Ἱεροκανονικὴ ἢ ἀλλότρια τῶν Ἁγίων διακοπὴ μνημονεύσεως;
Του Παναγιώτη
Σημάτη
Νομίζω, εἶναι κατανοητὸ στοὺς πολλούς, ὅτι ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται
σὲ ἀδελφοὺς καὶ πατέρες γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν
ἔχει σκοπὸ οὔτε νὰ διχάσει οὔτε νὰ καταδικάσει. Ἀντιθέτως σκοπὸ ἔχει νὰ ἐπισημάνει
τὴν ἀπόκλισή τους ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση καὶ ἔτσι ‒ἂν δὲν θελήσουν νά τὸ κατανοήσουν καὶ νὰ τὸ
διορθώσουν‒ νὰ ἀποτρέψει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐσφαλμένη
διδασκαλία τους.
Μακάρι, ὅπως σημειώθηκε, νὰ ἐλάμβαναν τὴν κριτικὴ καὶ αὐτοὶ οἱ
πατέρες ὑπ' ὄψιν. Ἀλλὰ ἡ μέχρι τώρα ἐμπειρία καταδεικνύει, ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὴν
λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν, ὄχι μόνο δὲν δέχονται τὴν ἰδέα γιὰ μιὰ Σύναξη τῶν ἀποτειχισμένων
‒στάση ἀκατανόητη
καὶ ξένη στὴν ἐκκλησία‒ γιὰ
διευθέτηση τῶν διαφορῶν, ἀλλὰ ἀντίθετα σκληραίνουν τίς θέσεις τους καὶ ἐφευρίσκουν
νέες ἀντιπατερικὲς θέσεις, κατασκευάσματα τοῦ μυαλοῦ τους. Καὶ ἔτσι, ὅπως
θὰ δοῦμε καὶ παρακάτω, ἐνῶ θέλουν νὰ κρατοῦν ἀνοιχτὲς γέφυρες μὲ τοὺς μή ἀποτειχισμένους,
κλείνουν κάθε γέφυρα ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους!
Πρόσφατα παρουσιάσαμε τὶς ἐξωφρενικὲς θέσεις τοῦ π. Ἄγγελου Ἀγγελακόπουλου (ἐδῶ κι ἐδῶ). Σήμερα θὰ δοῦμε τὶς θέσεις τοῦ μ. Σεραφεὶμ Ζήση. Πρόκειται γιὰ παρέμβασή του κατὰ τὴν ὁμιλία τοῦ π. Θ. Ζήση (ἐδῶ/), γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικαιρότητα, ὁ ὁποῖος συμφώνησε μὲ ὅσα εἶπε ὁ μ. Σεραφεὶμ. Ξεκίνησε μὲ μιὰ ὀρθὴ παρατήρηση ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν πέρασε σὲ ὀρθολογικὰ ἐπιχειρήματα. Εἶπε:
μ. Σεραφεὶμ Ζήσης: «Ἄν τὰ μυστήρια τῶν αἱρετιζόντων,
αὐτῶν ποὺ διατυπώνουν αἵρεση πρὶν τὴν καταδίκη τους, ἦταν ἤδη ἄκυρα λόγῳ
τῆς αἱρέσεως τῆς διατυπουμένης, τότε ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπέβαλε τὴν ἀκοινωνησία μὲ αὐτούς, ἀκόμα καὶ πρὸ συνοδικῆς τους
καταδίκης. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει αὐτό.
Ἡ Ἐκκλησία
ἐπιτρέπει διὰ τοῦ 31ου ἀποστολικοῦ ἱ. κανόνος καὶ ἐπαινεῖ διὰ τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄, ὅσους ἀποτειχίζονται καὶ
παύουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, ἀλλὰ δὲν ὑποχρεώνει κανένα. Καὶ δὲν κατανοῶ πῶς κάποιοι, μετὰ ἀπὸ 5 χρόνια
(τί νὰ πῶ, ἢ περίεργοι ἢ ἀλλοιῶς θὰ ἦταν θέμα διανοητικό), ποὺ νὰ μὴν
καταλαβαίνουν ὅτι δὲν ὑπάρχει Κανόνας ὁ ὁποῖος
νὰ τιμωρεῖ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι δὲν ἀποτειχίζονται».
Πάτερ Σεραφείμ, εἴμαστε κι ἐμεῖς ‒ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς τοὺς «κάποιους», «περίεργους» ἢ ποὺ «ἔχουν διανοητικὴ ἀνεπάρκεια»‒, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν δυνητικὴ κακοθεωρία σας καὶ δὲν θὰ ἀφήσουμε αὐτὸ τὸ ἀφελές, ἐλαφρὸ καὶ παραπλανητικὸ ἐπιχείρημα, νὰ ἐπισκιάσει τὴν διδασκαλία καὶ πρακτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων· τὸ ὅτι δηλαδή, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἱ. Κανόνας ποὺ νὰ τιμωρεῖ τοὺς μὴ ἀποτειχισμένους, ἡ ἀποτείχιση εἶναι δυνητική(*).
