Λόγος απολογητικός προς όσους διαβάλλουν τις Άγιες Εικόνες (Α΄ μέρος)

Του αγίου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννη του Δαμασκηνού


Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη

Mέρος πρώτο

1. Θα έπρεπε βέβαια εμείς, συναισθανόμενοι πάντοτε την αναξιότητά μας, να σιωπούμε και να εξομολογούμαστε στον Θεό τις αμαρτίες μας, αλλά όταν όλα στον καιρό τους είναι καλά· επειδή όμως βλέπω την Εκκλησία, την οποία ο Θεός έκτισε πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών με ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό τον Υιό Του, να βάλλεται, σαν σε θαλάσσια φουρτούνα που υψώνεται με αλλεπάλληλα κύματα, και να ανακατώνεται και να αναταράσσεται από τη βίαιη πνοή των πονηρών πνευμάτων, και τον χιτώνα του Χριστού, τον υφασμένο με τη χάρη του Θεού, Αυτόν που οι απόγονοι των ασεβών θέλουν με αυθάδεια να κομματιάσουν, τον βλέπω να σχίζεται, και το σώμα Του, δηλαδή τον λαό του Θεού και τη θεοπαράδοτη από παλιά διδασκαλία της Εκκλησίας να κατακερματίζεται σε διάφορες δοξασίες, γι’ αυτό θεώρησα πως δεν είναι σωστό να σιωπώ και να δέσω τη γλώσσα μου, φέροντας στη σκέψη μου την απόφαση που απειλεί λέγοντας: «ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται (:εάν κανείς κρύψει κάτι από φόβο και το συγκαλύψει, δεν επαναπαύεται η ψυχή μου σε αυτόν)» [Αββακ. 2,4] και «ἐάν ἴδης τήν ῥομφαίαν ἐρχομένην και μή ἀναγγείλῃς τῷ ἀδελφῷ σου, ἐκ σοῦ ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ (:αν δεις το φονικό μαχαίρι να πλησιάζει και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα ζητήσω το αίμα του από σένα)» [Ιεζ. 33,8].

Επειδή λοιπόν με τάρασσε αφόρητος φόβος, αποφάσισα να μιλήσω, χωρίς να υπολογίσω μπροστά στην αλήθεια το μεγαλείο των βασιλέων· γιατί άκουσα τον θεοπάτορα Δαβίδ να λέει: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην» (:και μιλούσα για τις μαρτυρίες και τις εντολές Σου μπροστά σε βασιλιάδες και δεν ντρεπόμουνα αλλά με κάθε παρρησία μιλούσα μπροστά σε αυτούς)» [Ψαλμ. 118,46] και μάλιστα κεντριζόμουνα από αυτό ακόμα πιο πολύ να μιλήσω. Γιατί είναι φοβερό πράγμα ο λόγος του βασιλιά που καταδυναστεύει τους υπηκόους, και είναι ανέκαθεν λίγοι εκείνοι που περιφρόνησαν τα βασιλικά διατάγματα, όσοι δηλαδή γνωρίζουν ότι ο επίγειος βασιλιάς εξουσιάζεται από τον Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυρότεροι των βασιλέων.

