YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


     «ν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:κατά την τελευταία και επισημότερη από τις άλλες ημέρες της εορτής [της Σκηνοπηγίας] στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για πνευματικά και αιώνια, για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έλθει κοντά Μου μέσω της πίστεως και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον μύχιοι και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα,  σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής του θα αναβλύζουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό, για να ξεδιψά όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι όσοι έρχονται σε επικοινωνία με αυτόν)» [:Ιω. 7 ,37-38]· [ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].

     Εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται για να ακούσουν το θείο κήρυγμα και είναι προσεκτικοί στα θέματα της πίστης, πρέπει να επιδεικνύουν τον έντονο πόθο όσων διψούν για να ξεδιψάσουν και ανάλογη επιθυμία να ανάπτουν μέσα τους, διότι έτσι θα μπορέσουν να συγκρατήσουν με ασφάλεια όσα λέγονται. Άλλωστε και οι διψασμένοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτήρι με νερό, το πίνουν με μεγάλη προθυμία και τότε πια σβήνουν τη δίψα τους και ησυχάζουν.
    Κατά όμοιο λοιπόν τρόπο και οι ακροατές των θείων λόγων, εάν τους ακούνε και τους δέχονται με πραγματική δίψα, δεν θα κουραστούν ποτέ, μέχρις ότου μάθουν τα πάντα. Για το ότι πρέπει συνεχώς να διψάμε και να πεινάμε για τα πνευματικά λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται (:μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)» [Ματθ. 5,6]. Και εδώ λέγει ο Χριστός: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακόλουθη σημασία: «Κανέναν δεν προσελκύω αναγκαστικά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγάλη προθυμία, εάν φλέγεται από τον πόθο για τα αιώνια αγαθά, αυτόν προσκαλώ εγώ».
     Και για ποιον λόγο επεσήμανε ο Ευαγγελιστής ότι αυτό συνέβη «κατά την τελευταία ημέρα τη μεγάλη της εορτής»; Διότι η πρώτη και η τελευταία μέρα της εορτής αυτής της Σκηνοπηγίας θεωρούνταν μεγαλύτερες σε σημασία και επισημότερες, ενώ τις ενδιάμεσες περισσότερο τις κατανάλωναν σε διασκέδαση και τρυφή.
   Και γιατί ο Κύριος ομιλεί «κατά την τελευταία» ημέρα; Διότι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια την πρώτη ημέρα δεν είχε παρευρεθεί ο Ιησούς στην εορτή [της Σκηνοπηγίας] και  είχε πει στους αδελφούς Του την αιτία [πρβλ. Ιω. 7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς·  οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιόδευε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· διότι δεν ήθελε να περιέρχεται για να κηρύττει στην Ιουδαία, επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Τον θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπόν τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία, κατά την οποία οι Ιουδαίοι για επτά ημέρες παρέμεναν στις σκηνές, σε ανάμνηση της ζωής την οποία ως σκηνίτες πέρασαν οι πρόγονοί τους στην έρημο. Είπαν λοιπόν προς Αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους ως αδελφοί Του -τα τέκνα δηλαδή του Ιωσήφ και της γυναίκας που είχε, προτού αρραβωνιαστεί με τη Μαρία: “Φύγε από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, ώστε να δουν τα θαύματα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθητές σου· διότι κανείς δεν κάνει τίποτε στα κρυφά και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός και να αναγνωριστεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον εαυτό Σου στον πολυπληθή κόσμο, που θα μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή”. Και Του φέρονταν έτσι οι αδελφοί Του, διότι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσσία. Λέγει λοιπόν σε αυτούς ο Ιησούς: “ο δικός μου καιρός, για να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας οπότε και θα σταυρωθώ, δεν ήλθε ακόμη· ο καιρός όμως ο δικός σας κατά τον οποίο πρέπει να ανεβείτε ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα είναι πάντοτε έτοιμος. Εσάς δεν μπορεί και δεν έχει κανένα λόγο να σας μισεί ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω ότι τα έργα του είναι πονηρά. Εσείς να ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα στην εορτή αυτή, διότι δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφτασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. Αυτά λοιπόν αφού τους είπε, έμεινε στη Γαλιλαία)»].
     Αλλά ούτε και κατά τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα λέγει ο Ιησούς κάτι παρόμοιο, για να μη λησμονηθούν οι λόγοι Του, αφού αυτοί σκόπευαν να το ρίξουν στις διασκεδάσεις. Κατά την τελευταία όμως ημέρα, όταν θα αναχωρούσαν για τις οικίες τους, τους δίνει εφόδια για τη σωτηρία και φωνάζει δυνατά, αφενός μεν για να δείξει την παρρησία Του, αφετέρου δε χάριν του μεγάλου πλήθους που είχε συγκεντρωθεί, για να ακουστεί από όλους.
