Βίος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου


 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἶναι προστάτης τῶν Δικαστικῶν καὶ τοῦ Δικαστικοῦ Σώματος. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 3 Ὀκτωβρίου καὶ ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἁγίους τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἦταν διάσημος Ἀθηναῖος, μὲ φιλοσοφικότατο νοῦ καὶ μέλος τοῦ ἀνώτατου Δικαστηρίου, τοῦ Ἄρειου Πάγου. Γεννήθηκε τὸ ἔνατο ἔτος μετὰ ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐπὶ βασιλείας Αὐγούστου (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.) ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια καὶ ἔλαβε πολυδύναμη μόρφωση. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴ φιλοσοφία τὸν ὤθησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ Μακεδονία.

Κατὰ τὴν παράδοση, ὅταν γινόταν ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ σκοτίστηκε ὁ Ἥλιος, βρισκόταν στὴν Ἡλιούπολη (κοντὰ στὸ σημερινὸ Κάϊρο) μὲ τὸ φιλόσοφο Ἀπολλοφάνη καί, μετὰ τὴ βεβαίωση ὅτι τὸ φαινόμενο ἦταν ἀνεξήγητο, ἀναφώνησε: «ἢ ἡ φύση ἀλλοιώνεται, ἢ ὁ Θεὸς πάσχει». Στὸ Χριστιανισμὸ τὸν προσηλύτισε τὸ 52 μ.Χ. ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ιζ´ 34), ὅταν ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀθήνα. Ὁ Διονύσιος θεωρεῖται συγγραφέας ἀρκετῶν θεολογικῶν συγγραμμάτων καὶ ἐπιστολῶν καὶ τιτλοφορεῖται ὡς ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ἱεράρχης τῆς Ἀθήνας.

Πρῶτος τὸ βίο τοῦ Διονυσίου ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, γράφοντας πρὸς τὸν Πάπα Ὀνώριο. Μαρτύρησε μὲ τὴν πυρὰ μᾶλλον στὴν ἐποχὴ τοῦ Δομετιανοῦ (81-96 μ.Χ.) ἢ τοῦ Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.). Δυστυχῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, ἐλάχιστα εἶναι γνωστὰ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἄρειος Πάγος πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ πρῶτο δικαστήριο «ἀνδροφονιῶν» (ἐγκλημάτων φόνου) ποὺ ἱδρύθηκε μεταξὺ 1500 καὶ 1300 π.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Κέκροπα καὶ τοῦ Θησέα, μὲ ἕδρα τὸν βραχώδη λόφο τοῦ Θεοῦ Ἄρεως ποὺ βρίσκεται βορειοδυτικὰ τῆς Ἀκρόπολης τῆς Ἀθήνας Πάνω στo λόφο αὐτό, κατὰ τὴν παράδοση, ἔγινε ἡ πρώτη «φονικὴ δίκη», κατὰ τὴν ὁποία οἱ δώδεκα Θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου δίκασαν τὸν Ἄρη. Τὸ ἀνώτατο αὐτὸ δικαστήριο τῆς ἀρχαιότητας συγκροτεῖτο ἀπὸ ἰσόβια μέλη: τοὺς Ἀρεοπαγίτες, εἶχε ὅλες τὶς ἐξουσίες καὶ ὀνομαζόταν «ἡ ἐξ Ἀρείου Πάγου Βουλή». To 462 π.Χ. μέγα μέρος τῶν διοικητικῶν καὶ δικαστικῶν ἐξουσιῶν του περιῆλθε στὴν «Ἠλιαία» (ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν 6.000 αἱρετοὶ δικαστές), τὴ Βουλὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Μέχρι τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους τὸ κύρος τoυ Ἀρείου Πάγου παρέμεινε ἀμείωτο.

* * *

Σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα καὶ κήρυξε στὸν Ἄρειο Πάγο, «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ. 17, 34). Κατὰ τὴν παραπάνω μαρτυρία ὁ ἅγιος Διονύσιος ἦταν ἄνδρας ὑψηλῆς κοινωνικῆς μόρφωσης καὶ θέσης καὶ ἀπολάμβανε τιμῆς στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία. Γεννήθηκε σύμφωνα μὲ ἄλλες πηγὲς «Ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου, ἔτος ἔνατον ἀπὸ γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλανοῦ Μιχαήλ, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, Μὴν Ὀκτώβριος, Ἀθῆναι 1951, σελ. 21). Ὅταν Σταυρώθηκε ὁ Χριστός, καὶ τὴν στιγμή, ποὺ σημειώθηκε ἔκλειψη ἡλίου, ὁ Διονύσιος «ἐξεπλήττετο λέγων «ἢ Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται» (Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Γ´, Μὴν Ὀκτώβριος, σελ. 67).

Ὅλα τὰ μετέπειτα βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἁγίου εἶναι πολὺ συγκεχυμένα. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη μετέβη στὴν Ρώμη «ἐξαπλώνων πανταχοῦ τῆς εὐσεβείας τὸ κήρυγμα» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμος πρῶτος, σελ. 95) καὶ στὴ συνέχεια μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος Ῥώμης «ὑπῆγεν εἰς τοὺς δυτικοὺς Γαλάτας, ἤτοι εἰς τοὺς Γάλλους, οὓς ἡ κοινὴ γλώσσα Φρανσέζους καλεῖ, ὁμοῦ μὲ τοὺς δύω μαθητάς του Ῥουστικὸν καὶ Ἐλευθέριον» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἔ.ἀ., σελ. 95) καὶ ἔμεινε στὸ Παρίσι, ὅπου εὑρίσκετον διδάσκων καὶ ἑλκύων εἰς τὴν εὐσέβειαν» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἔ.ἀ., σελ. 95).