2. Πριν από όλα, αφού στερέωσα στον λογισμό, σαν σε κάποια καρίνα ή θεμέλιο, τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδόσεως, με την οποία είναι φυσικό να εξασφαλίζεται η σωτηρία, άνοιξα τη βαλβίδα του λόγου και σαν άλογο καλά χαλιναγωγημένο το παρακίνησα να ξεκινήσει από την αφετηρία. Γιατί πραγματικά νόμισα πως είναι πάρα πολύ φοβερό η Εκκλησία που λάμπει με τόσα προτερήματα και είναι στολισμένη με τις θεοδίδακτες παραδόσεις των ευσεβεστάτων πατέρων να επιστρέφει στα φτωχά πράγματα, επειδή φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος, και, σαν να μην έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, να παίρνει τον κατήφορο της ειδωλολατρίας και να εγκαταλείπει την τελειότητα για ασήμαντες αφορμές, σαν να έχει ένα μικρό ψεγάδι σε ένα ωραιότατο πρόσωπο που με την αδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει το σύνολο της ομορφιάς. Γιατί το μικρό δεν είναι μικρό, όταν προξενεί μεγάλο κακό, όπως δεν είναι μικρό ψεγάδι το να ανατραπεί η θεοδίδακτη παράδοση της Εκκλησίας, πράγμα που καταδίκασαν οι προηγούμενοι οδηγοί μας, των οποίων είναι χρέος μας, αφού εξετάσουμε καλά την πολιτεία τους, να μιμούμαστε την πίστη τους [Εβρ.13,17: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (:Να υπακούτε στους πνευματικούς προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε τελείως σε αυτούς· διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χριστό για τις ψυχές σας. Να τους υπακούτε, για να ενθαρρύνονται με την υπακοή σας, ώστε να επιτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στεναγμούς. Άλλωστε δεν σας συμφέρει να στενάζουν εξαιτίας σας οι πνευματικοί σας προεστοί, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»].

3. Παρακαλώ λοιπόν θερμά πρώτα τον παντοκράτορα Κύριο, μπροστά στον Οποίο όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα, προς τον Οποίο απευθύνεται ο λόγος μου και ο Οποίος γνωρίζει στην περίπτωση αυτή την καθαρότητα της ταπεινής μου γνώμης και την ειλικρίνεια του σκοπού μου, να μου δώσει λόγο με το άνοιγμα του στόματός μου, και αφού πάρει στα χέρια του τα χαλινάρια του νου μου, να τον αποσπάσει προς τον εαυτό του, για να τραβήξω τον δρόμο μπροστά και ίσια, χωρίς να παρεκκλίνω προς εκείνα που νομίζονται καλά ή όσα είναι γνωστά ως ολότελα εσφαλμένα.

Έπειτα, παρακαλώ όλον τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, το βασίλειο ιεράτευμα, μαζί με τον καλό ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Χριστού, ο οποίος απεικονίζει στον εαυτό του την ιεραρχία του Χριστού, να δεχθούν με αγαθή διάθεση τον λόγο μου, χωρίς να δίνουν σημασία στην ελάχιστη αξία του, ή να αναζητούν ευστροφία λόγων, γιατί σε αυτά δεν είμαι ειδήμων ο φτωχός εγώ, αλλά να ζητούν τη δύναμη των νοημάτων. «Οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει (:διότι η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές των πιστών με ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη που ελκύει και οικοδομεί τις καρδιές στον Χριστό)» [Α΄Κορ. 4,20])· άλλωστε σκοπός μου δεν είναι να νικήσω, αλλά να απλώσω χέρι στην αλήθεια που πολεμείται, χέρι δυνάμεως που το απλώνει η αγαθή διάθεση. Αφού λοιπόν επικαλέστηκα ως βοηθό την Ενυπόστατη αλήθεια, θα αρχίσω από εδώ τον λόγο μου.

