Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΕΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ!


         Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΑΣ ΩΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΕΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΩΝ

[Υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ. 6,14-15]

 […] Έπειτα, όπως είπα παραπάνω, θέλοντας ο Κύριος να δείξει ότι περισσότερο από όλα τα πάθη αποστρέφεται και μισεί τη μνησικακία και πιο πολύ από όλα επιδοκιμάζει την αρετή της συγχωρητικότητας που είναι αντίθετη στην κακία αυτή, και αμέσως μετά την παράδοση της Κυριακής προσευχής, υπενθύμισε πάλι το κατόρθωμα αυτό, οδηγώντας τον ακροατή στην τήρηση της εντολής αυτής και μέσω της επικείμενης τιμωρίας από την παράβασή της και μέσω της καθορισμένης αμοιβής από την υπακοή σε αυτήν. 

«Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν (:πρέπει λοιπόν να έχετε υπόψη σας ότι, αν και εσείς συγχωρείτε με όλη σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαμαν σε σας οι άλλοι)», λέγει, «ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος (:και ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας αμαρτήματα)· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν (:εάν όμως δεν δώσετε συγχώρηση στους ανθρώπους για τα αμαρτήματά τους απέναντι σε σας, τότε ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τις δικές σας αμαρτίες προς Αυτόν)» [Ματθ. 6,14-15].
Για τον λόγο αυτόν πάλι ανέφερε τους ουρανούς και τον Πατέρα, ώστε και με αυτά να συγκρατήσει τον ακροατή, εάν επρόκειτο, μολονότι κατάγεται από τέτοιον Πατέρα, να μεταβληθεί σε θηρίο και, παρά την κλήση του στον ουρανό, να έχει φρόνημα γήινο, βιοτικό και υλιστικό˙διότι δεν πρέπει βέβαια να γίνουμε παιδιά Του δια της χάριτος μόνο, αλλά και με τις πράξεις μας. Και τίποτε δεν μας εξομοιώνει τόσο με τον Θεό, όσο το να παρέχουμε την συγνώμη μας στους πονηρούς και σε όσους μας αδικούν· όπως ακριβώς λίγο πρωτύτερα είχε διδάξει, όταν έλεγε ότι «ο ήλιος ανατέλλει καθημερινά και για τους πονηρούς και τους αγαθούς» [Ματθ. 5,45: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να εύχεστε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεστε για χάρη εκείνων που σας μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι όταν ο διωγμός τους αυτός σάς γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς˙ διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»].
Για τον λόγο αυτόν και σε κάθε αίτημα της προσευχής μας μάς προτρέπει να προσευχόμαστε από κοινού για όλους τους συνανθρώπους μας λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν» και «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·» και «δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον» και «ἂφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν» και «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» και «ῥῦσαι ἡμᾶς». Παντού μας παροτρύνει να χρησιμοποιούμε πάντοτε τον πληθυντικό αριθμό, για να μην έχουμε εναντίον του αδελφού μας ούτε ίχνος οργής. Για πόση λοιπόν τιμωρία θα ήταν άξιοι, όσοι έπειτα από όλα αυτά, όχι μόνο δεν συγχωρούν οι ίδιοι τους συνανθρώπους τους, αλλά επικαλούνται και τον Θεό να τους βοηθήσει να εκδικηθούν τους εχθρούς τους και εκτελούν με διαμετρικά αντίθετο τρόπο τον νόμο αυτό και μάλιστα τη στιγμή που ο Θεός κάνει το παν και χρησιμοποιεί κάθε μέσο, ώστε να μην ερχόμαστε σε συγκρούσεις μεταξύ μας;