      Για να καταστήσει όμως σαφές ότι έκανε λόγο για πνευματική πόση, προσθέτει: «Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό’’)». «Κοιλία» εδώ ονομάζει την καρδιά, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός αλλού: «(Ἥκω) τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου(:γι΄αυτό κι εγώ θέλησα να εφαρμόσω το θέλημά Σου, Θεέ μου, και πόθησα τον νόμο Σου τόσο πολύ ώστε να τον φέρω μέσα στα σπλάχνα μου, για να εμπνέει και να κινητοποιεί όλη μου την ύπαρξη)» [Ψαλμ. 39,9].
    Πού όμως είπε η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί ύδατος ζώντος»; Πουθενά. Τι σημαίνει λοιπόν «εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, καθώς είπε η Γραφή»; Εν προκειμένω πρέπει να χωρίσουμε με σημείο στίξεως, ώστε το «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί» να εξαρτάται από την απόφασή του. Επειδή δηλαδή έλεγαν πολλοί: «Ἴδε παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; (:δείτε, μιλάει ελεύθερα και φανερά και δεν τον διακόπτει κανείς, ούτε του λέει κανείς τίποτε. Μήπως αληθινά αναγνώρισαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι πράγματι ο Χριστός;)» [Ιω. 7,26] και ότι «ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν; (:ο Χριστός, όταν έλθει, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα από όσα έκανε αυτός;)» [Ιω. 7,30] υποδεικνύει ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση και να μην πιστεύουν τόσο από τα θαύματα, όσο από τους λόγους της Γραφής που εκπληρώνονται όλοι. Διότι πολλοί, μολονότι Τον είδαν να θαυματουργεί, δεν Τον δέχονταν ως Μεσσία. Επρόκειτο μάλιστα να λένε: «οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; (:Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυίδ και έρχεται από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαυίδ;)» [Ιω. 7,42]. Και τους λόγους τους αυτούς τούς διακήρυσσαν προς πάσα κατεύθυνση.
    Επειδή λοιπόν ήθελε να τους αποδείξει ότι δεν αποφεύγει την δια της Γραφής απόδειξη της μεσσιανικής Του ιδιότητας, πάλι τους παραπέμπει στις Γραφές. Και παραπάνω άλλωστε τους έλεγε: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς (:Εσείς εξετάζετε με προσκόλληση στο εξωτερικό γράμμα τις Άγιες Γραφές, διότι νομίζετε ότι μόνο με την απλή ανάγνωση και την εξέταση αυτή θα έχετε ζωή αιώνια. Κι όμως εκείνες είναι που μαρτυρούν για Εμένα και γι΄αυτό πρέπει να τις ερευνάτε και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερά τους νοήματα)» [Ιω. 5,39] και ότι «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με (:Κοντά μου έρχονται μόνο όσοι ελκύονται από τον Πατέρα μου. Αυτό άλλωστε έχει προφητευτεί στην Αγία Γραφή. Είναι γραμμένο στα προφητικά βιβλία το εξής: “Και όλοι όσοι πιστέψουν και θα ακολουθήσουν τον Μεσσία, θα έχουν διδαχτεί από τον ίδιο τον Θεό”. Καθένας που ακούει την εσωτερική πρόσκληση του Πατρός μου και δέχεται τον φωτισμό, ώστε να κατανοήσει αυτά που ο Πατέρας μου τον διδάσκει και μαθαίνει έτσι την αλήθεια, έρχεται σε Εμένα)» [Ιω. 6,45· πρβλ. Ησ. 54,13 «καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου (:και όλα τα τέκνα σου θα διδαχτούν κατευθείαν από τον Θεό, θα ζουν σε αδιατάρακτη και πολλή ειρήνη)»]· και «μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε (:μη νομίσετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωυσής, στον οποίο εσείς έχετε στηρίξει τις ελπίδες σας)» [Ιω. 5,45].
     Και εδώ λέγει: «όπως είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί», για να υποδείξει τον πλούτο και την αφθονία της θείας χάριτος. Όπως και σε άλλο σημείο λέγει: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (:το νερό που εγώ θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια ζωή)» [Ιω. 4,14], δηλαδή θα έχει άφθονη τη χάρη του Θεού. Αλλού λέγει «ζωὴν αἰώνιον» και εδώ « ὕδωρ τὸ ζῶν» το αποκαλεί. «Ζῶν ὕδωρ» ονομάζει εκείνο που κινείται, τρέχει συνεχώς· διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, όταν εισέλθει στην ψυχή κάποιου και εγκατασταθεί μόνιμα σε αυτήν, αναβλύζει περισσότερο από κάθε άλλη πηγή και δεν κάνει διακοπές, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει ποτέ.