4. Γνωρίζω εκείνον που αδιάψευστα είπε: «Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· (:Κύριος ο Θεός μας είναι ο ένας και μόνος Κύριος)» [Δευτ. 6,4] και «Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (:Κύριο τον Θεό σου θα ευλαβείσαι και Αυτόν μόνο θα λατρεύσεις)» [Δευτ. 6,13] και «οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι» (:δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί)» [Δευτ. 5,7] και «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς (:δεν θα κατασκευάσεις κανένα γλυπτό ομοίωμα, από όσα υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη)» [Δευτ. 5,8] και «αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς (:ας καταισχυνθούν όλοι όσοι προσκυνούν τα γλυπτά είδωλα)» [Ψαλμ. 96,7] και «θεοί, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν (:θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν και δεν κατασκεύασαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν)» [Ιερ. 10,11] και όλα όσα κατά αντίστοιχο τρόπο ο Θεός αφού μίλησε στους πατέρες μας μέσω των προφητών, κατά τις έσχατες ημέρες μίλησε με μας μέσω του μονογενούς Υιού Του, με τον Οποίο δημιούργησε το σύμπαν [πρβ. Εβρ. 1,1-2: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὃν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν (:Πολλές φορές και με πολλούς τρόπους στα παλαιότερα χρόνια της προ Χριστού εποχής μίλησε ο Θεός στους προγόνους μας με το στόμα των προφητών. Σ’ αυτούς όμως εδώ τους έσχατους καιρούς, που τελείωσε η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, μας μίλησε διαμέσου του Υιού Του, τον Οποίο κατέστησε κληρονόμο και κύριο όλων των κτισμάτων. Μέσω Αυτού ο Θεός δημιούργησε και όλα όσα έγιναν μέσα στον χρόνο)»].

Γνωρίζω εκείνον που είπε: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν, καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν (:Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με σένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)» [Ιω. 17,3]. Πιστεύω σε ένα Θεό, μια αρχή των όλων, άναρχο, άκτιστο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιοι και αΐδιο, ακατάληπτο, ασώματο, αόρατο, απερίγραπτο, ασχημάτιστο, μια ουσία υπερουσία, υπέρθεη θεότητα, σε τρεις υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και Αυτόν μόνο λατρεύω και σε Αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα, αλλά λατρεύω και τρεις υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, έναν Θεό.

Δεν προσκυνώ την κτίση αντί για τον Κτίστη, αλλά προσκυνώ τον Κτίστη που κτίσθηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως [πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι᾿ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς (:με την ένδοξη τελειότητά Του μας έχει χαρίσει τις πιο πολύτιμες και μεγάλες υποσχέσεις, για να γίνετε κι εσείς, καθώς θα παρακινείστε και θα ενισχύεστε από αυτές, μέτοχοι της θείας φύσεως. Να γίνετε δηλαδή άγιοι και μέτοχοι της ζωής του Χριστού, αφού απαλλαγείτε από τη διαφθορά του κόσμου, η οποία προέρχεται από κάθε αμαρτωλή επιθυμία)»]. Μαζί με τον βασιλιά και Θεό, προσκυνώ και την αλουργίδα του σώματος [:ολομέταξο πορφυρό βασιλικό ένδυμα, με το οποίο εδώ ο ιερός πατήρ παρομοιάζει το ανθρώπινο πρόσλημμα του Υιού], όχι σαν ένδυμα, ούτε σαν τέταρτο πρόσωπο -μακριά μια τέτοια βλασφημία-, αλλά ως ομόθεη που διετέλεσε και έγινε, όπως και αυτό το ίδιο που την έχρισε, αμετάβλητη. Γιατί δεν έγινε θεότητα η φύση της σάρκας, αλλά όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να υποστεί τροποποίηση και παρέμεινε ό,τι ήταν και πριν, έτσι και η σάρκα έγινε Λόγος, χωρίς να χάσει αυτό ακριβώς που είναι, ταυτιζόμενη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπόσταση. Γι΄ αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλά ως ορατό που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον τον Θεό που έδωσε στην ψυχή την άυλη ιδιότητα;

5. Αλλά λένε: «Είπε ο Θεός μέσω του νομοθέτη Μωυσή: “Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (:Τον Κύριο τον Θεό σου να προσκυνάς και Αυτόν μόνο να λατρεύεις)” [Δευτ. 6,13] και “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς» (:να μην κατασκευάσεις κανένα είδωλο για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης)”» [Δευτ. 5,8].