Επειδή, δηλαδή, ρίζα όλων των αγαθών είναι η αγάπη, αφανίζοντας όλα όσα την φθείρουν, από κάθε πλευρά μάς συνενώνει μεταξύ μας και μας συνδέει τον ένα με τους άλλους˙ διότι δεν υπάρχει κανένας, πραγματικά δεν υπάρχει κανένας, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα, ούτε φίλος, ούτε οποιοσδήποτε άλλος που να μας έχει αγαπήσει τόσο, όσο μας αγάπησε ο Θεός που μας δημιούργησε. Και η αγάπη αυτή αποδεικνύεται πάρα πολύ ξεκάθαρα και από τις καθημερινές ευεργεσίες Του, και από τις εντολές που μας δίδει. Αν τώρα μου αναφέρεις τις λύπες και τις οδύνες και τα δεινά της ζωής, σκέψου σε πόσα γίνεσαι αντίθετος στο θέλημά Του καθημερινά και δεν θα απορήσεις πλέον αν σε βρουν περισσότερα από αυτά δεινά· πιο πολύ θα απορήσεις και θα καταπλαγείς αν δοκιμάσεις και κάποιο καλό. Τώρα όμως στην περίπτωση των συμφορών βλέπουμε αυτές που θα μας βρουν μελλοντικά, δεν αντιλαμβανόμαστε όμως τις καθημερινές παραβάσεις του θελήματος του Θεού και για τον λόγο αυτό αγωνιούμε και ταρασσόμαστε. Μιας ημέρας τα αμαρτήματα αν τα υπολογίζαμε λεπτομερώς και με ακρίβεια, τότε θα καταλαβαίναμε καλά για πόσα δεινά θα ήμασταν υπεύθυνοι.
Και αφού παραλείψω τα άλλα, δηλαδή τα ιδιαίτερα πλημμελήματα του καθενός, ας αναφέρω ενδεικτικά αυτά που γίνονται σήμερα εδώ στην εκκλησία που είμαστε συγκεντρωμένοι, αν και βέβαια δεν γνωρίζω σε ποιο συγκεκριμένο αμάρτημα έπεσε ο καθένας από μας. Είναι όμως τόσο μεγάλη η αφθονία των πλημμελημάτων μας, ώστε και εκείνος ακόμη που δεν τα γνωρίζει όλα με ακρίβεια, να μπορεί να αναφέρει μερικά από αυτά. Ποιος λοιπόν από σας δεν έδειξε ραθυμία κατά την προσευχή; Ποιος δεν απογοητεύθηκε; Ποιος δεν έδειξε κενοδοξία, ποιος δεν κακολόγησε τον αδελφό του, ούτε και δέχθηκε πονηρή επιθυμία; Ποιος δεν απηύθυνε ακόλαστα βλέμματα, δεν θυμήθηκε με μίσος και οργή τον εχθρό του και δεν έκανε την καρδιά του να φουσκώνει από εγωισμό;
Αν λοιπόν τώρα που βρισκόμαστε συγκεντρωμένοι στην εκκλησία, και εντός ολίγου διαστήματος γίναμε υπεύθυνοι για τόσα σφάλματα, τι θα γίνουμε όταν βγούμε από εδώ; Αν μέσα στο λιμάνι μας χτυπούν τόσο μεγάλα κύματα, όταν ανοιχτούμε στο πέλαγος των δεινών, δηλαδή την αγορά, τα πολιτικά πράγματα και τις οικογενειακές μέριμνες, θα μπορέσουμε τάχα τότε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας; Αλλά όμως για την απαλλαγή από τόσο πολλά και μεγάλα αμαρτήματα μάς έδωσε ο Θεός σύντομο και εύκολο δρόμο που δεν προκαλεί κανένα κόπο. Τι κόπος απαιτείται να συγχωρήσεις αυτόν που σε λύπησε; Αποτελεί κόπο το να μη συγχωρήσεις, αλλά να διατηρείς την έχθρα σου, ενώ το να απαλλαγείς από τον θυμό και πολλή άνεση σου προξενεί και για όποιον θέλει είναι πολύ εύκολο.