     Για να καταστήσει φανερό λοιπόν συγχρόνως και το ανελλιπές της χορηγίας και το απερίγραπτο της ενεργείας, την αποκάλεσε «πηγή» και «ποταμούς», όχι έναν ποταμό, αλλά απείρους. Και εκεί επίσης [Ιω. 4,14] παρέστησε την αφθονία με διαρκή ανάβλυση, όταν χρησιμοποίησε τη λέξη «ἁλλομένου (:το οποίο θα αναπηδά)».
     Και  θα μπορέσει κανείς να καταλάβει καθαρά αυτόν τον λόγο, εάν λάβει υπόψη του τη σοφία του Στεφάνου και τη γλώσσα του Πέτρου και τη ρητορική δεινότητα του Παύλου. Αυτούς τίποτε δεν τους παρέσυρε, τίποτε δεν τους φόβιζε, ούτε ο θυμός του πλήθους, ούτε οι επαναστάσεις των τυράννων, ούτε οι επιβουλές των δαιμόνων, ούτε οι καθημερινές απειλές του θανάτου, αλλά ως ποταμοί, που τρέχουν ορμητικοί, έτσι πέρασαν και παρέσυραν τα πάντα.
       «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν, διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη θυσία και με την ένδοξη ανάληψή Του)» [Ιω. 7,39].
    Πώς λοιπόν προφήτευσαν οι προφήτες και επιτέλεσαν τόσα θαύματα; Οι απόστολοι βέβαια δεν εκδίωκαν τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, αλλά με τη δύναμη που τους έδωσε ο Ιησούς, όπως λέγει ο Ίδιος: «Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν (:και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς λέγετε, με τη βοήθεια του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με τη δύναμη τίνος τα βγάζουν; Γιατί δεν τους κατηγορείτε; Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν για τη μοχθηρία σας και την υποκρισία)» [Ματθ. 12,27].Αυτό το έλεγε για να δείξει ότι δεν εκδίωκαν όλοι τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, πριν από τη σταύρωσή Του αλλά με τη δύναμη  και εξουσία που τους χορηγούσε Αυτός. Όταν όμως σκόπευε να τους αποστείλει στον κόσμο, τότε έλεγε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» [Ιω. 20,22]. Και πάλι: «ήλθε σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα και τότε έκαναν τα θαύματα».
   Όταν μάλιστα τους απέστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, δεν είπε ο Ευαγγελιστής: «έδωσε σε αυτούς Πνεύμα Άγιο», αλλά «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν (:έδωσε σε αυτούς εξουσία)» [Ματθ. 10,1], λέγοντάς τους τα εξής: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε (:Σας δίδω εξουσία να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε μην εμπορευτείτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε)» [Ματθ. 10,8].
     Ως προς τους προφήτες όμως κατά γενική ομολογία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, αλλά η χάρις αυτή είχε συσταλεί και μετακινηθεί και είχε εγκαταλείψει τη γη από την ημέρα εκείνη κατά την οποία ειπώθηκε το εξής: «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:ιδού, προς τιμωρία της κακίας σας και καταστροφή, σας αφήνεται έρημη και απροστάτευτη από τον Θεό η πόλις σας και ο ναός)» [Ματθ. 23,38]. Αλλά και πριν από τη ρήση αυτή είχε αρχίσει να παρουσιάζεται σπάνια το Άγιο Πνεύμα, διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επόπτευε τα άγιά τους η θεία χάρις.
    Επειδή λοιπόν είχε ανασταλεί η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και επρόκειτο στο μέλλον να δοθεί με αφθονία, και αυτής της διανομής η αρχή έγινε μετά την Σταύρωση, δεν έγινε μόνο η αρχή αυτής της αφθονίας, αλλά και μεγαλύτερων χαρισμάτων (διότι πραγματικά η δωρεά ήταν περισσότερο άξια θαυμασμού, όπως όταν λέγει: «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς (:δεν ξέρετε ακόμη ποιων διαθέσεων και ποιας πνευματικής καταστάσεως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ. 9,55]· και πάλι: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας (:είστε λοιπόν κι εσείς υιοί του Θεού. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι η διάθεση και το φρόνημα που το Άγιο Πνεύμα σάς ενέπνευσε από τη στιγμή του βαπτίσματός σας δεν είναι πάλι διάθεση δουλική και φρόνημα σκλάβου, που προκαλεί φόβο, όπως είχατε φόβο όταν ήσασταν κάτω από την κυριαρχία του μωσαϊκού νόμου. Αλλά λάβατε από το Άγιο Πνεύμα φρόνημα κι διάθεση κατά χάριν υιών του Θεού)» [Ρωμ. 8,15].