Αδελφοί, πραγματικά πλανώνται όσοι δεν γνωρίζουν τις Γραφές, ότι δηλαδή «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ (:ο γραπτός νόμος, επειδή δεν δίνει στον άνθρωπο την ενίσχυση και την εφαρμογή του, οδηγεί στον πνευματικό θάνατο. Το πνεύμα όμως της Καινής Διαθήκης, με τη χάρη και την ενίσχυση που μεταδίδει στους πιστούς, τους δίνει ζωή)» [Β΄Κορ. 3,6], όσοι δεν ερευνούν το πνεύμα που κρύβεται κάτω από το γράμμα. Προς αυτούς θα άξιζε να πω: «Εκείνος που σας δίδαξε αυτό, ας σας διδάξει και το επόμενο. Μάθε λοιπόν ότι κάπως έτσι τα ερμηνεύει ο νομοθέτης στο Δευτερονόμιο, λέγοντας: «καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς· φωνὴν ῥημάτων, ἣν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ᾿ ἢ φωνήν (: και μίλησε εκεί ο Κύριος προς εσάς μέσα από το πυρ με λόγια ανθρώπου, που τα ακούσατε οι ίδιοι. Δεν είδατε όμως καμία μορφή, αλλά μόνο φωνή ακούσατε)» [Δευτ. 4,12] Και λίγο παρακάτω: «καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χωρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, ὁμοίωμα παντὸς κτήνους τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ὀρνέου πτερωτοῦ (:και να προσέξετε πολύ τους εαυτούς σας, διότι δεν είδατε καμία μορφή ειδώλου την ημέρα εκείνη, κατά την οποία μίλησε προς εσάς ο Κύριος στο όρος Χωρήβ, μέσα από το πυρ. Να μην παρανομήσετε και κάνετε για τους εαυτούς σας είδωλο γλυπτό, κάθε είδους εικόνα που να έχει μορφή αρσενικού ή θηλυκού, ή μορφή κάθε ζώου από όσα υπάρχουν στην επιφάνεια της γης, ή μορφή κάθε πτηνού, που έχει φτερά και πετά κάτω από τον ουρανό)» Δευτ. 4,15-17] και τα λοιπά, και ύστερα από μερικά: «καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς (:και πρόσεξε ώστε, όταν σηκώσεις τα βλέμματά σου προς τον ουρανό και δεις τον ήλιο και το φεγγάρι και τα άστρα και όλον τον στολισμό του ουρανού, να μην πλανηθείς από το μεγαλείο τους και προσκυνήσεις και λατρεύσεις σαν θεούς αυτά)» [Δευτ. 4,19].

6. Βλέπεις πως ένας είναι ο σκοπός, να μη λατρεύουν την κτίση αντί για τον Κτίστη, ούτε να της προσφέρουν λατρευτική προσκύνηση, παρά μόνο στον Δημιουργό. Γι΄ αυτό παντού συνδυάζει τη λατρεία με την προσκύνηση. Λέει λοιπόν πάλι: «Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πρὸ προσώπου μου, οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς, οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου (:Δεν θα έχεις άλλους θεούς, για να τους λατρεύεις εμπρός μου. Δεν θα κατασκευάσεις είδωλο, για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης. Δεν θα προσκυνήσεις και δεν θα λατρεύσεις αυτά τα είδωλα και ομοιώματα, διότι Εγώ είμαι ο μόνος Κύριος, ο Θεός σου)» [Δευτ. 5,7-9]· και πάλι: «Τούς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τάς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε, καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ἐν πυρί·οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις (:τους βωμούς, όπου θυσιάζουν αυτοί στους θεούς τους, θα τους γκρεμίσετε, και τις στήλες που τις έχουν σαν σύμβολα των θεών τους, θα τις συντρίψετε και τα μικρά δάση, όπου λατρεύουν τους θεούς τους, θα τα κόψετε τελείως και τα αγάλματα των θεών τους θα τα κατακαύσετε στο πυρ. Διότι δεν πρέπει να προσκυνήσετε θεούς άλλους)» [Έξ. 34, 13-14]. Και λίγο παρακάτω: «καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσεις σεαυτῷ(:και δεν θα φτιάξεις θεούς σε χυτήρια, είδωλα δηλαδή για να τα έχεις και να τα λατρεύεις)» [Έξ. 34,17].