Πραγματικά δεν χρειάζεται να περάσεις πέλαγος, ούτε να κάνεις μακρινό ταξίδι, ούτε να διαβείς κορυφές βουνών, να δαπανήσεις χρήματα ή να ταλαιπωρήσεις το σώμα σου· φτάνει να θελήσεις και όλα τα αμαρτήματά σου έχουν διαγραφεί. Αν όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς ο ίδιος τον αδερφό σου, αλλά και στον Θεό προσεύχεσαι εναντίον του, ποια ελπίδα σωτηρίας έχεις, όταν την ώρα που προσπαθείς να προσελκύσεις το έλεος του Θεού και Τον παρακαλείς, την ίδια στιγμή Τον εξοργίζεις, παίρνοντας από τη μία πλευρά την όψη ικέτη, και από την άλλη βγάζοντας φωνές θηρίου ή εξακοντίζοντας εναντίον του εαυτού σου τα βέλη του Πονηρού; Για τον λόγο αυτό και ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στην προσευχή, τίποτε δε ζήτησε με τόση επιμονή, όσο τη φύλαξη της εντολής αυτής. «Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ (:θέλω, λοιπόν, να προσεύχονται οι άντρες σε κάθε τόπο, υψώνοντας προς τον ουρανό ευλαβικά χέρια, καθαρά από κάθε μολυσμό, ελεύθεροι από οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας)» [Α΄Τιμ. 2,8].
 Αν λοιπόν όταν έχεις ανάγκη το έλεος του Θεού, μήτε και τότε δεν αφήνεις την οργή σου, αλλά και πολύ μάλιστα την κρατείς μέσα σου, αν και γνωρίζεις ότι ωθείς το ξίφος προς τον εαυτό σου, πότε θα κατορθώσεις να γίνεις φιλάνθρωπος και να αποβάλεις το θανάσιμο δηλητήριο της κακίας αυτής;
 Αν όμως δεν έχεις ακόμη αντιληφθεί το μέγεθος αυτού του ατοπήματος, συλλογίσου ότι αυτό συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων και τότε θα διαπιστώσεις το μέγεθος της ύβρεως. Εάν δηλαδή ερχόταν κάποιος σε σένα που είσαι άνθρωπος και σε παρακαλούσε να τον ελεήσεις, στη συνέχεια όμως και ενώ είχε πέσει ο ίδιος ικέτης προς εσένα στη γη, έβλεπε έναν εχθρό του και αφήνοντας την παράκλησή του προς εσένα, άρχιζε να κτυπά εκείνον, άραγε δεν θα  αισθανόσουνα περισσότερο οργή εναντίον του, παρά έλεος; Το ίδιο σκέψου ότι συμβαίνει και με τον Θεό˙ διότι και εσύ, ενώ ικετεύεις τον Θεό, διακόπτοντας στο μεταξύ την ικεσία σου, κτυπάς με τα λόγια σου τον εχθρό σου και υβρίζεις τους νόμους του Θεού, επικαλούμενος Αυτόν που νομοθέτησε να αφήνουμε κάθε οργή εναντίον εκείνων που μας λύπησαν και αξιώνοντας να ενεργήσει αντίθετα προς τις δικές Του τις εντολές. Δεν είναι επαρκής λόγος για να τιμωρηθείς, που εσύ παραβαίνεις τον νόμο του Θεού, αλλά παρακαλείς και Αυτόν να κάνει το ίδιο;
Μήπως τάχα λησμόνησε όσα μας παρήγγειλε; Μήπως τάχα είναι άνθρωπος Αυτός που μας τα είπε αυτά; Είναι ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα και θέλει να φυλάσσονται με κάθε ακρίβεια οι νόμοι Του, και τόσο απέχει από το να υλοποιεί αυτά που εσύ αξιώνεις, ώστε και εσένα που τα λέγεις αυτά σε αποστρέφεται και σε μισεί, μόνο διότι τα λέγεις αυτά παρακαλώντας ενάντια στον αδελφό σου και απαιτεί να υποστείς τη μέγιστη τιμωρία. Με ποια λογική λοιπόν έχεις την αξίωση να λάβεις από τον Θεό εκείνα τα οποία Αυτός εντέλλεται να  αποφεύγεις με κάθε προσοχή;
 Αλλά όμως υπάρχουν μερικοί που παραλογίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε όχι μόνο εύχονται ενάντια στους εχθρούς τους, αλλά και τα παιδιά των εχθρών τους καταριούνται, και  εύχονται, αν ήταν δυνατόν, να γευτούν ακόμα και τις σάρκες τους ή μάλλον τις γεύονται κιόλας. Μη μου το πεις αυτό, ότι δεν έμπηξες τα δόντιά σου στο σώμα εκείνου που σε έχει λυπήσει. Έκαμες κάτι πολύ χειρότερο από ό,τι μπορούσες, διατυπώνοντας την αξίωση να πέσει πάνω του η οργή από τον ουρανό, να παραδοθεί σε αιώνια τιμωρία και να καταστραφεί με όλη την οικογένειά του. Δεν είναι αυτά λοιπόν χειρότερα από όλα τα δαγκώματα; Δεν είναι οδυνηρότερα από όλα τα βέλη;  Δεν σου δίδαξε αυτά ο Χριστός. Δεν σου όρισε να ματώνεις το στόμα σου με αυτόν τον τρόπο. Οι γλώσσες αυτές, που λένε τέτοια πράγματα, είναι χειρότερες από τα στόματα εκείνα που είναι ματωμένα από ανθρώπινες σάρκες. 