Κατὰ τὸν Μέγα Συναξαριστή, ὁ αὐτοκράτορας Δομετιανὸς «ἐθυμώθη καὶ ἔστειλεν ἐπίτροπόν του εἰς Παρισίους νὰ ἐξετάσῃ διὰ τὸν Ἅγιον, καὶ ὅσους ἄλλους εὕρῃ Χριστιανοὺς νὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἐὰν δὲν προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα». (Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοσις τρίτη, Ἀθῆναι 1971, σελ. 72). Μετὰ ἀπὸ στιχομυθία ἀνάμεσα στὸν τύραννο (ἐπίτροπο τοῦ αὐτοκράτορα) καὶ τὸν ἅγιο, ὁ πρῶτος «προσέταξε νὰ κόψουν τὰς κεφαλὰς καὶ τῶν τριῶν Ἁγίων, ἤτοι τοῦ Διονυσίου καὶ τῶν δύο μαθητῶν του Ρουστικοῦ καὶ Ἐλευθερίου». (Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοσις τρίτη, ἔ.ἀ., σελ. 72). Κατὰ τὸν παραπάνω Συναξαριστὴ «ἁρπάσαντες τοὺς Ἁγίους οἱ δήμιοι... τοὺς ἀπεκεφάλισαν» (Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοσις τρίτη, ἔ.ἀ., σελ. 72).

Κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Μιχαὴλ Ἰ. Γαλανοῦ «εἰς τὰ συναξάρια ὅμως, καὶ εἰς τὸ Μηναῖον αὐτὸ ἐν τῷ ἑορτολογίῳ τῆς τρίτης Ὀκτωβρίου, τελεῖται ἀνατροπὴ τῆς ἱστορικῆς... ἀληθείας» (Γαλανοῦ Ἰ. Μιχαήλ, Οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, μὴν Ὀκτώβριος, Ἀθῆναι 1951, σελ. 22). Σύμφωνα μὲ τὸν παραπάνω συγγραφέα, ἡ ἄποψη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μαρτύρησε στὸ Παρίσι, εἶναι ἐσφαλμένη.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος συγγραφέας «ἀπὸ τοῦ 17ου αἰῶνος Γάλλοι κριτικοί, θέτοντες ὑπὲρ τοὺς θρύλους καὶ τοὺς αὐθαιρέτους ἰσχυρισμοὺς τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν, προέβησαν εἰς ἀμερόληπτον ἔρευναν περὶ τοῦ ζητήματος» (Γαλανοῦ Ἰ. Μιχαήλ, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ἔ.ἀ., σελ. 23). Ἀπὸ τὴν παραπάνω ἔρευνα «ἐβεβαιώθη ὅτι ὑπὸ Διονυσίου μὲν ἱδρύθη ἡ Ἐκκλησία Παρισίων, Διονυσίου ὅμως ἄλλου, ἀκμάσαντος κατὰ τὸν γ´ μ.Χ. αἰώνα». (Γαλανοῦ Ἰ. Μιχαήλ, ἔ.ἀ., σελ. 23).

Στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη ἀποδίδεται μία συλλογὴ συγγραμμάτων, τὰ ὁποῖα συντέθηκαν μὲ ἰδιότυπο τρόπο, καὶ ἐκτάθηκαν σὲ συναφὲς σύστημα σκέψεων καὶ ἰδεῶν. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ «ἕως τῶν χρόνων τῆς Ἀναγεννήσεως, τὸ ὅτι συγγραφεὺς ἦτο ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐπιστεύετο γενικῶς τόσον εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅσον καὶ εἰς τὴν Δύσιν» (Γ. Φλωρόφσκυ, Ψευδο-Διονυσίου ἔργα, ἄρθρον στὴ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, 12ος τόμος, στήλη 473). Ὡστόσο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφάνισης τῶν συγγραμμάτων διατυπώθηκαν ἀμφιβολίες γιὰ τὴν γνησιότητά τους.

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀνωτέρω μνημονευθεὶς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, «κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους, ἥ τε γνησιότης καὶ ἡ παραδεδομένη χρονολογία τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν ἐδοκιμάσθησαν κριτικῶς πρῶτον ὑπὸ τοῦ Λαυρεντίου (1457), ἰδίως δὲ ὑπὸ τοῦ Ἐράσμου (1504). Οὐδεμία ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὰ Ἀρεοπαγητικὰ δὲν ἐναρμονίζονται μὲ τὴν συνάφειαν τῆς ἀποστολικῆς περιόδου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, Ψευδο-Διονυσίου ἔργα, ἔ.ἀ., στήλη 474).

Ὡς δύο βασικοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ συγγράμματα αὐτὰ πρέπει νὰ ἀναχθοῦν στὰ τέλη τοῦ Ε´ αἰώνα προβάλλουν ἡ μνημόνευση «τοῦ Πιστεύω ἢ Ὁμολογίας, κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔθος τὸ ὁποῖον τὸ πρῶτον εἰσήχθη μόλις τὸ 476 ὑπὸ τοῦ μονοφυσίτου πατριάρχου Ἀντιοχείας Πέτρου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, ἔ.ἀ., στήλη 474), καθὼς καὶ τὸ ὅτι «ἡ γλώσσα τοῦ τεκμηρίου προδίδει μυχίαν γνωριμίαν μὲ τὴν φιλοσοφίαν τοῦ ὀψιαιτέρου νεοπλατωνισμοῦ, ἰδίως μὲ τὴν τοῦ Πρόκλου» (Γεωργίου Φλορόφσκυ, ἔ.ἀ., στήλη 474).

 Πηγή.