7. Βλέπεις ότι εξαιτίας της ειδωλολατρίας απαγορεύει την εικονογραφία και ότι είναι αδύνατο να εικονίζεται ο άποσος και απερίγραπτος και αόρατος Θεός. «Οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε (:ούτε τη φωνή Του έχετε ακούσει ποτέ έως τώρα, ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)» [Ιω. 5,37], όπως είπε και ο Παύλος όταν στάθηκε στη μέση του Αρείου Πάγου: «Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον» (:Αφού λοιπόν είμαστε γενιά του Θεού και απ’ αυτόν αποκτήσαμε ζωντανή και πνευματική φύση, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι κάτι που μοιάζει με τα άψυχα και τα νεκρά αντικείμενα˙ με το χρυσάφι δηλαδή ή το ασήμι ή το μάρμαρο, που έχουν χαραχθεί και πελεκηθεί από τη γλυπτική τέχνη και την καλλιτεχνική φαντασία και επινόηση του ανθρώπου σε μαρμάρινα ή ασημένια ή χρυσά αγάλματα και είδωλα. Όχι.)» [Πράξ. 17,29].

8. Επομένως, αυτά είχαν νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους που εύκολα γλιστρούσαν προς την ειδωλολατρία· εμείς όμως, για να μιλήσουμε θεολογικά, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά τον Θεό, να γνωρίσουμε την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο τον Θεό, να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεφύγουμε από τη νηπιακή κατάσταση, να φτάσουμε να γίνουμε τέλειοι άνδρες [πρβ. Εφ. 4,13: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (: μέχρι να φθάσουμε να έχουμε όλοι μία και την ίδια αληθινή πίστη και τέλεια γνώση του Υιού του Θεού και να προοδεύσουμε πνευματικά, έως ότου γίνουμε ένας τέλειος άνθρωπος˙ και ν’ αποκτήσουμε το μέτρο της πνευματικής ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητά Του)»], δεν βρισκόμαστε πια κάτω από την κηδεμονία παιδαγωγού [πρβ. Γαλ. 3,25: «ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν (:όταν λοιπόν ήλθε η νέα κατάσταση, στην οποία ισχύει η πίστη, δεν είμαστε πλέον κάτω από την παιδαγωγία του νόμου)»], αφού πήραμε από τον Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι αυτό που εικονίζεται και τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνα. Γιατί λέει: «οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε (:ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)» [Ιω. 5,37]. Πόσο μεγάλη είναι η σοφία του νομοθέτη! Πώς να εικονιστεί το αόρατο; Πώς να παρασταθεί το απερίγραπτο; Πώς να ζωγραφιστεί αυτό που δεν έχει ποσότητα, όγκο και όρια; Πώς να αποδοθεί ο χαρακτήρας Αυτού που δεν έχει μορφή; Πώς να παρασταθεί με χρώματα το ασώματο;