Πώς λοιπόν θα ασπασθείς τον αδελφό σου; Πώς θα προσέλθεις στη Θυσία; Πώς θα γευθείς το Τίμιο Αίμα του Δεσπότου κατά τη Θεία Κοινωνία, έχοντας τόσο δηλητήριο μέσα στην ψυχή σου; Όταν προσεύχεσαι και λέγεις «σύντριψέ τον και το σπίτι του γκρέμισέ το, κατάστρεψέ του τα πάντα» και εύχεσαι να τον βρει κάθε είδος καταστροφής, τότε δε διαφέρεις σε τίποτε από ένα φονιά ή μάλλον από ένα σαρκοφάγο θηρίο.
Ας σταματήσουμε λοιπόν την νόσο και την μανία αυτήν και ας δείξουμε σε όσους μας λύπησαν την αγάπη που όρισε ο Κύριος, για να γίνουμε όμοιοι με τον  Πατέρα μας τον ουράνιο. Και θα σταματήσουμε τα πάθη αυτά, αν φέρουμε στον νου μας τα δικά μας αμαρτήματα, αν εξετάσουμε με ακρίβεια όλα τα παραπτώματα που έχουμε διαπράξει, είτε μέσα στο σπίτι μας, είτε έξω, είτε στην αγορά, είτε στην εκκλησία.
Πραγματικά, εάν για τίποτε άλλο, τουλάχιστο για την αδιαφορία που επιδεικνύουμε εδώ στην εκκλησία, μας αξίζει να υποστούμε την βαρύτερη τιμωρία. Ενώ δηλαδή ψάλλουν οι προφήτες, υμνούν οι απόστολοι, ομιλεί ο Θεός, ο νους μας περιπλανιέται έξω από την εκκλησία και μεταφέρουμε μέσα σε αυτήν τον θόρυβο των βιοτικών φροντίδων. Και δεν προσφέρουμε στους νόμους του Θεού ούτε τόση ησυχία, όση σιγή κρατούν στις βασιλικές ανακοινώσεις οι θεατές μέσα στο θέατρο˙ διότι εκεί όταν διαβάζονται τα διατάγματα αυτά και οι ύπατοι και οι διοικητές και η βουλή και ο δήμος στέκονται όλοι ορθοί και ακούνε με ησυχία όσα λέγονται. Και αν στη μέση της βαθύτατης ησυχίας αυτής, εισέλθει απότομα κάποιος και μιλήσει δυνατά, δέχεται την βαρύτερη τιμωρία, διότι έχει φερθεί προσβλητικά στον βασιλέα. Εδώ, όμως, ενώ διαβάζονται ουράνια διατάγματα, επικρατεί μεγάλος θόρυβος από παντού, μολονότι και ο Αποστολέας των γραφών αυτών είναι πολύ ανώτερος από τούτον τον επίγειο βασιλέα και το «θέατρο» είναι πιο σεβαστό, διότι δεν αποτελείται μόνο από ανθρώπους, αλλά και από αγγέλους. Επίσης τα επινίκια αυτά που μας ευαγγελίζονται οι γραφές του Θεού, είναι πολύ φρικωδέστερα από τα επίγεια. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς, δεν προτρεπόμαστε να επευφημούμε οι άνθρωποι μόνο, αλλά  και οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι και τα τάγματα του ουρανού και όλοι οι κάτοικοι της γης: «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ (:δοξολογείτε τον Κύριο όλα τα δημιουργήματά Του)», λέγει ο ψαλμωδός Δαβίδ [Ψαλμ. 102,22].
Διότι δεν είναι μικρά όσα επιτυγχάνονται, αλλά ξεπερνούν κάθε λογική και νου και ανθρώπινη σκέψη. Και αυτά τα αναγγέλλουν καθημερινά οι προφήτες, διακηρύσσοντας διαφορετικά ο καθένας την λαμπρή αυτή νίκη. Ο ένας λέγει: «ἀνέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις (:Ύψιστε Κύριε, ανέβηκες στη Σιών. Ανέβηκες στα ανώτατα ύψη του ουρανού, αφού διεξήγαγες θρίαμβο τη γη, συνέλαβες αιχμαλώτους, δέχθηκες προσφορές από τους ανθρώπους)» [Ψαλμ. 67,19] και «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ(:Αυτός είναι ο Θεός, ο κραταιός και δυνατός, ο Κύριος ο πανίσχυρος στους πολέμους [Ψαλμ. 23,8]. Άλλος προφήτης λέγει: «τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα(:από τους ισχυρούς θα πάρει και θα διαμοιράσει λάφυρα)» [Ησ. 53,12]˙ διότι για τον λόγο αυτόν εξάλλου ήλθε, για να κηρύξει στους αιχμαλώτους την απελευθέρωση και στους τυφλούς την ανάβλεψη. Και ψάλλοντας θριαμβευτικά τον επινίκιο ύμνο κατά του θανάτου, έλεγε: «ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; (:Πού είναι, θάνατε, το φαρμακερό κεντρί σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου;)» [Α΄Κορ. 15,55].
Και άλλος πάλι προφήτης ευαγγελιζόμενος την απόλυτη ειρήνη έλεγε: «καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα (:Και έτσι οι τότε εχθροί και πολέμιοι μεταξύ τους θα μετατρέψουν τα φονικά μαχαίρια τους σε αλέτρια και τα πολεμικά δόρατά τους σε δρεπάνια)» [Ησ. 2,4]. Ένας άλλος προφήτης καλεί την Ιερουσαλήμ, λέγοντας: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον (:Χαίρε λοιπόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σε σένα δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρας, πράος, καθισμένος επάνω σε ένα υποζύγιο, σε ένα νεαρό πουλάρι)» [Ζαχ. 9,9].
Άλλος, επίσης, προφήτης εξαγγέλλει και την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, λέγοντας τα εξής: «ἥξει Κύριος, ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε καὶ τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν εἰσόδου αὐτοῦ; (:θα έλθει ο Κύριος, τον οποίον Κύριο εσείς ζητείτε. Ποιος όμως θα μπορέσει, να αντέξει κατά την ημέρα εκείνην της ελεύσεώς Του;)»· και: «σκιρτήσετε ὡς μοσχάρια ἐκ δεσμῶν ἀνειμένα (:θα σκιρτήσετε από χαρά ωσάν τα μοσχάρια, τα οποία αφέθηκαν ελεύθερα από τα δεσμά τους [Μαλαχ. 3,1-2 και 4,2]. Και άλλος πάλι έλεγε κατάπληκτος: «οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν (:Αυτός είναι ο Θεός μας· κανείς άλλος δεν μπορεί να αντιμετρηθεί προς Αυτόν)» [Βαρούχ, 3,36].
     Κι όμως, ενώ λέγονται αυτά και πολύ περισσότερα εδώ στην εκκλησία και πρέπει να δοκιμάζουμε φρίκη και να μη νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στη γη, εντούτοις εμείς θορυβούμε σαν να βρισκόμαστε στο μέσο της αγοράς, προκαλούμε ταραχή συζητώντας για θέματα που καθόλου δεν μας αφορούν και χάνουμε άσκοπα όλο τον χρόνο της συνάξεώς μας.
 Όταν λοιπόν και στα μικρά και στα μεγάλα, και ακούγοντας και πράττοντας, και έξω και μέσα στην εκκλησία, είμαστε τόσο αδιάφοροι και εκτός και από όλα αυτά προσευχόμαστε και ενάντια στους εχθρούς μας, από πού θα λάβουμε ελπίδα σωτηρίας αφού στα τόσα αμαρτήματά μας, προσθέτουμε κάτι βαρύτερο ακόμη από αυτά, δηλαδή την παράλογη αυτή προσευχή ενάντια στους ίδιους μας αδελφούς;
 Είναι λοιπόν δίκαιο να παραξενευόμαστε, αν μας συμβεί κάτι απροσδόκητο και λυπηρό, ενώ πρέπει να παραξενευόμαστε όταν δε μας συμβαίνει; Διότι η πρώτη περίπτωση είναι φυσική συνέπεια της ακολουθίας των πραγμάτων, ενώ η δεύτερη είναι πέρα από κάθε λογική και προσδοκία. Πραγματικά είναι πέρα από τη λογική, ενώ έχουμε γίνει εχθροί του Θεού και Τον παροργίζουμε, να απολαμβάνουμε τον ήλιο και την βροχή και όλα τα άλλα αγαθά εμείς, άνθρωποι που νικούμε τα θηρία στη σκληρότητα, που στρεφόμαστε εναντίον των άλλων, που ματώνουμε τη γλώσσα μας δαγκώνοντας με τα λόγια που εκστομίζουμε τους άλλους, έπειτα από τη συμμετοχή μας στο πνευματικό τραπέζι και τις τόσες ευεργεσίες και τα άπειρα παραγγέλματα για τη διευκόλυνση της ψυχικής μας σωτηρίας.
 Έχοντας αυτά στον νου μας, ας αποβάλουμε το δηλητήριο, ας διαλύσουμε τις εχθρότητες και ας κάνουμε τις προσευχές που μας αρμόζουν: αντί της θηριωδίας των δαιμόνων, ας λάβουμε την ημερότητα των αγγέλων· και όσες αδικίες και αν μας έχουν γίνει, αφού φέρουμε στον νου μας τα δικά μας αμαρτήματα και τον μισθό που μας περιμένει εφόσον τηρήσουμε αυτήν την εντολή της μακροθυμίας και της συγχωρητικότητας, ας μετριάσουμε την οργή μας, ας καταστείλουμε τη θαλασσοταραχή μέσα μας, για να περάσουμε και την παρούσα ζωή ατάραχη και φθάνοντας εκεί να βρούμε τον Δεσπότη, όπως εμείς φανήκαμε συγκαταβατικοί και ευσπλαχνικοί προς τους συνδούλους μας.
 Αν, πάλι, μας φαίνεται τούτο βαρύ και φοβερό, ας το κάνουμε ελαφρύ και επιθυμητό και ας ανοίξουμε τις λαμπρές πύλες της παρρησίας ενώπιον του Θεού. Και αυτό που δεν μπορέσαμε να επιτύχουμε με την αποχή από τα αμαρτήματα, αυτό ας το επιτύχουμε με το να γίνουμε ήμεροι προς αυτούς που μας έφταιξαν, διότι τούτο δεν είναι ούτε βαρύ, ούτε δύσκολο. Ευεργετώντας τους εχθρούς μας, ας σοδιάσουμε πολύ έλεος για εμάς˙ διότι έτσι και στη ζωή αυτήν θα μας αγαπήσουν όλοι, και περισσότερο από όλους ο Θεός και θα μας αγαπήσει και θα μας στεφανώσει και θα μας αξιώσει των μελλοντικών αγαθών, τα οποία μακάρι όλοι να τα επιτύχουμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
        ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
        επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος