηκόων. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε καὶ πάλι τὴν ἄνοιξη τοῦ 365 μ.Χ. καὶ τὸ 371 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364 – 378 μ.Χ.) στὴν περιοχὴ Γήτασα τῆς Ἀρμενίας, κοντὰ στὰ σύνορα τῆς Καππαδοκίας καὶ εἶχε συχνὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο.
Ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ ἔτος 379 μ.Χ. Ἀμέσως συνεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁμολογοῦσε τὴν πίστη στὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καταδίκασε ὅλες τὶς αἱρέσεις.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.), συνεκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 381 μ.Χ., τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Ἅγιος Μελέτιος κλήθηκε νὰ λάβει μέρος στὴ Σύνοδο καὶ μάλιστα ὡς πρόεδρος αὐτῆς. Δυστυχῶς ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, λόγω ἀσθένειας, πρὶν ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Στὴν κηδεία του συμμετεῖχε καὶ ὁ αὐτοκράτορας, τὸν δὲ ἐπικήδειο ἐξεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης († 10 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ τὸν ἀπορφανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Συνόδου καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου, ὡς καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς τοὺς ὁποίους ὑπέστη.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀργότερα μὲ μεγάλη πομπὴ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἐναπετέθη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαβύλα, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας († 4 Σεπτεμβρίου), στὸν ὁμώνυμο ναό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Νόμον ἔνθεον, ἐμμελετήσας, τὴν οὐράνιον, γνῶσιν ἐκλάμπεις, τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεράρχα Μελέτιε· τὴν γὰρ Τριάδα κηρύττων ὁμότιμον, αἱρετικῶν διαλύεις τᾶς φάλαγγας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν.

Τὴν πνευματικήν σου παρρησίαν, δεδοικὼς ὁ ἀποστάτης, φεύγει Μακεδόνιος· τὴν πρεσβευτικὴν δὲ λειτουργίαν, ἐκπληροῦντές σου οἱ δοῦλοι, πόθῳ σοι προστρέχομεν, τῶν Ἀγγέλων ἐφάμιλλε Μελέτιε, ἡ πύρινος ῥομφαία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ πάντας τοὺς ἀθέους κατασφάττουσα· ἀνυμνοῦμέν σε τὸν φωστῆρα, τὸν φωτίσαντα τὰ πάντα.

Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις.
Ὀρθοδοξίας τοῖς τρόποις κοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας προστάτης καὶ πρόβολος, ἐδείχθης παμμάκαρ Μελέτιε, καταπυρσεύων τὰ πέρατα δόγμασι, λαμπτὴρ Ἐκκλησίας φαεινότατε.

Μεγαλυνάριον.
Μελέτῃ δογμάτων πανευσεβῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναβλύζεις τὸν γλυκασμόν, καὶ τῆς ἀνομίας, ἐξαίρεις τὴν πικρίαν, Μελέτιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ μετονομασθείσα Μαρίνος
Στολὴ Μαρῖνον μαρτυρεῖ τὴν Μαρίαν,
Ταφὴ Μαρίαν δεικνύει τὸν Μαρῖνον.

Ἡ Ὁσία Μαρία ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἴσως τὸ πιὸ διαδεδομένο παράδειγμα τοῦ «ἱεροῦ θρύλου» τῆς γυναίκας ποὺ ἀφιερώνεται στὴ μοναστικὴ ἄσκηση κάτω ἀπὸ μία ἀνδρικὴ μεταμφίεση καὶ ποὺ μνημονεύεται στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ θεωροῦν ὅτι ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ., μὲ βάση οὐσιαστικὰ τὴ Μαρωνιτικὴ παράδοση ποὺ τοποθετεῖ τὸν τόπο ἀσκήσεώς της στὴ σπηλιὰ Qanubin, στὴν πεδιάδα τῆς Qadisa στὸ βόρειο Λίβανο, καὶ ἄλλοι τὸν 7ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ σὲ Αἰγυπτιακὴ περιοχή.
Οἱ Συναξαριστὲς διηγοῦνται ὅτι ἡ Ὁσία, ἐπιθυμώντας τὴν μοναστικὴ ζωή, μεταμφιέσθηκε σὲ ἄνδρα καὶ κατέφυγε μετὰ τοῦ πατρός της Εὐγενίου, ποὺ εἶχε μείνει χῆρος, σὲ μοναστήρι. Ὅταν κάποτε ἡ Ἁγία κατέλυσε, μὲ ἄλλους μοναχούς, σὲ πανδοχεῖο, τὴν κατηγόρησαν ὅτι διέφθειρε τὴν κόρη τοῦ ξενοδόχου, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε διαφθαρεῖ ἀπὸ ἕναν στρατιώτη.
Ἡ Ἁγία ὄχι μόνο ὑπέμεινε τὸ ὄνειδος, τὶς προσβολὲς καὶ τὶς διώξεις μὲ σιωπὴ καὶ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε τὸ δέχθηκε ὡς δικό της καὶ τὸ διέτρεφε ἔξω ἀπὸ τὴ μονὴ ἐπὶ τριετία, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ τὴν ἔβγαλαν ἔξω τῆς μονῆς ὡς ἁμαρτωλή. Ὅταν, μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή της, φανερώθηκε ὅτι ἦταν γυναῖκα, οἱ μοναχοὶ ποὺ πρὶν λίγο τὴν ἀποκαλοῦσαν ἀθλία, τὴν μακάρισαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματική της ἀνδρεία καὶ τὴν θεώρησαν Ὁσία.