Τι είναι λοιπόν αυτό που αποκαλύπτεται με αινιγματικό τρόπο; Είναι φανερό πως λέει: Όταν βλέπεις ο ασώματος να γίνεται άνθρωπος για σένα, τότε μπορείς να κάνεις την εικόνα της ανθρώπινης μορφής· όταν ο Αόρατος γίνεται Ορατός κατά τη σάρκα, τότε να απεικονίσεις το ομοίωμα Αυτού που φανερώθηκε· όταν ο ασώματος και ασχημάτιστος και άποσος και άπειρος και πέρα από κάθε μέγεθος με την υπεροχή της φύσεώς Του, Αυτός που, «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ (:ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)» [Φιλ. 2,6], παίρνοντας μορφή δούλου, με αυτήν τη μορφή περιορίζεται σε όρια ποσού και μέτρου και αποκτά χαρακτηριστικά σώματος, τότε σχεδίαζέ Τον σε πίνακες και βάλε Τον να Τον βλέπουν, Αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει ορατός. Ζωγράφιζε την ανέκφραστη συγκατάβασή Του, τη γέννησή Του από την Παρθένο, τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη, τη μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ, τα πάθη Του που παρέχουν απάθεια, τα θαύματα, τα σύμβολα της θείας φύσεώς Του, τα οποία πραγματοποιούνται με θεϊκή ενέργεια μέσα από την ενέργεια της σάρκας, τον σωτήριο σταυρό, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς. Όλα να τα ιστορείς με λόγο και με χρώματα.

Μην φοβάσαι, μην διστάζεις˙ γνωρίζω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη μια προσκύνηση από την άλλη. Κάποτε ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς του Εμμώρ, όταν αγόρασε τη διπλή σπηλιά για να τη χρησιμοποιήσει ως τάφο, άνδρες ασεβείς που είχαν άγνοια του αληθινού Θεού [βλ. Γέν. 23,7-12: «ἀναστὰς δὲ ῾Αβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆς γῆς, τοῖς υἱοῖς τοῦ Χέτ, καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ῾Αβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νεκρόν μου ἀπὸ προσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λαλήσατε περὶ ἐμοῦ ᾿Εφρὼν τῷ τοῦ Σαάρ, καὶ δότω μοι τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὅ ἐστιν αὐτῷ, τὸ ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου τοῦ ἀξίου δότω μοι αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς κτῆσιν μνημείου. ᾿Εφρὼν δὲ ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Εφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς ῾Αβραὰμ εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων· παρ᾿ ἐμοὶ γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σοὶ δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μου δέδωκά σοι· θάψον τὸν νεκρόν σου· καὶ προσεκύνησεν ῾Αβραὰμ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς (:όταν ο Αβραάμ είδε την προθυμία τους, σηκώθηκε και με ένα εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους. Κατόπιν τους μίλησε και τους είπε: “Αφού έχετε πράγματι την καλοσύνη και την επιθυμία να μου δώσετε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου, τότε σας παρακαλώ ακούστε με και μεσιτεύσετε για λογαριασμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ και ζητήστε από αυτόν να μου πουλήσει το διπλό σπήλαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωραφιού του. Ζητήστε από τον Εφρών να μου το πουλήσει στην πλήρη αξία του, τώρα, μπροστά σας, για να το αποκτήσω ως δικό μου και για να το κατέχω ως ιδιόκτητο τάφο”. Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβραάμ ζητούσε να αγοράσει το σπήλαιο, βρισκόταν στη συνάθροιση εκείνη των Χετταίων. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια του Αβραάμ, του αποκρίθηκε μπροστά σε όλους τους Χετταίους που ήταν συγκεντρωμένοι στην είσοδο της πόλεως, και σε όλους όσοι έμπαιναν στην πόλη και του είπε: “Μάλιστα, κύριε· έλα κοντά μου και άκουσέ με σε όσα θα σου πω· το χωράφι μου και το σπήλαιο που υπάρχει σε αυτό, το δίνω σε σένα· να, σου τα έδωσα ως δικά σου παρουσία όλων των συμπολιτών μου· δέξου τα λοιπόν και θάψε με όλη την ελευθερία τον νεκρό σου”. Και τότε ο Αβραάμ με εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους)» και Πράξ.7,16: «καὶ μετετέθησαν εἰς Συμὲχ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμόρ τοῦ Συχέμ (:Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τοποθετήθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποίος έμενε στη Συχέμ, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασημένια νομίσματα)»].