    Και οι παλαιοί βέβαια είχαν Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν μπορούσαν να το δώσουν και στους άλλους. Οι απόστολοι όμως μυριάδες ανθρώπων γέμισαν με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να λάβουν αυτή τη χάρη, που δεν είχε ακόμη δοθεί,  γι' αυτό λέγει:  «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον (:διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα)» δηλαδή δεν είχε δοθεί, «ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (:επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη σταυρική θυσία και την ένδοξη ανάληψή Του)» [Ιω. 7,39]. «Δόξαν» ονομάζει τον Σταυρό.
     Επειδή δηλαδή ήμασταν εχθροί απέναντι στον Θεό και αμαρτωλοί και είχαμε στερηθεί τη δωρεά του Θεού και ήμασταν θεοστυγείς, ενώ η χάρις ήταν απόδειξη συμφιλιώσεως, διότι το δώρο δεν δίδεται στους εχθρούς και τους μισούμενους, αλλά στους φίλους και στους αγαπητούς, έπρεπε προηγουμένως να προσφερθεί η θυσία προς χάριν μας και να καταλυθεί η έχθρα δια της σαρκός και να γίνουμε φίλοι του Θεού και τότε να λάβουμε τη δωρεά. Διότι εάν συνέβη αυτό κατά την επαγγελία, την υπόσχεση προς τον Αβραάμ, πολύ περισσότερο θα συνέβαινε και όταν δόθηκε η χάρη του Αγίου Πνεύματος.
     Και ο Παύλος για να δηλώσει αυτό έλεγε: «Εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις (:διότι εάν εκείνοι που έλαβαν τον νόμο, γίνονται και δικαιωματικά με την τήρησή του κληρονόμοι του κόσμου, τότε απέβη ανώφελη και μάταιη η πίστη, και δεν πραγματοποιήθηκε αλλά καταργήθηκε η υπόσχεση του Θεού που βεβαίωνε ότι δωρεάν διαμέσου του Χριστού θα δοθεί η κληρονομιά αυτή)» [Ρωμ. 4,14-15]. Ό,τι λέγει έχει την ακόλουθη σημασία: «Υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει τη γη στον Αβραάμ και τους απογόνους του, αλλά οι απόγονοι ήσαν ανάξιοι της επαγγελίας και δεν μπορούσαν να ευχαριστήσουν τον Θεό με τα δικά τους έργα.  Γι' αυτό εισήλθε η πίστη, πράγμα εύκολο, για να προσελκύσει τη χάρη και να μην καταργηθούν οι επαγγελίες».
     Και ο Παύλος στη συνέχεια λέγει: «Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν (:και επειδή ο μωσαϊκός νόμος αποξενώνει από την κληρονομιά της επαγγελίας, γι' αυτό η κληρονομιά παρέχεται διαμέσου της πίστεως. Και μας δίνεται τώρα η κληρονομιά, αυτή όχι ως ανταμοιβή για την πιστή τήρηση του νόμου, αλλά δωρεάν και κατά χάριν Θεού. Ώστε δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος εξαιτίας των παραβάσεών μας που γίνονται από αδυναμία να καταργηθεί η επαγγελία και υπόσχεση του Θεού, αλλά αυτή πραγματοποιείται με σιγουριά και βεβαιότητα σε όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνο σε εκείνους που είχαν τον νόμο και ήταν εξαρτημένοι από αυτόν, αλλά και σε εκείνους που ενώ δεν είχαν τον μωσαϊκό νόμο, μιμήθηκαν την πίστη του Αβραάμ και έγιναν έτσι πνευματικά παιδιά του Αβραάμ, ο οποίος είναι πατέρας όλων όσων πιστέψαμε)» [Ρωμ. 4,16]. Για τον λόγο αυτό «η υπόσχεση είναι ως δώρο της χάριτος, επειδή δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτε με τα έργα τους».
     Γιατί όμως, όταν είπε «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (:εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και όλο τον εσωτερικό του κόσμο θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”)» [Ιω. 7,38] δεν πρόσθεσε και την μαρτυρία της Γραφής; Διότι η γνώμη τους ήταν διεφθαρμένη: Άλλοι έλεγαν: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης (:“Πράγματι αυτός είναι ο προφήτης που μας προανήγγειλε ο Μωυσής)» [Ιω. 7,40] και «ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον (:Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαοπλάνος και εξαπατά τον εύπιστο λαό)». [Ιω.7,12]. Επίσης «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; (:άλλοι έλεγαν: “Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός”. Άλλοι έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας˙ διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ;’’)» [Ιω. 7,41-42], ενώ «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν (:“Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε τον χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει”)» [Ιω. 7,27].Και γενικά η γνώμη τους διέφερε, όπως συμβαίνει στα πλήθη που βρίσκονται σε αναταραχή· διότι δεν πρόσεχαν με ακρίβεια τα λεγόμενα, ούτε είχαν καμία πρόθεση να μάθουν.