Στὸ μηναῖο ἀναφέρεται χαρακτηριστικά:

Στολὴ Μαρῖνον μαρτυρεῖ τὴν Μαρίαν,
Ταφὴ Μαρίαν δεικνύει τὸν Μαρῖνον.

Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Κηπουρός
  
Tμηθείς ο Xρήστος δι’ αγάπην Kυρίου,
Kηπουρός ώφθη της Eδέμ του χωρίου.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν ὡς κηπουρός. Κάποια μέρα λογομάχησε μὲ κάποιο Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τὸν κατάγγειλε στὶς ἀρχὲς μὲ τὴν συκοφαντία ὅτι ἐξύβρισε τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἄλλαξαν τὴν σταθερὴ πίστη τοῦ Ἁγίου στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1748. Τὸ μαρτύριό του παρακολούθησε καὶ ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντε, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν ἴδια φυλακὴ καὶ ἀργότερα συνέγραψε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

    Οὐδὲν τι προσχὼν Ἀντώνιος τοῖς κάτω,
Καλῶν δικαίως ἠξιώθη τῶν ἄνω.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος γεννήθηκε πρὸ τοῦ 830 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀναδείχθηκε «ἀνὴρ ὅσιος, ἐστεμμένος μὲ ἀρετὲς καὶ ναὸς οἴκτου». Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ μὴ θέλοντας νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μοναχικὸ βίο ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Καλλίου ἢ Καλλέως. Ὁ Ὅσιος ἐργάσθηκε πολὺ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κατασίγαση τῶν παθῶν μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου καὶ ἔγινε περιλάλητος γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του. Τὸ ἔτος 893 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐξακολούθησε νὰ αὐξάνει στὴν πνευματικὴ προκοπή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ φιλαδελφία.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 901 μ.Χ. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ μονή, στὴν ὁποία ἀνῆκε ὡς μοναχός.


Οἱ Ἅγιοι Πρίμα, Ἀμπλίας, Δάτιβος, Πλωτίνος, Σατορνίνος, Φάβιος, Φῆλιξ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πρίμα καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀμπλίας, Δατίβος, Πλωτίνος, Σατορνίνος, Φάβιος καὶ Φῆλιξ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν Καρχηδόνα καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἅγιοι ποὺ συνολικὰ θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἦταν 48.

Όσιος Μελέτιος ο εν Υψενή
  
Μονὴν ἐγείρας τῇ Παρθένῳ Μαρίᾳ,
Μονὰς κατοικεῖς εὐκλεῶς τῶν Ἀγγέλων.
Δευτερίῃ δεκάτῃ Μελέτιος τιμάσθω ἀγλαῶς.

Ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Μελέτιος, γεννήθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα μ.Χ. στο χωριό Λάρδος της Ρόδου και ονομάστηκε κατά το άγιο Βάπτισμα Εμμανουήλ. Οι ευσεβείς γονείς του Νικόλαος και Σταματία τον ανέθρεψαν κατά την αποστολική ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίο» και εμφύτευσαν στην ψυχή του την αγάπη προς τον Θεό και τις παραδόσεις του ευσεβούς ημών Γένους. Από τη βρεφική ηλικία φαινόταν ότι ήταν «σκεῦος ἐκλογῆς» αφού αρνούνταν να θηλάσει το μητρικό γάλα κατά τις νηστίσιμες ημέρες της Τετάρτης και Παρασκευής. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, μοίραζε αγαθά από την πατρική αποθήκη στους φτωχούς χωρίς αυτά να ελαττώνονται, γεγονός που προκάλεσε την έκπληξη των γονέων του, που τον είχαν προηγουμένως επιτιμήσει.