Δὲν θὰ σᾶς ἀνταποδώσουμε
τὰ ἴσα, γιατί ἐσεῖς οὔτε «περίεργος» εἶστε, οὔτε ἔχετε «διανοητικὴ ἀνεπάρκεια», ἀντίθετα ἔχετε πανεπιστημιακὴ
στόφα. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ παράξενο· τὸ ὅτι παρὰ τὴν «διανοητικὴ» ἐπάρκεια δὲν ἀντιλαμβάνεστε
πὼς λίγη σημασία ἔχει ἡ διαπίστωσή σας «ὅτι δὲν ὑπάρχει Κανόνας ὁ ὁποῖος
νὰ τιμωρεῖ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι δὲν ἀποτειχίζονται».
1ον. Διότι ὑπάρχουν
δεκάδες παραγγέλματα καὶ Ἐντολὲς στὴν Κ. Διαθήκη καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ δὲν
ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τιμωρίες καί, πιστεύω, δὲν θὰ τολμήσετε νὰ τὰ ξεχωρίστε ἀπὸ τὰ
ὑποχρεωτικὰ παραγγέλματα καὶ Ἐντολές. Π.χ. ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει: «Μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο
οἱ πατέρες σου» (Παροιμ. 22, 28). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει τιμωρία. Ὅμως ὅλοι
γνωρίζουμε τί συμβαίνει μὲ αὐτοὺς ποὺ μετακινοῦν τὰ ὅρια τῶν Πατέρων. Ἔτσι ρωτᾶμε
τὸν μ. Σεραφείμ: Εἶναι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ προαιρετική;
2ον. Διότι ὁ
Χριστιανὸς δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς Ι. Κανόνες ἐπειδὴ φοβᾶται
τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπάει καὶ ὑπακούει τὸν Κύριο. Καὶ ὅπως (ἀντιθέτως μὲ
ἐσᾶς) μᾶς διδάσκει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν περιγραφή τῶν κυριοτέρων ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου:
«Ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε,
τηρῆστε τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15). Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τὶς ἐντολές μου καὶ
τὶς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μ᾽ ἀγαπᾶ. Καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου... (Ἰω. 14, 21)». Ὅποιος δὲν μ᾽ ἀγαπᾶ, δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).
Τί λέτε, ἀρκοῦν αὐτὰ ἢ πρέπει νὰ ἀναφέρει καὶ τιμωρία ὁ Κύριος;
3ον Διότι (ἀφοῦ
ἐπιμένετε στὴν τιμωρία) ὑπάρχουν δεκάδες παραγγέλματα καὶ Ἐντολὲς στὴν Κ.
Διαθήκη καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ποὺ δὲν ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τιμωρίες, ἀλλὰ σὲ ἄλλο
σημεῖο σκιαγραφεῖται ἡ ἀνταπόδοση καὶ ἡ τιμωρία, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἱ. Κανόνες.
Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅτι ἐκεῖνο, ὁποῦ οἱ κανόνες φανερῶς οὐ γράφουσι, τοῦτο
ἐκ τῶν ὁμοίων τῶν ἐν τοῖς κανόσι γεγραμμένων, πρέπει νὰ κρίνεται καὶ νὰ
συμπεραίνεται» (Πηδάλιον, σελ. λθ'). Τέτοιοι πιὸ αὐστηροὶ Κανόνες π.χ. εἶναι ὁ
Λα΄ καὶ ὁ Κλγ' τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
4ον. Ὁ ΙΕ΄ Κανόνας
δὲν εἶναι Κανόνας ποὺ ἐξαντλεῖ τὰ περὶ ἀποτειχίσεως. Ἀντίθετα, ἐτέθη ὡς ἐξαίρεση ἀνάμεσα σὲ τρεῖς (3) Κανόνες πού ...ἀπαγορεύουν τὴν ἀποτείχιση καὶ ἐπιβάλλουν
τιμωρίες στοὺς ἀποτειχισμένους γιὰ ἄλλους λόγους πλὴν τῆς αἱρέσεως. Οἱ ἀποτειχιζόμενοι
λόγῳ αἱρέσεως ἐπαινοῦνται, γιατί «ἠλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα
καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων». Καὶ οἱ μὴ ἀποτειχιζόμενοι; Αὐτοὶ δὲν ἐπαινοῦνται. Γιατί; Γιατί μὲ τὴν παθητική τους στάση δὲν βοηθοῦν τὴν Ἐκκλησία νὰ ἐλευθερωθεῖ
ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεση τῶν ψευδεπισκόπων, ἀντίθετα συντελοῦν στὴν ἐπικράτηση
τῆς αἱρέσεως. Δὲν εἶναι αὐτὴ πνευματικὴ
τιμωρία; Γιατί ποτὲ δὲν ἐπισημαίνει ὁ μ. Σεραφεὶμ τὸ
γεγονός, ὅτι οἱ μὴ ἀποτειχισμένοι δὲν ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Κανόνα; Γιατί δὲν
βγάζει τὸ λογικὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀφοῦ μόνο οἱ ἀποτειχισμένοι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται
(γιὰ τοὺς ἄλλους ὁ Κανὼν σιωπεῖ), αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα στὴν
στάση τῶν μὴ ἀποτειχισμένων.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες
τιμωρίες. Ἂς τὸ ἐξηγήσουμε. Ἡ ἀποτείχιση διδάσκεται ὄχι μόνο ἀπὸ δύο ἱ. Κανόνες, ἀλλὰ
ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ γραπτῶς καὶ ἐμπράκτως, ὅπως διδάσκονται καὶ οἱ συνέπειες ἐκ
τῆς αἱρέσεως. Αὐτὸ ὄχι μόνο τὸ γνωρίζει ὁ μ. Σεραφεὶμ καὶ ὁ π. Θ. Ζήσης, ἀλλὰ
καὶ πολλὲς φορὲς στηρίχτηκαν στοὺς Πατέρες γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἀποτείχιση. Οἱ
Πατέρες λοιπὸν ὁμιλοῦν, ὄχι μόνο γιὰ «δικανικὴ»
τιμωρία, ἀλλὰ γιὰ οὐσιαστικὴ
τιμωρία! Οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιὰ μολυσμὸ
ἐκ τῆς αἱρέσεως. Ὁ μολυσμὸς
δὲν εἶναι πνευματικὴ τιμωρία; Ξαναρωτοῦμε: Γιατί τὸν ἀποκρύπτει ὁ μ.
Σεραφεὶμ Ζήσης;
Οἱ Ἅγιοι λέγουν ὅτι ἔχουν
μεγάλη εὐθύνη ὅσοι κοινωνοῦν μὲ αἱρετίζοντες,
γιατὶ δίνουν κακὸ παράδειγμα. Ξαναρωτοῦμε:
Γιατί τὸ ἀποκρύπτει ὁ μ. μ. Σεραφείμ; Οἱ Ἅγιοι λέγουν ὅτι χάνουν τὴν Θ. Χάρη καὶ καθίστανται
ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ οἱ αἱρετικοί. Καὶ πάλι θὰ ρωτήσουμε: Δὲν εἶναι πνευματικὴ
τιμωρία νὰ κοινωνεῖ ὁ πιστὸς μ' αὐτούς; Καὶ πόση εὐθύνη ἔχει ποὺ δὲν τοὺς ἀποτρέπει
ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ αὐτούς;
Παραθέτω στὴν ὑποσημείωση
1 μερικὲς θέσεις τῶν Ἁγίων ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν μολυσμὸ αὐτῶν τῶν «εὐσεβῶν» ὀρθοδόξων
ποὺ ἀπὸ φόβο ἢ δειλία ἢ σκοπιμότητες δὲν διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, τὴν
μολυσματικὴ νόσο καὶ γάγγραινα τῆς αἱρέσεως, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀπώλεια Θ. Χάριτος. Καὶ
τονίζω πάλι καὶ πάλι. Δὲν καταδικάζω ἐγὼ κανέναν. Τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων παρουσιάζω,
ἡ ὁποία καυτηριάζει τὴν στάση τῶν κοινωνούντων μὲ τὴν αἵρεση.
Καὶ συνεχίζει ὁ μ.
Σεραφείμ: «Διότι
μπαίνουν πάρα πολλοὶ παράγοντες. Μπορεῖ νὰ μετανοήσει ὁ αἱρετίζων. Μπορεῖ νὰ ἔχει κάνει ἕνα λάθος καὶ
χρειάζεται τὴν δέουσα ἀπὸ κάποια Σύνοδο
καὶ κάποιο προϊστάμενό του ἐπίπληξη καὶ ἀνάλυση
τοῦ θέματος καὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι παράγοντες».
Τί τὸ εὐτυχέστερο ἀπὸ
τοῦ «νὰ
μετανοήσει ὁ αἰρετίζων»; Ἡ ἀποτείχιση γίνεται καὶ γι' αὐτὴ τὴν μετάνοια.
Γιὰ νὰ καταλάβει τὸ λάθος του. Καὶ νὰ τὸν ἔχουμε κοινωνό, μακριὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση.
Ὥσπου νὰ μετανοήσει ὅμως τὸν ἀγαποῦμε, ἀλλὰ τὸν ἔχουμε ἀκοινώνητο. Διαφορετικά,
τί χρειάζεται ἡ ἀποτείχιση; Ἂς συνεχίσουμε τὸν χαρτοπόλεμο κι ἂς περιμένουμε
δεκάδες χρόνια ὥσπου νὰ μετανοήσει. Βέβαια μιὰ πίστωση χρόνου (Οἰκονομία) ἀπαιτεῖται.
