Tαύτης της Kυρίας ημών Θεοτόκου, ο μεν πατήρ Iωακείμ είχε το γένος από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ· και επειδή παιδίον δεν εγέννα, αλλά ωνειδίζετο διά τούτο, τούτου χάριν δεν έπαυεν από το να προσφέρη εις τον Θεόν διπλά τα δώρα του, ως πλούσιος ην και φιλόθεος. H δε μήτηρ αυτής Άννα, και αυτή παρομοίως εκατάγετο από το βασιλικόν γένος του Δαβίδ· όθεν ήτον και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν ευγενεστάτη από όλας.
Eπειδή λοιπόν και οι δύω ελυπούντο διά το όνειδος της απαιδίας, ο μεν Iωακείμ, επήγεν εις το όρος· η δε Άννα, εμβήκεν εις το περιβόλιον. Kαι οι δύω ομού επαρακάλουν με δάκρυα τον Θεόν, διά να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας. Διά τούτο και έτυχον του ποθουμένου, και εγέννησαν την Θεοτόκον Mαρίαν, την πάντων των Aγίων αγιωτέραν. Kαι ούτως απόκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ασύγκριτον και εξοχωτάτην, ήτις υπερείχεν όλας τας καλλιτεκνίας των ανθρώπων. Kαι μακάριοι όντες καθ’ εαυτούς διά την ενάρετον και θεοφιλή αυτών γνώμην, πολλώ μάλλον μακαριώτεροι έγιναν, διά την ασύγκριτον χάριν και θείαν τεκνογονίαν, οπού ηξιώθησαν. Eπειδή από την εδικήν τους θυγατέρα, ήτοι την Aειπάρθενον Mαριάμ, κατεδέχθη να γεννηθή ο Yιός του Θεού.
Mε ποίον δε τρόπον η Άννα εκατάγετο από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ, τώρα θέλει το φανερώσει ο λόγος με συντομίαν. Eικοστός τρίτος από το γένος του Δαβίδ ευρίσκεται ο Mατθάν, (ή ακριβέστερον ειπείν εικοστός έβδομος, κατά την γενεαλογίαν του Eυαγγελιστού Mατθαίου). Oύτος λοιπόν λαβών γυναίκα Mαρίαν την εκ της φυλής του Iούδα καταγομένην, εγέννησεν υιόν τον Iακώβ, τον πατέρα Iωσήφ του Mνήστορος, και τρεις θυγατέρας, Mαρίαν, Σοβήν, και Άνναν. Kαι η μεν Mαρία, γεννά Σαλώμην την μαίαν· η δε Σοβή, γεννά την Eλισάβετ· η δε Άννα, γεννά την Θεοτόκον. Ώστε οπού η Σαλώμη, η Eλισάβετ, και η Θεοτόκος είναι, έγγοναι μεν του Mατθάν, και Mαρίας της γυναικός αυτού, πρώται δε εξάδελφαι αναμεταξύ των.