Από τον εφημέριο της γενέτειράς του διδάχθηκε ανάγνωση και γραφή και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη των βίων των Αγίων της Εκκλησίας, τους αγώνες των οποίων προσπαθούσε να μιμηθεί σχολάζοντας στην αγρυπνία, την προσευχή και τη νηστεία. Μέσα στην ψυχή του άναψε ο θείος πόθος και προτιμούσε να αποσύρεται στο δάσος για να προσεύχεται απερίσπαστος στον Θεό, με θερμά δάκρυα, ολονύκτιες δεήσεις και γονυκλισίες. Ο συνήθης τόπος που αποσυρόταν ήταν ένα σπήλαιο στην περιοχή της ερειπωμένης τότε αρχαίας Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ύψους.

Κάποια νύκτα ενώ βρισκόταν κοντά στη Μονή προσευχόμενος παρατήρησε στήλη υπέρλαμπρου φωτός να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται πάνω από ένα αιωνόβιο δένδρο ελιάς. Απόρησε βλέποντας το παράδοξο θέαμα, πλησίασε στο μέρος εκείνο που υποδείκνυε το ουράνιο φως και βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε με δέος, την σήκωσε στα χέρια του και την ασπάστηκε με πνευματική χαρά και αγαλλίαση ψάλλοντας ύμνους δοξολογίας στον Θεό και άσματα ευγνωμοσύνης στη Θεομήτορα για τη θαυμαστή ευδοκία της χάριτός της.

Μία από τις επόμενες νύκτες του εμφανίστηκε σε όραμα η Μητέρα του Κυρίου λέγοντάς του να ανεγείρει στον τόπο της ευρέσεως ιερό Ναό επ' ονόματί της και να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα του υπέδειξε το μέρος όπου θα έπρεπε να σκάψει για να εξασφαλίσει το ποσό που απαιτούσε η οικοδομή. Ο Όσιος υπάκουσε και σκάβοντας εκεί που του υπέδειξε η Θεοτόκος ανακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Έχοντας τη βεβαιότητα της παρουσίας της χάριτος της Θεομήτορος εξασφάλισε την απαιτούμενη άδεια από τις τουρκικές αρχές, οικοδόμησε τον ιερό Ναό και γύρω απ' αυτόν κελλιά. Έλαβε το αγγελικό Σχήμα, μετονομάστηκε Μελέτιος και εγκαταστάθηκε εκεί αγωνιζόμενος με υπερβάλλοντα ζήλο τον καλό αγώνα της μοναχικής πολιτείας.

Για την υπερβάλλουσα αρετή του και την καθαρότητα της πολιτείας του ο Αρχιερεύς του τόπου τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο, του ανέθεσε το διακόνημα της πνευματικής πατρότητας και τον εγκατέστησε Ηγούμενο της επανιδρυθείσας Μονής. Η φήμη του ξαπλώθηκε σε όλο το νησί και πολλοί τον επισκέπτονταν για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Συχνά επισκεπτόταν ο ίδιος τα χωριά του νησιού για να λειτουργήσει, να εξομολογήσει τους κατοίκους, να τους στερεώσει στην αληθινή πίστη και στα έργα της ευσεβείας και να ενισχύσει το φρόνημά τους στις δοκιμασίες που υφίσταντο λόγω της δουλείας. Έχοντας χάρη από τον Θεό με την προσευχή του θεράπευσε ασθενείς και ελευθέρωσε πολλούς δαιμονιζομένους από την επήρεια των ακαθάρτων πνευμάτων. Είχε στο έπακρον την αρετή της ελεημοσύνης και κανείς απ' όσους ερχόταν και ζητούσε την αρωγή του δεν έφευγε χωρίς να λάβει τα αναγκαία. Φιλοξενούσε με αβραμιαία διάθεση τους επισκέπτες και δεχόταν στη Μονή τους καταδιωκομένους από τους οθωμανούς προσφέροντάς τους αντίληψη και προστασία.