Ἀλλὰ ὄχι προγραμματικὴ Οἰκονομία. Ὄχι μία Οἰκονομία ποὺ παρουσιάζεται ὡς
προϋπόθεση ὀρθῆς ἀποτείχισης.Ὄχι ἡ Οἰκονομία νὰ μετατραπεῖ σὲ Ἀκρίβεια, ὅπως
διδάσκει ἡ ὁμάδα τοῦ π. Ζήση.
Κι ἄλλη φορὰ τὸ
γράψαμε: Ἐφαρμόστε σεῖς τὴν Ἀκρίβεια
καὶ μετὰ κατὰ περίπτωση ἐφαρμόστε Οἰκονομία στοὺς πιστοὺς ποὺ
βρίσκονται σὲ ἄγνοια, σύγχυση ἢ φοβοῦνται. Καὶ ἂς μὴν ξεχνοῦμε: Ὁ μ. Σεραφεὶμ
καὶ ὁ κύκλος του τονίζουν κάθε τόσο ὅτι ἡ Ἀκρίβεια εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ
καταδικάζουν ὡς μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένους, σχισματικούς, ἀκραίους κ.λ.π. ὅσους
τηροῦν τὴν ἀκρίβεια αὐτή.
Ἀλλὰ τοῦ ...ξέφυγε τοῦ
μ. Σεραφεὶμ καὶ χρησιμοποίησε ἕνα παράδειγμα ἐναντίον τῆς θεωρίας τους. Εἶπε: «Ὁ ἅγιος Γαβριὴλ τῆς Γεωργίας
λέει ...ὅτι αὐτὸς ποὺ εἶναι ὀρθόδοξος ὀρθὰ πιστὸς καὶ δὲν γνώριζε ὅτι ἐκεῖ ποὺ
πάει νὰ μεταλάβει ὁ ἱερεὺς εἶναι αἱρετίζων,
θὰ ἔχει ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἱερέως, ποὺ δὲν ἔχει καταδικαστεῖ. Αὐτὸ γιὰ τὴν
πρώτη φορά». Ὁ Ἅγιος λοιπὸν ποὺ μᾶς φέρατε ὡς παράδειγμα, κάνει Οἰκονομία
γιὰ μόνο ...«μία φορά»! Ἐσεῖς κάνετε Οἰκονομία γιὰ 6 χρόνια (γιὰ νὰ
μετρήσουμε ἀπὸ τὴν Κολυμπάρια Σύνοδο) καὶ βάλε!
Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Γαβριὴλ συνεχίζει ἐκεῖ ποὺ σταμάτησε τεχνηέντως ὁ μ. Σεραφείμ: «Ὅμως, ἂν ὁ ἱερέας κηρύττει λανθασμένα σὲ δογματικὰ θέματα, τότε ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ' αὐτόν. Εἶναι ἐχθρὸς καὶ προδότης» (ἐδῶ). Ποῦ μιλάει γιὰ Οἰκονομία ὁ Ἅγιος; Ἀντιθέτως διατηρεῖ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία. Μὲ τέτοιες λαθροχειρίες, πάτερ, στηρίζετε τὴν ἀντιπατερικὴ θεωρία σας;
Κι ἄλλη ταχυδακτυλουργία. Εἶπε ὁ μ. Σεραφείμ: «Μπορεῖ νὰ ἔχει κάνει ἕνα
λάθος καὶ χρειάζεται τὴν δέουσα ἀπὸ κάποια Σύνοδο καὶ κάποιο προϊστάμενό του ἐπίπληξη
καὶ ἀνάλυση τοῦ θέματος». Ἐν μέσῳ αἱρέσεως περιμένει Σύνοδο Οἰκουμενιστικὴ γιὰ «νὰ ἐπιπλήξει» ὅποιον ...δὲν ἀποτειχίζεται!!! Ἄν ὑπῆρχε
τέτοια Σύνοδος δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ ἀποτείχιση!
«Ἐπαινεῖται λοιπὸν ἡ ἀποτείχιση
καὶ δὲν ἐπιβάλλεται, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὰ μυστήρια εἶναι ἔγκυρα». Τότε ἐσεῖς
γιατί ἀποτειχιστήκατε καὶ μιλᾶτε γιὰ μαρτύριο, διωγμὸ καὶ ζητᾶτε ἐπαίνους καὶ ἀναγνώριση
τους ἀγῶνος σας; Αὐτὸ ποὺ λέτε θὰ ἦταν καλὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς θεωρίας σας, ἂν
δὲν μᾶς δίδασκαν οἱ Ἅγιοι γιὰ μολυσμὸ
κι ὅσα παραπάνω ἀναφέρθηκαν.
Συνεχίζει ὁ μ.
Σεραφείμ: «...Καὶ
βέβαια γίνεται διαχωρισμὸς μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ὀρθοδοξοῦν καὶ μνημονεύουν κι αὐτῶν
ποὺ εἶναι μὲ τὴν καρδιά τους μὲ τὴν αἵρεση. Λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι προτιμοῦμε
νὰ μὴν ἐκκλησιαζόμαστε μὲ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν... (ἅγιος Θ. Στουδίτης καὶ ἅγιος
Μάρκος Εὐγενικός) καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ τὸ πρᾶγμα σὲ καταδίκη τους...
Ὁ ἅγιος
Γαβριὴλ τῆς Γεωργίας λέει ἀκριβῶς γιὰ τὶς καταστάσεις τῶν ἐσχάτων χρόνων ὅτι οἱ
κληρικοὶ θὰ εἶναι αἱρετικοὶ οἱ περισσότεροι καὶ ὅτι θὰ
διδάσκουν διεστραμμένα. Καὶ λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ εἶναι ὀρθόδοξος ὀρθὰ πιστὸς καὶ
δὲν γνώριζε ὅτι ἐκεῖ ποὺ πάει νὰ μεταλάβει ὁ ἱερεὺς εἶναι αἰρετίζων, θὰ ἔχει ὠφέλεια
ἀπὸ τὰ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἱερέως, ποὺ δὲν
ἔχει καταδικαστεῖ. Αὐτὸ γιὰ τὴν πρώτη
φορά.
Καὶ
τώρα στὸ φλέγον καὶ πάρα πολὺ μεγάλο θέμα τῆς Οἰκονομίας καὶ τῆς Ἀκριβείας.
Ἡ Οἰκονομία τὴν ὁποία τηροῦμε αὐτὴ τὴν στιγμή, γιατί γίνεται; Γιὰ νὰ μὴν διακόψουμε τίς γέφυρες μὲ Ἐπισκόπους,
οἱ ὁποῖοι ἐνδεχομένως σὲ κάποια
στιγμὴ στὸ μέλλον πολὺ σύντομα, ἢ ἴσως
λίγο ἀργότερα, μέ το ρυθμὸ τῆς κατηφόρας ποὺ ἔχουν πάρει τὰ ἐκκλησιαστικὰ
πράγματα, θὰ ἀποφασίσουν νὰ κάνουν αὐτὸ
τὸ ὁποῖο εἶναι ἐκκλησιαστικὰ δέον, νὰ
διαχωρίσουν τὴν θέση τους καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι νὰ συγκροτηθοῦν
Συνοδικὰ καὶ νὰ ὀργανωθοῦν διοικητικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἔναντι πλέον μιᾶς αἱρετικῆς
διοικητικῆς καταστάσεως. Γιὰ νὰ διατηρηθοῦν αὐτὲς οἱ γέφυρες, πρέπει νὰ
διατηρηθεῖ ἡ Οἰκονομία.
Τὸ
κριτήριο γι' αὐτοὺς ποὺ τηροῦν τὴν Ἀκρίβεια εἶναι τὸ ἑξῆς: Ἄν στὸ μέλλον οἱ Ἐπίσκοποι
ποὺ τώρα δὲν ἀποτειχίζονται, αποτειχἱστοὺν καὶ συγκροτήσουν Σύνοδο Ὀρθόδοξη καὶ
ὀρθοτομήσουν, θὰ ἑνωθοῦν μὲ αὐτούς; Ἢ τὴν Ἀκρίβεια θὰ τὴν πᾶνε σὲ ἕνα ἄκρο καὶ
θὰ ποῦν: Ἄ, ἀργήσατε, τώρα δὲν σᾶς ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς».
Ἀλήθεια, ποιός Ἅγιος
δίδαξε αὐτὴ τὴν ἀντιπατερικὴ καὶ ἐξωφρενικὴ δικαιολογία-θεωρία; Ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς
θὰ διατηροῦμε κοινωνία μὲ αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι αὐτοὶ «ἐνδεχομένως σὲ κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον
ἴσως» θὰ ἀποφασίσουν «νὰ
διαχωρίσουν τὴν θέση τους καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι νὰ συγκροτηθοῦν Συνοδικά» ἐναντίον τῆς αἱρέσεως; Οὔτε ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ὅπως εἴδαμε, δίδαξε κάτι τέτοιο, οὔτε κανεὶς ἄλλος. Μὲ
αὐτὴ τὴν θεωρία ἀπέτρεψαν τὴν ἀποτείχιση
οἱ τῆς Γατζέας καὶ μιλοῦσαν (τὸ 2008) γιὰ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιοι Ἐπίσκοποι εὐσεβεῖς
θὰ αποτειχιστοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ «λέοντος» Ἐπισκόπου Σεραφεὶμ
Πειραιῶς, παρότι μὲ δημοσιεύματα εἶχε ἀποδειχθεῖ τὸ διπρόσωπο τοῦ ἀνδρός. Θὰ ἐπαναλάβω
πώς, ἂν οἱ πατέρες τῆς Γατζέας ἀκολουθοῦσαν τὴν πρακτικὴ τῶν Ἁγίων,
διακόπτοντες τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν, θὰ συσπειρώνατε τοὺς πιστοὺς καὶ θὰ ἀποτρεπόταν ἡ διεξαγωγὴ τῆς Κολυμπάριας
Συνόδου (ἴσως καὶ ἄλλων γεωπολιτικῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ αὐτὴ στὰ
Νεοταξικὰ σχέδια, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τοῖς ἀγωνιζομένοις).
Ἡ ἐλπίδα αὐτὴ λοιπόν,
νὰ μένουμε σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ νὰ περιμένουμε μήπως «ἐνδεχομένως σὲ κάποια στιγμὴ στὸ μέλλον ἴσως» θὰ ἀποφασίσουν
«νὰ διαχωρίσουν τὴν θέση τους καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι» εἶναι «βούτυρο στὸ ψωμὶ» τῶν Οἰκουμενιστῶν
ἀλλὰ καὶ ὅσων ἀντιοικουμενιστῶν διστάζουν ἢ φοβοῦνται τὶς συνέπειες τῆς ἀποτειχίσεως.
Καὶ κάτι σημαντικὸ ὅσον
ἀφορᾶ τὸ καθόλου ἀγαθὸ ἐπιχείρημα τοῦ μ. Σεραφείμ. Αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι, ὅταν
διακόψουν τὸ μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν, θὰ γίνουν φυσικὰ δεκτοὶ μὲ χαρὰ ἀπὸ τοὺς ἀποτειχισμένους, ὅπως γινόταν πάντα στὴν Ἐκκλησία.
Ἐξάλλου πόσοι ἀποτειχιστήκαμε ἐγκαίρως, ὥστε νὰ μὴν ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀποτείχιση ἀδελφῶν;
Ποιό ἄλλο σκοπὸ ἐξυπηρετοῦν λοιπὸν οἱ «γέφυρες», παρὰ νὰ ἀναστείλουν ἢ νὰ ἐπιβραδύνουν τὴν ἀποτείχιση; [Ἄν γνωρίζει
κάποιους «καθαροὺς» ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τοὺς νεοαποτειχισμένους, ἂς τοὺς ὀνοματίσει
γιὰ νὰ μὴν σπιλώνει ὅλους τοὺς ἀποτειχισμένους ..."πλὴν
Λακεδαιμονίων"!].
Ὁ μ. Σεραφεὶμ ἔχει
μελετήσει τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη. Νὰ τοῦ θυμίσουμε τὰ ἀντίθετα αὐτοῦ ποὺ
διδάσκει ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ θέμα στὴν ὑποσημείωση (2).
Τέλος, ἐνῶ
προηγουμένως προβάλλει τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου Γαβριὴλ τῆς Γεωργίας «ὅτι οἱ κληρικοὶ τῶν ἐσχάτων
χρόνων θὰ εἶναι αἱρετικοὶ οἱ περισσότεροι», ἐδῶ γιὰ νὰ στηρίξει τὴν θεωρία
του, λέγει τὸ ἀντίθετο:
«Λοιπόν,
κρατᾶμε τὶς γέφυρες ἢ ὄχι;... Κάποια στιγμὴ τὸ μεγάλο σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω κι ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μνημονεύουν αἱρετίζοντες, θὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους. Νὰ διατηρήσουμε τὶς
γέφυρες, παρακαλῶ, μὲ αὐτούς».
Τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων περὶ τῆς ἀποφυγῆς ἐκείνων ποὺ κακοδοξοῦν εἶναι σαφές. Ἡ νόσος καὶ ὁ μολυσμὸς τῆς αἱρέσεως δὲν κάνει διακρίσεις, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ μέχρι τὴν καταδίκη της περίοδο εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνη, ἐφ' ὅσον δὲν ἔχουν ἐπισήμως καταδικασθεῖ καὶ ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια οἱ αἱρετίζοντες. «Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος… παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε, "σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"» (Βίος ἁγίου Νικηφόρου Κων/πόλεως, ὑπὸ Ἰγνατίου, p. 166, l. 27 - p 167, l. 7).
‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒‒
(*) Δυὸ βασικὲς δικαιολογίες, νομίζω, θὰ μποροῦσαν
νὰ διατυπωθοῦν ἐδῶ:
Ἡ ἄγνοιά μας γιὰ τὸ θέμα (μεγάλη εὐθύνη γι' αὐτὸ ἔχουν
κυρίως οἱ Ποιμένες) καὶ ἡ συναίσθηση ὅτι ὁ σύνδεσμος μὲ τὶς «τοῦ κόσμου
πραγματεῖες», μᾶς δυσκολεύουν νὰ κακοπαθήσουμε γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ἀπομονωθοῦμε,
νὰ στερηθοῦμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ‒αὐτὲς ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἱερεῖς ποὺ κοινωνοῦν
μὲ Οἰκουμενιστές‒ ἡ συναίσθηση δηλαδὴ ὅτι δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι γι' αὐτὸ τὸ ἀγώνισμα.
Αὐτὸ ὅμως δὲν μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ
χαρακτηρίσουμε τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς πράξη δυνητική. Ὀφείλουμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἁγιοπατερικῆς
ἀποτείχισης καὶ τὴν δυσκολία ἐφαρμογῆς της. Αὐτὴ ἡ ταπεινὴ τοποθέτηση μᾶς κάνει
εἰλικρινεῖς ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Υποσημείωση (1):
Ὁ ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων το 2Τιμ. 2, 17 «Καὶ ὁ
λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει», γράφει: «Οἱ τῶν αἱρετικῶν λόγοι βλάπτουσι
καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον
μέρος τῆς εὐσεβείας, ὡσὰν ἡ γάγγραινα
καὶ εἶναι ἀδιόρθωτοι· γάγγραινα δὲ εἶναι ἕνα πάθος καὶ μία πληγή, ὅπου προξενεῖ
σαπήλαν εἰς τὸ σῶμα…, καὶ κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ σώματος». Καὶ «τῶν
αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνεται
μεγαλυτέρα πληγή… Διὰ τοῦτο πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ
πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς… ἀπωλεσθοῦν·
διὰ τοῦτο παραγγέλει ὁ Σολομών· “ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν”…, καὶ ὁ Δαβὶδ ὁ
πατήρ του, μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ δὲν ἐκάθισε μαζὶ μὲ τοὺς
λοιμούς· ”μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. α΄ 1)».
Ἡ Ἑβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) στὸν
δογματικὸ Ὅρο της, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: «Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ τοὺς ἐναγεῖς αἱρετικοὺς
τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινα ἐπινοεῖν ἢ ἀποβάλλεσθαι
τί ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ εὐαγγέλιον ἢ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν
ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπεινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἔν
τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι
τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ
κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάττομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχετε ἐπικοινωνία
καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιατὶ ὅσοι ἐσᾶς βλέπουν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ
συγκεντρώνεστε καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε ἄνετα μαζί τους, θὰ ἀποκομίσουν τὴν ἐντύπωση
ὅτι τοῦτο εἶναι ἀκίνδυνο καὶ θὰ κάνουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ
περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς ἀσεβείας: «τινές δέ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ’ αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ
τὸ αὐτό... Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ’ αὐτῶν
συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες
ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας
ἐμπεσοῦνται βόρβορον».
Καὶ παρακάτω γράφει: Γιὰ νὰ μὴ
συμβεῖ αὐτό, νὰ ἀποφεύγετε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ ὅσους φανερὰ
συμμερίζονται καὶ πιστεύουν τὰ ἀσεβῆ δόγματα τοῦ Ἀρείου, ἐκείνους δὲ ποὺ
νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν ἀποδεχτεῖ τὴν ἀρειανικὴ διδασκαλία, ἀλλ’ ὅμως ἐπικοινωνοῦν
μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν, ἀπ’ αὐτοὺς ἀρχικὰ να φυλάγεσθε. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐμεῖς
ποὺ ὀρθοφρονοῦμε, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, μὲ ἐκείνους,
τῶν ὁποίων τὸ φρόνημα ὡς κακόδοξο ἀπορρίπτουμε.
«Ἵν’ οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε …τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας
ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν
ἀσεβῶν φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός:
«Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς» γράφει, «ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου (τοῦ ἑνωτικοῦ
πατριάρχου) καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ
τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι
τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας» (Ν.
Βασιλειάδη, Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, σελ. 201).
Καὶ ἐν συνεχείᾳ: Ἐὰν λοιπόν,
κάποιος, ἀπὸ τὴν μία μεριὰ προσποιεῖται ὅτι ἀποδέχεται καὶ ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ
πίστη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἐπικοινωνεῖ φανερὰ μὲ τοὺς ἀρειανούς, αὐτὸν νὰ τὸν
προτρέψετε νὰ σταματήσει αὐτὴν τὴν διπλοπρόσωπη συνήθεια. Καὶ ἐὰν μὲν ἀκούσει τὴν
προτροπή σας καὶ τὸ ὑποσχεθεῖ, νὰ τὸν ἔχετε σὰν ἀδελφό· ἐὰν ὅμως, ἐπιμένει σ’ αὐτὴ τὴν ἀσεβῆ
συμπεριφορά του, καὶ μὲ ἐριστικότητα ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπὲρ τῶν θέσεών του, ἀφῆστε
τον καὶ ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ’ αὐτόν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συμπεριφερόμενοι, ἐσεῖς
μὲν θὰ διατηρήσετε καθαρὴ τὴν πιστή, καὶ ἐκεῖνοι, βλέποντας τὴν στάση σας θὰ ὠφεληθούν,
γιατὶ θὰ φοβηθοῦν μήπως θεωρηθοῦν ὡς ἀσεβεῖς καὶ ὡς ἔχοντες τὰ αὐτὰ φρονήματα μὲ
τοὺς αἱρετικούς: «Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν,
φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας·
καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ,
τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστιν διατηρήσετε·
κακεῖνοι βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄρα ὡς ἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων
φρονοῦντες νομισθῶσιν».
Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος: «Μὴ συμφιλιάζῃς
αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ
Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι·
δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ
τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως).
Οἱ αἱρετικοὶ «γράφουσιν…, πρὸς
ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵνα…ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν
νομὴν πανταχοῦ» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ
Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν). «Οἷς τὸ μνημόσυνον καὶ ἡ κοινωνία ἀπωλείας πρόξενα, τούτοις
ἡ παῦσις καὶ ἡ διάστασις γίνεται σωτηρίας ὑπόθεσις». (Ἰωσὴφ Βρυέννιος)
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, μᾶς διδάσκει τό ἴδιο: Εἶναι «ἑνωμένος μὲ τὸν Θεόν» ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπό ὅσους
κοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ὁ κανονικός τότε
πατριάρχης Καλέκας (ὅπως ὁ Βαρθολομαῖος σήμερα), ἐπειδή διαστρέφει τὸν Τόμον τῆς
Ἐκκλησίας «εἶναι ἀποκεκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρον τὸ πλήρωμα τῶν ὀρθοδόξων». Διὰ τοῦτο «εἶναι
ἀδύνατον νὰ εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν εὐσεβῶν ὁ μὴ ἀποχωρισμένος ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὅποιος
διὰ τοὺς λόγους τούτους εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ αὐτὸν ἀνήκει πράγματι εἰς τὸν
κατάλογον τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸν κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστιν»
(Χρήστου Π., Γρ. Παλαμᾶ, Ἔργα 3, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 693).
Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει, πὼς πράγματι, ἡ μεγαλύτερη
βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν
κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς
σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ
κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους
ἅπαξ δι’ αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις
κʹ).
Ἀλλά καί στήν «Ἐπιστολή
ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον» διαβάζουμε: «πλὴν ὅτι μολυσμὸν
ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”. καὶ
ὁ Θεὸς τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· “ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά
μου”· πῶς; ὅτι βεβήλοις καὶ ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα
κοινά (Ἰεζεκιήλ 22,26)».
«Ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία
προστατεύει ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλλοτριότητα». (Ἁγίου Νεκτάριου Αἰγίνης, Περὶ σχέσεως
μὲ αἱρετικοὺς, ἔκδ. Παναγόπουλος)
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἶναι διαφωτιστικὸς ὡς
πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς
κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι’ ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς
συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος
ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους
συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ
βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου,
ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς
νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές
εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν
ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας
μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι»
(Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C).
«Διττὸς ἐν ἡμῖν ὁ μολυσμός, ὦ
Παλλάδιε, σαρκός τε καὶ πνεύματος. Καὶ κατασπιλοῖ μὲν τὴν σάρκα τὰ ταύτης ἔκτοπά
τε καὶ ἀνόσια πάθη, ψυχήν τε καὶ νοῦν· μάλιστα μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἡ ἐξ ὀρθότητος
τῆς δογματικῆς ἐπὶ τὰ χείρω παραφορά, καὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἡ παραφθορά· καὶ
προσέτι δὲ δόλοι καὶ ἀπάται, ψευδορκίαι, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις, ἔριδες, ζῆλοι…
καὶ ἰσομοιροῦσαν ἔχει τὴν ἐπὶ φαυλότητα καταβοήν» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ
τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀλήθεια Προσκυνήσεως καὶ Λατρείας, Λόγος Πεντεκαιδέκατος,
V. 68, p. 989, l. 37-46
«Οἱ μὲν αἱρετικοὶ τέλεον περὶ
τὴν πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεμποτίσθηκαν, ὅμως τῇ
κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99,
1116A)
Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»: «Διὰ τοῦτο
παρακαλοῦμεν …νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ
γνωρίζετε ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»
(Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).
Περισσότερα ἐδῶ:
Υποσημείωση (2)
«Διά τί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν
ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά Θεῷ ἐπίσκοπος;
καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. Ἤ διά τί προκειμένης τῆς
αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ
χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει
διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές· οὐχ οἷόν
τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς Θεοῦ. (P.G.99,1056/57)
«Ταῦτα οὖν
σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα
ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν
αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙
ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν
αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως...
Ἐπεί δέ
ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί
τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή
κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων
ἤ ὁμοφρονούντων αὑτῇ...
Ἐχθρούς γάρ
θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις
κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο... ἔφης δέ μοι
ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην. καὶ τί περὶ
τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρὸν οὐ καθορῶ, πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ
μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». (ΛΘ Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ P.G. 99,
1048D).
«Εἰ δὲ διακρίνεται αὖ πάλιν δι' αἵρεσιν, τοῦτο
ἀναγκαῖον τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ
τὸν βίον ἀλλοτριοῖ θεοῦ καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ.
Διά τί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει
τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά Θεῷ ἐπίσκοπος; (P.G.
99, 1056D).