Μία, ἀγαπητοί μου, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κακίες ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀχαριστία. Ἀντιθέτως μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, νὰ αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου ὑποχρεωμένο νὰ πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ στοὺς εὐεργέτες σου. Εὐγνωμοσύνη ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει στὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, στὴ μάνα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, στὸ δάσκαλο ποὺ τὸν δίδαξε, στὸν ἱερέα ποὺ τὸν εὐλογεῖ, σὲ κάθε εὐεργέτη του.
Ἀλλὰ τί εἶναι οἱ εὐεργέτες αὐτοί; Μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Ἕνας εἶναι ὁ μέγας εὐεργέτης –ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· καὶ αὐτὸς ὁ μέγας εὐεργέτης εἶναι ὁ Θεός, ὁ Κύριος τοῦ παντός. Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, εἶναι ἀμέτρητες. Ἂν μπορεῖς νὰ μέτρησης τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ μετρήσης καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς. Εὐεργεσίες τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα· τὸ χειμώνα, τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, τὸ φθινόπωρο…
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ πάει νὰ κολυμπάει μέσα στὴν ἀχανὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται εἶναι μέσα στὸ πέλαγος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Κάθε στιγμὴ ἡ καρδιά σας δὲν κάνει τὶκ-τάκ; Γιὰ σκεφτεῖτε, ἐκεῖ ποὺ κάθεστε, νὰ σταματήσει; Γιὰ αὐτὸ κάθε σφυγμὸς ἂς εἶναι κ’ ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α’ Θεσ. 5,18) νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό.
Μία ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ ὅτι πηγαίνουμε στὸ ναό. Διότι ὁ ναὸς εἶναι τόπος Ἱερός· εἶναι οὐρανός, παράδεισος, κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ πιστεύεις; Ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν τὸ πιστεύεις; Κάθισε στὸ σπίτι σου. Μὲ πίστη νὰ πηγαίνεις στὸ ναὸ· τότε ὁ ναὸς λαμβάνει ἄπειρες διαστάσεις. Τί γίνεται ἐκεῖ; Μᾶς δέχεται. Ποιὸς μᾶς δέχεται; Ὁ ἄλφα, ὁ βῆτα, ὁ γάμα; Καὶ τί εἶναι καὶ ὁ ὑπουργός, καὶ ὁ πρωθυπουργός, καὶ ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας; Πελώρια μηδενικὰ μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα. Μᾶς δέχεται σὲ ἀκρόαση ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τὰ αὐτιὰ του ἀνοιχτὰ ν’ ἀκούσει τὶς δεήσεις μας. Ἐκεῖ δέχεται ἀκροάσεις, ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἱερᾶς συνεντεύξεως. Ἐκεῖ παρακαλοῦμε τὸν οὐράνιο Πατέρα νὰ μᾶς δώσει – τί; Προσέξατε – τὴ θεία λειτουργία. Ὅπως τὸ παιδὶ παρακαλεῖ τὸν πατέρα, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Τί ζητοῦμε; Εἴκοσι αἰτήματα ἔχει ἡ Θεία Λειτουργία, τὸ ἕνα σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦμε μόλις ἀρχίζει ἡ θεία λειτουργία· «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης»· «Πατέρα, δός μας τὴν εἰρήνη». Δὲν περιμένουμε οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οὔτε ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπ\’ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν περὶ εἰρήνης ἀλλ’ ἑτοιμάζουν πόλεμο. Ὑποκριταὶ μόνο στὴν Ἐκκλησία τὸ αἴτημα εἶναι ἁγνό. Καὶ τόσο ἐπίκαιρο. Ἂν γίνει τώρα πόλεμος, θὰ γίνει μὲ πυρηνικὲς βόμβες. «Δῶσε τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, Κύριε».
«Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν «εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν»· «Κύριε, φύλαγε τὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες σου, νὰ στέκουν σταθερά, νὰ μὴν ἔρθουν βάρβαροι καὶ ἄθεοι νὰ τὶς κλονίσουν. Κράτησε τὴν Ἐκκλησία σου, Χριστέ, ἀσάλευτη μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων».
Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν ἑνότητα. Ὁ κόσμος εἶναι χίλια κομμάτια- οἱ λαοὶ χωρισμένοι παλεύουν σὰ λιοντάρια μεταξύ τους ἰδεολογικῶς.
Τί ἄλλο ζητοῦμε. «Ἐνίσχυσε, Κύριε, τὸ στρατό μας ποὺ φυλάει τὰ σύνορα».
Τί ἄλλο ζητοῦμε; Θυμούμεθα τὸν κόσμο ὅλο στὴν ἐκκλησία. «Κύριε, προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀρρώστους ποὺ βογκᾶνε στὰ κρεβάτια, τοὺς ναῦτες ποὺ ταξιδεύουν καὶ κινδυνεύουν μέσ’ στὸν ὠκεανό. Κύριε, δὲς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς δούλους…». Κανένα δὲν ἀφήνει ἡ Ἐκκλησία μας σὰν μάνα, ποὺ θυμᾶται ὅλα τὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ αὐτὴ θυμᾶται ὅλους καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Σὲ κάθε δέηση ποὺ ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, Τί ἀπαντοῦν οἱ ψάλτες ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ; «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης· πρέπει νὰ τὸ λέει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. «Κύριε, ἐλέησον», σῶσε μας, δὸς μας αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη σὰν πατέρας ποὺ εἶσαι. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ σύντομη προσευχή. Δύο λέξεις εἶναι, ἀλλὰ τί δύναμη ἔχουν, ὅταν λέγονται ὅπως πρέπει, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ ἀφοσίωση!