Ο Ιακώβ επίσης προσκύνησε τον αδελφό του Ησαύ [Γέν. 33,3: «Αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ (:ο ίδιος ο Ιακώβ προχώρησε και μπήκε μπροστά από όλους ώστε ο πρώτος, που θα συναντούσε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο πρώτος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλησίασε, ο Ιακώβ προχώρησε προς αυτόν ταπεινά και μέχρις ότου φτάσει κοντά του, τον προσκύνησε ως μεγαλύτερο αδερφό του με γονάτισμα και σκύψιμο βαθύ έως τη γη επτά φορές)»] και τον Φαραώ], άνδρα Αιγύπτιο [Γέν. 47,7: «εἰσήγαγε δὲ Ἰωσὴφ Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν Ἰακὼβ τὸν Φαραώ. (: και έφερε ο Ιωσήφ τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στον Φαραώ και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ)», αλλά προσκύνησε ακόμα και την άκρη του μπαστουνιού του Ιωσήφ [Γέν. 47,31: «εἶπε δέ· ὄμοσόν μοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ (:ο Ιακώβ όμως επέμεινε και του είπε: “Ορκίσου μου ότι θα το κάνεις”. Και ο Ιωσήφ ορκίστηκε στον πατέρα του. Τότε ο Ισραήλ, επειδή πίστεψε ότι ο Θεός θα βοηθούσε, ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Χαναάν για να ταφεί εκεί, έσκυψε και προσκύνησε τον Θεό, αφού ακούμπησε την κεφαλή του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής αδυναμίας του. Με την προσκύνηση αυτή εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό)» και Εβρ. 7,21: «ὁ δὲ μετὰ ὁρκωμοσίας διὰ τοῦ λέγοντος πρὸς αὐτόν· ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (:Ο Χριστός έγινε ιερεύς με όρκο. Ο όρκος αυτός δόθηκε από τον Θεό διαμέσου του ψαλμωδού, ο οποίος είπε προς τον Χριστό: “Ορκίστηκε ο Κύριος και δεν θα αλλάξει την απόφασή Του, και δεν θα αθετήσει τον όρκο Του: “Εσύ είσαι ιερεύς αιώνιος κατά την τάξη του Μελχισεδέκ”)»]· όμως προσκύνησαν, αλλά δεν λάτρευσαν.

Προσκύνησαν και ο Ιησούς του Ναυή [Ιησ. 5,14: «ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνὶ παραγέγονα. καὶ Ἰησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέσποτα, τί προστάσσεις τῷ σῷ οἰκέτῃ; (:εκείνος όμως του απάντησε: “Όχι, δεν είμαι τίποτα από αυτά· εγώ είμαι αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα”. Και ο Ιησούς σε ένδειξη βαθυτάτου σεβασμού και λατρευτικής προσκυνήσεως έπεσε με το πρόσωπο κατά γης και του είπε: “Δέσποτα, τι διατάζεις τον δούλο σου;”)»] και ο Δανιήλ, άγγελο του Θεού [Δαν. 8,17: «καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις (:και ήλθε και στάθηκε κοντά μου· και όταν με πλησίασε, κυριεύτηκα από υπερβολικό θαυμασμό, μεγάλη έκπληξη και φόβο και έπεσα αμέσως κάτω με το πρόσωπο κατά γης. Και εκείνος μου είπε: Υιέ ανθρώπου εννόησε τούτο: Το όραμα αυτό δεν θα εκπληρωθεί επί του παρόντος· το όραμα αυτό αποκαλύπτει τα έσχατα χρόνια, κατά τα οποία θα τελειώσει η βασιλεία των θηρίων και θα αναλάβουν πλέον την εξουσία οι άγιοι του Υψίστου)»], αλλά δεν τον λάτρευσαν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η λατρευτική προσκύνηση και άλλο εκείνη που προσφέρεται τιμητικά σε εκείνους που υπερέχουν σε κάποιο αξίωμα.

[Συνεχίζεται]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Πηγὴ ἐδῶ.