    Για τον λόγο αυτόν, δεν τους δίδει καμία απάντηση, αν και λέγουν: «Μήπως έρχεται από τη Γαλιλαία ο Χριστός;», ενώ τον Ναθαναήλ, που ρώτησε με τόνο σφοδρό και αυστηρό «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; (:Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να βγει τίποτα καλό;)» [Ιω. 1,47], τον επαίνεσε ως αληθινό Ισραηλίτη: «εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι (:είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται κοντά Του και λέει γι’ αυτόν: “Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια’’)» [Ιω. 1,48]. Αυτοί όμως που είπαν προς τον Νικόδημο: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται (:μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)» [Ιω. 7,52], δεν τα έλεγαν αυτά επειδή ήθελαν να μάθουν, αλλά για να ανατρέψουν απλώς τη γνώμη που υπήρχε για τον Χριστό. Εκείνος όμως [ο Νικόδημος δηλαδή] ήταν ο εραστής της αλήθειας και έλεγε αυτά, επειδή γνώριζε με ακρίβεια όλα τα παλαιά. Αυτοί όμως ένα σκοπό είχαν, να ανατρέψουν την αντίληψη ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
     Γι' αυτό τίποτε δεν τους αποκάλυπτε· διότι αυτοί που αντέφασκαν προς τον εαυτό τους και άλλοτε μεν έλεγαν «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(:Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε το χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει”)» [Ιω. 7,27], άλλοτε πάλι «από την Βηθλεέμ έρχεται», είναι ευνόητο ότι, και όταν θα μάθαιναν, πάλι θα έφεραν αντιρρήσεις. Διότι ας δεχτούμε ότι δεν γνώριζαν τον τόπο, ότι δηλαδή καταγόταν από τη Βηθλεέμ, επειδή ανατράφηκε και έζησε στην Ναζαρέτ (μολονότι και αυτή η άγνοιά τους δεν συγχωρείται, επειδή δεν γεννήθηκε εκεί), δεν γνώριζαν όμως το γένος Του, ότι καταγόταν από τον οίκο και τη γενεά του Δαυίδ; Τότε πώς έλεγαν: «Δεν έρχεται από το σπέρμα του Δαβίδ ο Χριστός;». Αλλά και αυτό ήθελαν να το συσκιάσουν και τα πάντα έλεγαν με κακή διάθεση.
     Γιατί λοιπόν δεν Τον πλησίασαν για να Τον ρωτήσουν· «Επειδή ως προς όλα τα άλλα σε θαυμάζουμε, αλλά μας προτρέπεις να πιστέψουμε σε Εσένα σύμφωνα με τις Γραφές, απάντησέ μας, πώς οι Γραφές λέγουν ότι ο Χριστός πρέπει να έλθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έλθει από τη Γαλιλαία;». Τίποτε από αυτά όμως δεν είπαν, αλλά τα πάντα τα έλεγαν με πονηρία. Το ότι βέβαια δεν αναζητούσαν, ούτε ήθελαν να μάθουν, το πρόσθεσε αμέσως ο Ευαγγελιστής, όταν είπε: «Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας (:μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να Τον συλλάβουν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να απλώσει χέρι πάνω Του˙ διότι μια αόρατη δύναμη τούς συγκρατούσε και τους παρεμπόδιζε)» [Ιω.7,44]. Εάν λοιπόν τίποτε άλλο δεν υπήρχε, αυτό το γεγονός ήταν αρκετό να τους οδηγήσει σε κατάνυξη. Δεν συγκινήθηκαν όμως, όπως λέγει ο Προφήτης: «Διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν (:διασκορπίστηκαν από τον Θεό και όμως δεν μετανόησαν. Δεν αισθάνθηκαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς τους.)» [Ψαλμ. 34,15].
     «Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος (:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να Τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει; “Τότε οι υπηρέτες τούς έδωσαν την εξής απάντηση: “Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός”)» [Ιω. 7,45-46].
    Τίποτε καθαρότερο δεν υπάρχει από την αλήθεια, τίποτε απλούστερο, εάν εμείς δεν φερόμαστε με κακή διάθεση και προαίρεση· όπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δεν υπάρχει από το να επιδεικνύουμε δυσμενή διάθεση. Διότι ιδού: οι μεν Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι φαίνονταν δήθεν ότι είναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τον Χριστό, έχοντας όμως ως σκοπό τους να Τον επιβουλεύονται, και ενώ έβλεπαν θαύματα και διάβαζαν τις Γραφές, ουδεμία ωφέλεια συναπεκόμισαν, αλλά απεναντίας έπαθαν μεγάλη ζημία· οι υπηρέτες από την άλλη πλευρά, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίποτε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημόσια ομιλία Του σαγηνεύτηκαν και ενώ έφυγαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκοπό να Τον δέσουν και να Τον συλλάβουν, επέστρεψαν δέσμιοι του θαυμασμού για Αυτόν.