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ εἶπε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔκανε θαῦμα. Ποιὰ ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή; Ἦταν μία Χαναναία. Χαναναία δὲν εἶναι ἕνα γυναικεῖο ὄνομα· εἶναι ὄνομα ποὺ δηλώνει τὴν καταγωγὴ της (ὅπως λέμε Ἀθηναία, ἔτσι καὶ Χαναναία)· ἡ πατρίδα της ἦταν στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ κοντά, αὐτὴ ἔτρεξε καὶ τοῦ φώναζε· «ἐλέησόν με, Κύριε» (Ματθ. 15,22). Τί ἤθελε; Εἶχε ἕνα κορίτσι δυστυχισμένο, ποὺ τὸ σπάρασσε τὸ δαιμόνιο· ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, φοβερὸ θέαμα. Κανένας μάγος, κανένας γιατρὸς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσει. Ἀπελπισμένη, ἔρχεται στὴν Ἐλπίδα καὶ λέει «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ ὅταν ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ φαίνεται νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται. Αὐτὴ δὲν ἀπελπίζεται. Τρέχει ἀπὸ πίσω, φωνάζει δυνατώτερα «Κύριε, ἐλέησον». Ἐπεμβαίνουν οἱ μαθηταὶ
—Μά, Κύριε, δὲν ἀκοῦς; δὲν τὴ λυπᾶσαι, δὲν τὴν σπλαχνίζεσαι;…
Εἶχε τὸ σκοπὸ του ὁ Χριστός.
—Ἐγώ, λέει, τὸ ψωμὶ τὸ \’χω γιὰ τὰ παιδιά μου, ὄχι γιὰ τὰ σκυλιά.
Τί ἐννοοῦσε· τὰ θαύματα τὰ κάνω στὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ, ὄχι στοὺς ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες (δὲν ἦρθε ἀκόμα ὁ καιρὸς γι\’ αὐτούς). Μία ὕβρις ἦταν αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· τὴν εἶπε σκυλί. Ἀλλ\’ αὐτὴ δὲ θύμωσε, δὲν ἔφυγε. Πῆρε τὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε ὅπλο της.
— Ναί, λέει, Κύριε, παραδέχομαι ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι παιδί σου, εἶμαι ἕνα σκυλάκι στὴν αὐλή σου. Καὶ τὸ σκυλάκι ὅμως κάθεται κάτω ἀπ\’ τὸ τραπέζι. Τρώει τὸ ἀφεντικὸ φαγητό, κι αὐτὸ περιμένει νὰ φάει ἀπ’ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν. Ἕνα ψίχουλο, Κύριε, θέλω· δὲ ζητῶ τὸ ψωμί σου ὁλόκληρο…
Τί μεγάλα λόγια αὐτά! Ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἄπειρο δύναμη τοῦ Χριστοῦ ζήτησε. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε αὐτὴ τὴν πίστη, αὐτὴ τὴν ταπείνωση, αὐτὴ τὴν ἐπίμονο προσευχή, τῆς εἶπε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις…».
Ἂς διδαχθοῦμε, ἀγαπητοί μου, κ’ ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ψέμα· ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ζωντανή, ὁλοζώντανη. Μπορεῖ νὰ \’ναι ψέμα τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ γῆ, τὰ πάντα· ἕνα δὲν εἶναι ψέμμα· Ὁ Κύριός μας. Νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν κ\’ ἐμεῖς τὴ Χαναναία. Ἂς γονατίζουμε καὶ ἂς προσευχώμεθα λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λέγανε οἱ ἅγιοι καὶ ἔκαναν θαύματα. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ λέγανε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ γονατιστοὶ καὶ μὲ δάκρυα. Στὴ Ρωσία ὁ πιστὸς λαὸς τὸ λέει καὶ βουίζει ἡ ἐκκλησία. Στὸ Ἅγιο Ὄρος κρατοῦν κομποσχοίνι ὅλη νύχτα· κάθε κόμπος κ’ ἕνα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἐμεῖς; Τυπικῶς παρόντες στὴν ἐκκλησία τῷ σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι χωρὶς συναίσθηση, χωρὶς ρίγος.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ μικρὰ προσευχή. Μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ κ’ ἕνας ἀγράμματος, μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ καὶ τὸ μικρὸ παιδί, καὶ τὸ νήπιο, κι ὁ ἀσπρομάλλης γέρος. Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ συνιστῶ κ’ ἐγὼ σ’ ἐσᾶς. Δὲν κάνεις μεγάλες προσευχές, δὲν εἶσαι διαρκῶς στὴν ἐκκλησία; Λέγε, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Κάθεσαι νὰ φᾶς, «Κύριε, ἐλέησον». Βράδιασε, «Κύριε, ἐλέησον». Ξημέρωσε, «Κύριε, ἐλέησον». Πᾶς στὴ δουλειά, «Κύριε, ἐλέησον». Σκάβεις τὴ γῆ, «Κύριε, ἐλέησον». Βόσκεις τὰ ζῶα, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἐργάτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἀξιωματικός, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι στρατιώτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἁμαρτωλός, «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα. Αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε θὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός, γιατί εἶναι πατέρας. Λέει ὁ Χριστός· «Ποιὸς πατέρας ζητεῖ τὸ παιδὶ του ψωμί, καὶ τοῦ δίνει πέτρα; ἢ ζητεῖ ψάρι, καὶ τοῦ δίνει φίδι;» (Ματθ. 7,9-10, Λουκ. 11,11). Ἂν ὁ ἐπίγειος πατέρας ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παιδιά του, πολὺ περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν…». Θὰ μᾶς τὰ δώσει αὐτὰ ὁ Θεός, ἐὰν πιστεύουμε πραγματικά, ἐὰν εἴμεθα Χριστιανοὶ· ἀμήν.