Προέτρεπε με σθένος τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη των πατέρων τους και να ζουν σύμφωνα με τον λόγο του Θεού.

Ιδιαίτερα επέμενε ο μακάριος να διδάσκει τις Χριστιανές γυναίκες να αποφεύγουν τις σαρκικές σχέσεις με τους αλλοθρήσκους και να μη συνάπτουν γάμους με αυτούς. Οι διδαχές του ενοχλούσαν τους οθωμανούς, οι οποίοι έψαχναν ευκαιρία να τον δολοφονήσουν. Αφορμή για να εκτελέσουν τα ασεβή σχέδιά τους στάθηκε η περίπτωση της αδελφής ενός Επιτρόπου της εκκλησίας της Λάρδου, η οποία είχε άνομες σχέσεις με τους οθωμανούς ζαπτιέδες της Λίνδου. Ο Όσιος, όταν το πληροφορήθηκε, συνέστησε στον αδελφό της να την παροτρύνει να σταματήσει τα αμαρτωλά έργα της. Το ίδιο έκαναν και οι δημογέροντες του χωριού. Οι συστάσεις τους έγιναν γνωστές στους οθωμανούς και προκάλεσαν την οργή τους. Πήγαν νύκτα στη Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες και έπειτα πήραν τον δρόμο προς τη Μονή για να σκοτώσουν και τον Όσιο. Απέτυχαν όμως του σκοπού τους, γιατί αυτός είχε πληροφορηθεί τα σχέδιά τους και είχε αποχωρήσει έγκαιρα από το Μοναστήρι.

Έχοντας πόθο για ησυχαστική ζωή ο Όσιος αποσυρόταν συχνά σε ένα κοντινό σπήλαιο, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζαν οι αλλόθρησκοι. Επιστρέφοντας κάποια ημέρα στη Μονή ένας τούρκος, ονόματι Αλής, είδε να τον συνοδεύει κάποια ωραία γυναίκα και έκανε πονηρές σκέψεις γι' αυτόν. Τον ακολούθησε και τον είδε να εισέρχεται στον Ναό μαζί με την γυναίκα. Μετά από λίγο εισήλθε και αυτός αλλά μέσα υπήρχε μόνο ο Όσιος προσευχόμενος.

Άρχισε να τρέμει και τα μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν η Θεοτόκος και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση για τον πονηρό λογισμό του. Ο Όσιος τον θεράπευσε και εκείνος από ευγνωμοσύνη αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας το μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσό περιλαίμιο. Άλλοτε πάλι ο Όσιος βρισκόταν στη Λάρδο και θέλησε να επιστρέψει στη Μονή μέσα στη νύκτα. Το ποτάμι είχε πλημμυρίσει και η διάβαση ήταν αδύνατη.

Αυτός όμως δεν επέστρεψε, έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω στα νερά, πέρασε με θαυμαστό τρόπο χωρίς να βραχεί και συνέχισε το δρόμο του, ο οποίος φωτιζόταν από ένα ουράνιο φως που κινούνταν μπροστά του καθώς πεζοπορούσε, όπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοί που έγιναν αυτόπτες του παραδόξου πράγματος.

Ο Θεός επέτρεψε ο Όσιος στα τέλη της επιγείου ζωής του να δοκιμαστεί και να επαληθευτεί στο πρόσωπό του το ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ένας Τούρκος διέφθειρε και κατέστησε έγκυο μία Χριστιανή από τη Λάρδο, ονόματι Πελαγία, η οποία έπασχε από νοητική στέρηση. Όταν έγινε γνωστή η εγκυμοσύνη της, οι τούρκοι την ανάγκασαν να υποδείξει τον Όσιο ως πατέρα του κυοφορουμένου βρέφους. Τον κατήγγειλαν στον Μητροπολίτη Ρόδου, ο οποίος τον κάλεσε σε απολογία. Ο μακάριος Μελέτιος, που βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία, δεν μπόρεσε να αντέξει τις αιτιάσεις και εξέπνευσε μπροστά στα πόδια του Αρχιερέως. Η συκοφαντία όμως αποκαλύφθηκε όταν θέλησαν να ετοιμάσουν για την ταφή το σώμά του και ο Αρχιερεύς έδωσε εντολή να κηδευθεί το εξαϋλωμένο από τους αγώνες της εγκρατείας σκήνωμά του στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όταν αργότερα ανοίχθηκε ο τάφος του βρέθηκαν ευωδιάζοντα τα λείψανά του εις μαρτύριον της αγιότητάς του. Σήμερα στην Ιερά Μονή της Υψενής φυλάσσεται η τιμία κάρα και μικρό μέρος των τιμίων λειψάνων του.

