Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου, Λουκ. ιδ΄15—24

Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ’ ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.

Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι’ ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!

Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.

«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.

Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.

Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.

Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.

Α\’. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.

Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !

Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ\’ ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι\’ ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.

Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!

Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!

Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!

Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.

Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.

Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.

Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ\’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.

Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.

Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.

Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α’ εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!

Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.