     Δεν πρέπει λοιπόν μόνο τη σύνεσή τους να θαυμάσουμε, δεδομένου ότι δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά από μόνη τη διδασκαλία Του αιχμαλωτίστηκαν(διότι δεν είπαν ότι “Ουδέποτε θαυματούργησε άνθρωπος με τέτοιο τρόπο’’· αλλά τι είπαν; «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος (:Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός)» [Ιω.7,46]· δεν πρέπει λοιπόν την σύνεσή τους μόνο να θαυμάσουμε, αλλά και το θάρρος, διότι τους λόγους αυτούς τους έλεγαν προς εκείνους, οι οποίοι είχαν τους αποστείλει για να συλλάβουν τον Ιησού, δηλαδή προς τους Φαρισαίους, προς εκείνους, οι οποίοι πολεμούσαν Αυτόν και τα πάντα έκαναν για τον σκοπό αυτό. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; (:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει;)» [Ιω. 7,45].
   Το ότι επέστρεψαν ήταν πολύ σπουδαιότερο από το να έμεναν. Διότι εάν παρέμεναν κοντά στον Χριστό,  θα απαλλάσσονταν βέβαια από την ενόχληση των Φαρισαίων, όμως τώρα που επέστρεψαν σε εκείνους που τους είχαν αποστείλει για να Τον συλλάβουν, γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και σε μεγαλύτερο βαθμό δείχνουν το θάρρος τους· και δεν λένε: «Δεν μπορέσαμε να Τον συλλάβουμε εξαιτίας του όχλου», δεδομένου ότι ο κόσμος πρόσεχε εκείνη τη στιγμή τη διδασκαλία Του, όπως σε προφήτη, αλλά τι λένε: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλησε κανένας όπως αυτός ο άνθρωπος».
     Αν και μπορούσαν βέβαια να δώσουν εκείνη την απάντηση για να δικαιολογηθούν, ότι τάχα δηλαδή δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους εξαιτίας του κόσμου που παρακολουθούσε με προσοχή τότε τα λόγια του Ιησού, εντούτοις αποκαλύπτουν τη δική τους ορθή γνώμη· διότι η απάντηση αυτή, η οποία δόθηκε, είναι ανθρώπων, οι οποίοι όχι μόνο θαυμάζουν Εκείνον, αλλά και κατηγορούν τους Φαρισαίους ότι τους έστειλαν για να δέσουν και να συλλάβουν Αυτόν, τον οποίο έπρεπε να ακούνε· και όμως δεν άκουσαν βέβαια κάποια μακρά ομιλία, αλλά μία σύντομη σε διάρκεια· διότι όταν η σκέψη είναι αμερόληπτη, δεν υπάρχει ανάγκη για πολλά λόγια και μεγάλης διάρκειας ομιλίες· τέτοια είναι η δύναμη της αλήθειας.
    Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; Ενώ έπρεπε να έρθουν σε συναίσθηση και να κατασυντριβούν από τα λεγόμενα, κάνουν το αντίθετο, δηλαδή ανταποδίδουν κατηγορία προς τους υπηρέτες, λέγοντας: «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε;(:“Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς, που είστε πάντοτε κοντά μας και ακούτε τη διδασκαλία μας, και έχετε πλανηθεί απ’ αυτόν, όπως τα αμαθή πλήθη του λαού;)» [Ιω. 7,47]. Επιπλέον τους κολακεύουν και δεν μιλούν με απότομο ύφος και βαριές εκφράσεις, φοβούμενοι μήπως τελείως αποσχισθούν από αυτούς, αλλά εκδηλώνουν την οργή τους και ομιλούν με προσεκτική χρήση εκφράσεων, διότι ενώ έπρεπε να ρωτήσουν τι είπε και να θαυμάσουν όσα ειπώθηκαν από τον Ιησού, ούτε αυτό κάνουν(διότι γνώριζαν ότι θα ήταν δυνατόν να σαγηνευθούν και εκείνοι από τα λόγια Του), αλλά και από μια απόδειξη λίαν ανόητη ορμώμενοι διατυπώνουν προς τους υπηρέτες τον παρακάτω συλλογισμό· δηλαδή λένε: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; (:Μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως; Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)» [Ιω. 7,48]. Πες μου, την κατηγορία αυτή την στρέφεις κατά του Χριστού και όχι κατά όσων δεν πίστεψαν;
    «Ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (:κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)» [Ιω. 7,49].Αυτή βέβαια είναι η σπουδαιότερη κατηγορία σε βάρος σας, ότι ο μεν όχλος πίστεψε, ενώ εσείς δεν πιστέψατε. Και όμως εκείνοι επιτελούσαν τα καθήκοντα όσων γνωρίζουν τον νόμο, πώς λοιπόν είναι επικατάρατοι; Εσείς βεβαίως είστε επικατάρατοι, οι οποίοι δεν τηρείτε τον νόμο· όχι εκείνοι οι οποίοι υπακούουν στον νόμο. Δεν έπρεπε λοιπόν από αυτούς που δεν πίστευαν, να κατηγορείται Εκείνος, στον οποίο δεν πίστευαν· διότι δεν είναι σωστός αυτός ο τρόπος.
      «Επειδή και εσείς δεν πιστέψατε στον Θεό», όπως λέγει ο Παύλος:  «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; (:και το προνόμιο αυτό, να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού, δεν εκμηδενίστηκε· διότι τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού;)» [Ρωμ.3,3]· διότι και οι προφήτες τούς κατηγορούσαν πάντοτε λέγοντας: «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων(:Ακούστε λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου εσείς, οι άρχοντες, οι οποίοι για τις δικές σας αμαρτίες και τις αμαρτίες του λαού σας αξίζει να ονομάζεστε άρχοντες Σοδόμων)»[Ησ. 1,10] και «οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθοῦσι(:οι άρχοντές σου είναι απειθείς απέναντι του Θεού)» [Ησ. 1,23]. Και πάλι: «Οὐχ ὑμῖν ἐστι τοῦ γνῶναι τὸ κρίμα;(:καθήκον σας δεν είναι να γνωρίζετε, να αποδίδετε και να εφαρμόζετε το δίκαιο;)» [Μιχ. 3,1] και παντού με βαριές εκφράσεις τούς επιτιμούν. Τι λοιπόν; Μήπως κανείς θα κατηγορήσει γι' αυτό ακόμη και τον Θεό; Απομάκρυνε μια τέτοια σκέψη από τον νου σου· διότι εκείνους βαρύνει η κατηγορία. Διότι ποιο άλλο σημείο θα θεωρούσε κανείς του ότι δεν γνωρίζετε εσείς τον νόμο, παρά το ότι δεν υπακούετε;
     Επειδή λοιπόν οι Φαρισαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν πίστεψε στον Ιησού κανένας από τους άρχοντες παρά μόνο αυτοί που «δεν γνώριζαν τον νόμο», στη συνέχεια τούς ελέγχει ο Νικόδημος λέγοντας τα εξής: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; (: Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί τον μωσαϊκό  νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)» [Ιω.7,51].Δηλαδή δείχνει ότι αυτοί ούτε γνωρίζουν τον νόμο, ούτε εφαρμόζουν τον νόμο· διότι εάν εκείνος μεν διατάσσει να μη θανατώσουν κανένα άνθρωπο, πριν να τον ακούσουν προηγουμένως να απολογείται, αυτοί όμως, πριν ακούσουν τον Ιησού, έσπευσαν για να Τον θανατώσουν, είναι παραβάτες του νόμου.
    Και επειδή είπαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό σημειώνει επιπροσθέτως ο Ευαγγελιστής ότι ήταν ο Νικόδημος «εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν (:που ήταν ένας από αυτούς, διότι ήταν και αυτός μέλος του συνεδρίου)» [Ιω.7,50], αποδεικνύοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε Αυτόν· δεν έδειχναν βέβαια το απαιτούμενο θάρρος, γίνονταν όμως οπαδοί του Χριστού.
    Πρόσεξε επίσης πώς και με πόση επιφυλακτικότητα και προσοχή στις εκφράσεις του κάνει τον έλεγχό του προς αυτούς ο Νικόδημος· διότι δεν είπε: «Εσείς θέλετε να θανατώσετε Αυτόν, και απλώς χωρίς καμία δίκη Τον καταδικάζετε ως πλάνο και απατεώνα», αλλά μίλησε με ηπιότερο τρόπο, θέλοντας να ανακόψει την απερίγραπτη ορμή τους, όπως επίσης και την απερισκεψία τους και την επιθυμία τους για φόνο. Για τον λόγο αυτό, στρέφει τον λόγο του σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, λέγοντας: «ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ (:Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί το νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)» [Ιω. 7,51].Ώστε υφίσταται ανάγκη όχι απλής ακροάσεως, αλλά προσεκτικής ακροάσεως και ακριβούς εξετάσεως του προς εκδίκαση θέματος. Διότι αυτό σημαίνει η φράση «καὶ γνῷ τί ποιεῖ(:και να μάθει από την απολογία Του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε)», τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό και μήπως απέβλεπε στην ανατροπή της πολιτείας ως κάποιος εχθρός. Επειδή λοιπόν βρέθηκαν σε αμηχανία, καθώς είχαν πει ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, ούτε με οξύτητα, ούτε με ηπιότητα δεν φέρθηκαν απέναντι στον Νικόδημο.