Ο Όσιος έλαβε από τον Θεό τη χάρη να ενεργεί θαύματα σε όσους με πίστη τον επικαλούνται και ζητούν την αντίληψη και προστασία του. Πολλές φορές έχει παρουσιαστεί σε ασθενείς δηλώνοντας το όνομά του και θεραπεύοντάς τους από ασθένειες. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία ευσεβούς Χριστιανού από την Αρχάγγελο ο οποίος τον συνάντησε καθ' οδόν έξω από το χωριό Πυλώνα, και τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του μέχρι έξω από την Λάρδο, στη διασταύρωση του δρόμου που οδηγεί στο Μοναστήρι. Όταν ήλθε στη Μονή και προσκύνησε την Εικόνα του κατάλαβε ποιός ήταν ο ηλικιωμένος Κληρικός τον οποίο είχε συναντήσει και έφυγε διακηρύσσοντας παντού τη θαυμαστή εμφάνεια του Οσίου.

Στην αγιοκατάταξη του Οσίου Μελετίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 μ.Χ., υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν φωστῆρα τῆς Λάρδου, Ῥοδονήσου τὸ καύχημα, καὶ τῆς Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου, θεοφόρον δομήτορα, Μελέτιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς σκεῦος οὐρανίων ἀρετῶν· πρυτανεύει γὰρ θαυμάτων τὰς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι· Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

῾Ως βιοτῆς ἀσκητικῆς ῥόδον μυρίπνοον, καὶ ἀρετῶν θεοειδῶν σκεῦος πολύτιμον, εὐφημοῦμέν σε Μελέτιε γηθοσύνως. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐκ παντοίων συμφορῶν ἡμᾶς διάσωσον, τοὺς βοῶντάς σοι· Χαίροις Πάτερ ἰσάγγελε.

Κάθισμα

Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.

Νεκρώσας τὸ φρόνημα, ἀσκητικῶς τῆς σαρκός, ἐκτήσω ἀκέραιον, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, θεόφρον Μελέτιε. Ὅθεν νῦν τοῦ Δεσπότου, κατοπτεύων τὴν δόξαν, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων, τῶν πιστῶς σε τιμώντων, καὶ ὕμνοις ἐκτελούντων τὴν σήν, ἁγίαν πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος

῎Ανθρωπος ἀγγελόφρων, ἐπὶ γῆς ἀνεφάνης, τὸν βίον τῶν Ἀγγέλων ζηλώσας· διὸ ἀγγελικαῖς ὁμιλῶν, χοροστασίαις νῦν Πάτερ Μελέτιε, τὸν Κύριον ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν πόθῳ σοι βοώντων·

Χαῖρε, τὸ κρῖνον τῆς ἡσυχίας·

χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, τὸ τῆς Λάρδου οὐράνιον βλάστημα·

χαῖρε, τὸ τῆς Ῥόδου περίβλεπτον καύχημα.

Χαῖρε, τίμιον παράδειγμα μοναζόντων εὐσεβῶν·

χαῖρε, ἅγιον ὑπόδειγμα πρεσβυτέρων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, ὅσιος κτίτωρ Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου·

χαῖρε, ἔνθεος κῆρυξ οὐρανόφρονος βίου.

Χαῖρε, χαρίτων σκεῦος πολύτιμον·

χαῖρε, θαυμάτων κρήνη θεόβρυτος.

Χαῖρε, πιστῶν μυστικὴ δᾳδουχία·

χαῖρε, ἡμῶν κραταιὰ προστασία.

Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ ζωῆς ἁγίας, ὁ θεόπνους ὑφηγητής· χαίροις Θεοτόκου, ὁ γνήσιος θεράπων, Μελέτιε θεόφρον, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος

Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος ἦταν πατέρας τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς μετονομασθείσης Μαρίνος. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίου τοῦ Ὁσίου.

Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Μόδεστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Μόδεστος μαρτύρησαν στὴν Καρθαγένη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Ἐγκαίνια Ναοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς Πούσγην

Τὸ γεγονὸς τῶν ἐγκαινίων ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590 καὶ στὸν Κώδικα 787 τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης. Τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν τὸ ἔτος 1002 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἐκ Γεωργίας


Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία ὑπῆρχαν πολλοὶ Γεωργιανοί, ἐνῷ διετέλεσε καὶ ἡγούμενος αὐτῆς. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1066.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Σιναΐτης

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μαρτύρησε τὸ ἔτος 1091. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας 
  
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1300 καὶ ἀνῆκε στὴν πλούσια, εὐγενὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καὶ Μαρία, κατάγονταν ἀπὸ τὸ Τσέρνιγκωφ.

Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ ζεῦγος κατέφυγε στὴ Μόσχα, ὅπου βρῆκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 1303 καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντικὴ θέση στὴ διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄρχοντες.

Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικὸ πατέρα τὸ δευτερότοκο υἱὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ καὶ μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1340). Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καὶ σεμνό. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς κυνηγιοῦ στὰ λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τὸν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνεις ἁλιεὺς ἀνθρώπων!».

Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τὰ παιδικὰ παιχνίδια καὶ ἀφιερώθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικὸς καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος.

Μὲ μεγάλο ζῆλο περατώνει τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του, καλλιεργώντας μὲ ξεχωριστὸ πάθος τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μελετήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τὰ ἑλληνικά. Χάρη σὲ αὐτό, ἦταν στὴν συνέχεια σὲ θέση νὰ ἀντιπαραβάλλει τὸ σλαβικὸ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καὶ ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβικὴ ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ποὺ ἔγινε πράξη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.

Τὰ μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τὴν προσοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ποὺ τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιὰ τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιὰ μία χρονικὴ περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτὸ τὸ διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καὶ μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στὸ διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ τομέα.

Προικισμένος μὲ ἀρετὲς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε στὴ Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατὰ τὸ ἔτος 1344, ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος λοιμός, ποὺ ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ τὴν αὐλὴ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεὼν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354).

Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376) χειροτόνησε, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ ἑνὸς, δύο Μητροπολῖτες, τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο καὶ τὸν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκὲρτ (1341 – 1380). Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικὸ σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη, ἀναγόρευσε τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τὸν δὲ Ρωμανὸ Μητροπολίτη Λιθουανίας καὶ Βολυνίας.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τὴ χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανὸς τίποτε δὲν ἀρνεῖται στὶς παρακλήσεις τοῦ παπά σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τὴν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἡ ἡγεμονὶς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τὴν ὑγεία της καὶ θέλησε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς βαρύτατους φόρους ποὺ πλήρωναν στὸν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Σὰν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς ποὺ βρισκόταν στὸ Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονὴ τῶν Θαυμάτων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ στὶς Κολοσσὲς (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, ποὺ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρὰ στὸ Κίεβο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς δύσκολους γιὰ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλὰ ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴ Μόσχα καὶ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο τὸ νεαρὸ Δημήτριο.

Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καὶ ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξὺ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καὶ στοὺς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοὶ τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ ἔλαβαν τὰ ὀνόματα Ἰωάννης καὶ Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στὴν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τὴ συνδιαλλαγή τους καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.

Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Συνέβαλλε στὴν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μὲ ποιμένες τὶς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς κηρύττοντας ἀκούραστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστειλε ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς πρὸς τὸ ποίμνιό του.

Στὴν πρωτεύουσα ἵδρυσε τὴ μονὴ Σπάζο – Ἀνδρόνικωφ, τὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων καὶ τὴ γυναικεία μονὴ Ἀλεξέεφσκι, στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονὴ Σιμονώφ, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καὶ ἀλλοῦ.

Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστὼς γιὰ τὰ γυναικεία μοναστήρια, ποὺ μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια. Τὸ κανονικό τους καθεστὼς ἐγκρίθηκε, κατὰ τρόπο ὁριστικό, ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν «Ἑκατὸ Κεφαλαίων», τὸ ἔτος 1551 καὶ ἔγινε ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴ Μόσχα ἄρχισαν νὰ κατασκευάζονται κτίρια ἀπὸ πέτρα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπὸ τείχη, πύργους καὶ θύρες διαμορφωμένες μὲ πέτρινα ἐμπόδια.

Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ ἀπευθύνονταν στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μὲ πλούσια δῶρα τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ καταβάλλουν χρηματικὲς εἰσφορὲς στοὺς Μουσουλμάνους.

Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνὰ πρὸς τοὺς πιστοὺς μὲ ἐπιστολὲς καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ χριστιανικὸ βίο.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τὸν «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμὴ τῆς Μόσχας, στῦλο καὶ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».

Τὸ 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καὶ στὴ θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νὰ ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὸν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μὲ ἐπισημότητα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψε ποτὲ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες.

Ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος, τὸ ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνᾶ (1448 – 1461), καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τὴν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ τὴν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τὸ ἔτος 1485, στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του. Ἐπὶ Πατριαρχείας Ἰωακεὶμ (1674 – 1690), τὸ ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδὴ τῶν λειψάνων στὸ καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τὸ ἔτος 1947, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στὸν καθεδρικὸ πατριαρχικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, στὴ δεξιὰ πλευρά.

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ροζαλὼφ τῆς Ρωσίας τῆς περιοχῆς τοῦ Κέσοβ. Σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι καὶ ἀκολούθησε τὴν ἀσκητικὴ ὁδό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1509.

 Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Ἐπίσκοπος Χαρκώβ

Ὁ Ὅσιος Μελέτιος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Ἰβάνοβιτς Λεοντόβιτς, γεννήθηκε στὶς 6 Νοεμβρίου 1784 στὴ Ρωσία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἔγινε μοναχὸς τὸ ἔτος 1820 στὴ μονὴ Μπρατσκ τοῦ Κιέβου. Στὶς 19 Ὀκτωβρίου 1826 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τσιγκίρινκ τοῦ Κιέβου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν φιλανθρωπία του.

Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χαρκώβ. Τὸ ἔτος 1948 τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων τοῦ Χαρκώβ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του καὶ στὶς 28 Φεβρουαρίου.


Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βορονὲζ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βορονὲζ τῆς Ρωσίας, μαρτήρησε τὸ ἔτος 1930. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μητροφάνης ἦταν πρωτοπρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1931. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἰβηριτίσσης 
 
   
Ἡ ἐπωνυμία τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Παναγίας, Ἰβηρίτισσα, ὀφείλεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἡ ἱερὴ εἰκόνα ἔφθασε κατὰ τρόπο θαυματουργικὸ τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπέπλεε ἐπάνω στὰ κύματα τῆς θάλασσας.

Τὸ ἔτος 1648, μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσίας Νίκωνος, ἔφεραν στὴ Μόσχα πανομοιότυπο ἀντίγραφο τῆς ἱερᾶς εἰκόνος.
Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 12 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔφθασε στὴ Μόσχα καὶ τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου.

Ὁ Ἅγιος Σισίννιος Ἐπίσκοπος τοῦ Θεοῦ

Ὁ Ἅγιος Σισίννιος δὲν ἔχει ἀφήσει ἴχνη στὴν Ἑλληνικὴ Ἁγιογραφία οὔτε στὴν ἐπίσημη λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὴν Βενετία πράγματι χρειάστηκε νὰ προχωρήσουν στὴν συγγραφὴ τοῦ βίου αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου μὲ βάση δυὸ κώδικες τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ., Βενετσιάνικης προελεύσεως καὶ τὸν κώδικα Coventi soppr. G.V. 1212, τῆς Ἐθνικῆς Κεντρικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φλωρεντίας.
Ὁ Ἅγιος, ἡ ἀρχιερατεία τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Α’ Λεκαπηνοῦ (919 – 944 μ.Χ.), εἶναι στενότατα συνδεδεμένος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Οἱ γονεῖς του, Εὐτύχιος καὶ Εὐτυχία, ποὺ δὲν εἶχαν μέχρι τότε παιδιά, ἔφεραν στὸν κόσμο, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἅγιο, μετὰ ἀπὸ τὸ προσκύνημά τους στὴν Ἔφεσο, στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου. Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Θεόδωρος θὰ τὸν χειροτονήσει σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία Ἐπίσκοπο Θεοῦ, περιοχὴ ποὺ ἀνῆκε στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου. Ἡ ἀρχιερατεία του διαρκεῖ τριάντα τέσσερα ἔτη. Ὁ Ἅγιος Σισίννιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του φυλάσσεται στὴ Βενετία.
                                                 Πηγή