    Πες μου λοιπόν, ποια λογική σχέση έχει, όταν ο Νικόδημος τούς είπε ότι ο νόμος τους δεν κρίνει κανένα χωρίς πρώτα να απολογηθεί, η απάντησή τους: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ;(:Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία;)» [Ιω.7,52]. Διότι, ενώ έπρεπε να αποδείξουν ότι έστειλαν υπηρέτες προς Αυτόν να Τον καλέσουν όχι χωρίς λόγο, ή ότι δεν πρέπει να δοθεί σε Αυτόν το δικαίωμα να ομιλήσει, με περισσότερο αγροίκο και περισσότερο οργίλο τρόπο διατυπώνουν την αντίρρηση: «ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)» [Ιω. 7,52]. Διότι τι είπε ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Χριστός είναι προφήτης; Είπε ότι δεν πρέπει να θανατωθεί χωρίς να δικαστεί. Αυτοί όμως κατά τρόπο προσβλητικό, απηύθυναν αυτούς τους λόγους προς αυτόν, σαν να μην είχε καμία γνώση περί των Γραφών· σαν να έλεγε δηλαδή κανείς στον Νικόδημο: «Πήγαινε και μάθε». Διότι αυτό σημαίνει η φράση «ἐρεύνησον καὶ ἴδε».
    Τι πράττει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή πάντοτε ανέφεραν τη Γαλιλαία και τον προφήτη, θέλοντας να απαλλάξει όλους από αυτήν την ανάρμοστη υποψία και να αποδείξει ότι δεν είναι ένας από τους προφήτες, αλλά του κόσμου Δεσπότης, λέγει: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου (:Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιουδαίων αλλά ολόκληρου του κόσμου)» [Ιω. 8,12]· όχι μόνο της Γαλιλαίας, όχι μόνο της Παλαιστίνης, ούτε μόνο της Ιουδαίας.
     Τι απαντούν λοιπόν οι Ιουδαίοι; «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:“Εσύ δίνεις μαρτυρία για το πρόσωπό σου συστήνοντας εγωιστικά τον εαυτό σου. Για τη μαρτυρία σου όμως αυτή δεν εγγυάται κανείς ότι είναι αληθινή και ότι δεν προέρχεται από φιλαυτία και αυτοθαυμασμό”)» [Ιω. 8,13]. Πόση ανοησία! Τους παρέπεμπε συνεχώς στις Γραφές και στην αδιάψευστη μαρτυρία τους και αυτοί λένε «σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς». Ποια μαρτυρία έδωσε λοιπόν για τον Εαυτό Του; «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου(:εγώ είμαι το φως ολόκληρου του κόσμου)» [Ιω. 8,12]. Μέγας είναι ο λόγος αυτός, αληθώς μέγας· αλλά δεν τους τάραξε πολύ, εφόσον ούτε εξισώνει τώρα τον εαυτό Του με τον Πατέρα, ούτε είπε ότι είναι Υιός Εκείνου, ούτε ότι είναι Θεός, αλλά είπε τότε ότι είναι Φως.
    Ήθελαν μεν και αυτόν τον λόγο να ανατρέψουν· και αυτός βεβαίως ο λόγος είναι πολύ σπουδαιότερος από τον λόγο: «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς (:Εκείνος που με ακολουθεί με πλήρη εμπιστοσύνη και ελπίδα και με πρόθυμη υπακοή στα λόγια μου, δεν θα περπατήσει ούτε θα βρεθεί ποτέ στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωηφόρο και πνευματικό φως, που προέρχεται από την αληθινή ζωή, τον Θεό)» [Ιω. 8,12], λέγει ο Ιησούς εννοώντας το φως και το σκοτάδι από νοητής απόψεως· δηλαδή λέγοντας αυτά εννοεί ότι ο άνθρωπος που Τον ακολουθεί, δεν παραμένει στην πλάνη.
    Εδώ και τον Νικόδημο προσελκύει και παρορμά, διότι έδειξε μέγα θάρρος και τους υπηρέτες επαινεί, για αυτό που είχαν κάνει. Διότι το να φωνάξει δυνατά [βλ. Ιω. 7,37: «Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ‘’ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω’’(:την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: “Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του”)»] είναι γνώρισμα ανθρώπου ο οποίος θέλει με αυτόν τον τρόπο να τους προετοιμάσει ώστε να ακούσουν τα λόγια του· συγχρόνως επίσης υπαινίσσεται και αυτούς οι οποίοι εξυφαίνουν δόλια σχέδια στα κρυφά και στο σκοτάδι και στην πλάνη· αλλά δεn θα υπερισχύσουν του φωτός.
    Και στον Νικόδημο υπενθυμίζει τους λόγους εκείνους, τους οποίους προηγουμένως έλεγε: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ (:διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η  εξέγερση της συνειδήσεώς του)» [Ιω. 3,20]· διότι επειδή έλεγαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό λέγει: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς», αποδεικνύοντας ότι η μη προσέλευσή τους κοντά στον Ιησού δεν οφειλόταν στην αδυναμία του φωτός, αλλά  στη διεστραμμένη γνώμη τη δική τους[…].
              ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
                 επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος