Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ [:Α΄Κορ. 6,12-20]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος (:ας επανέλθω τώρα στο ηθικό ζήτημα. Όλα έχω εξουσία να τα κάνω, δεν συμφέρουν όμως όλα. Όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά εγώ δεν θα εξουσιαστώ και δεν θα γίνω δούλος σε τίποτε)» [Α΄Κορ.6,12].
Εδώ υπαινίσσεται τους λαίμαργους. Επειδή δηλαδή πρόκειται πάλι να στραφεί κατά του πόρνου- καθώς η πορνεία προέρχεται από την τρυφηλότητα και την έλλειψη μέτρου στη ζωή- καταδικάζει με σφοδρότητα το πάθος. Και ούτε λέγει αυτό για τα απαγορευμένα τρόφιμα – διότι εκείνα δεν επιτρέπονται- αλλά και για εκείνα που θεωρούνται ως ουδέτερα. Εννοώ το εξής περίπου: «μου επιτρέπεται», λέει, «να φάω και να πιω, αλλά δεν συμφέρει να τα κάνω με ασωτία». Και το πλέον θαυμαστό και παράδοξο, το οποίο, ως γνωστό, σε πολλές περιπτώσεις συνήθιζε να κάνει στρέφοντας τον λόγο στο αντίθετο, αυτό το κάνει και εδώ, και αποδεικνύει ότι το δικαίωμα να κάνει κανείς κάτι, όχι μόνο δεν συμφέρει, αλλά ούτε καν δικαίωμα είναι, αλλά δουλεία. Και κατά πρώτον μεν τους αποτρέπει χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι είναι ασύμφορο και λέγοντας: «δεν συμφέρει»· δεύτερον χρησιμοποιεί και το εκ του αντιθέτου επιχείρημα λέγοντας ότι «εγώ δεν θα εξουσιαστώ από τίποτε».
Αυτό λοιπόν που εννοεί είναι το εξής: «Έχεις δικαίωμα να φας», λέει· «μένε λοιπόν κύριος του φαγητού και πρόσεχε μήπως γίνεις δούλος αυτού του πάθους. Εκείνος δηλαδή που κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος όπως πρέπει, είναι κύριός του· εκείνος όμως που προχωρεί σε άμετρη χρήση δεν είναι πλέον κύριος, αλλά γίνεται δούλος του, εφόσον μέσα του είναι τυραννικός δυνάστης η λαιμαργία». Είδες πώς απέδειξε ότι βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου αυτός, ο οποίος νόμιζε ότι ασκεί εξουσία; Αυτό δηλαδή συνήθιζε να κάνει ο Παύλος, όπως είπα και προηγουμένως, στρέφοντας το θέμα στο αντίθετο, πράγμα το οποίο έχει κάνει και εδώ. Και πρόσεξε. Κάθε ένας από εκείνους έλεγε: «Έχω δικαίωμα να χαίρομαι τις απολαύσεις»· ο Παύλος λέει ότι «Δεν το κάνεις σαν να έχεις εξουσία επί των απολαύσεων, αλλά σαν να βρίσκεσαι εσύ ο ίδιος υπό την εξουσία τους· εφόσον δηλαδή είσαι άσωτος, δεν εξουσιάζεις την κοιλία σου, αλλά αυτή σε εξουσιάζει». Αυτό είναι δυνατό να το πει κανείς και για τα χρήματα και για τα άλλα πάθη.
«Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ·(:τα φαγητά έχουν γίνει για την κοιλιά)»[Α΄Κορ.6,13]. Με την λέξη «κοιλία» δεν εννοεί την κοιλία την ίδια, αλλά τη λαιμαργία· όπως όταν λέει: «ὧν ὁ θεὸς ἡ κοιλία(:αυτοί λατρεύουν ως Θεό την κοιλιά τους)»[Φιλιπ. 3,19], δεν εννοεί το μέλος του σώματος, αλλά τη λαιμαργία. Και για το ότι έτσι έχει το πράγμα, άκουσε τα επόμενα· «καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι(: και η κοιλιά για τα φαγητά. Ο Θεός όμως θα καταργήσει στην άλλη ζωή και αυτά και εκείνα. Μπορείτε λοιπόν να τρώτε ό,τι θέλετε, αρκεί μόνο να μην γίνεστε δούλοι του φαγητού και της κοιλιάς. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τη γενετήσια επιθυμία· διότι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορνεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανήκει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να κατοικεί σε αυτό)»[Α΄Κορ.6,13]. Βεβαίως και η κοιλία είναι σώμα, αλλά χρησιμοποίησε δύο ζεύγη, τα φαγητά και τη λαιμαργία, την οποία ονόμασε «κοιλία», και τον Χριστό και το σώμα. Και τι σημαίνει «Τα φαγητά είναι για την κοιλιά»; «Τα φαγητά», λέει, έχουν σχέση με τη λαιμαργία και αυτή με αυτά. Δεν μπορεί λοιπόν να μας φέρει προς τον Χριστό, αλλά έλκει προς αυτά». Είναι δηλαδή φοβερό και θηριώδες πάθος, και κάνει τους ανθρώπους δούλους, που την υπηρετούν.
Γιατί λοιπόν, άνθρωπε, αναστατώνεσαι και τα χάνεις για την τροφή; Διότι το τέλος εκείνης της φροντίδας είναι αυτό και δεν έχει να επιδείξει τίποτε περισσότερο· αλλά σαν να υπηρετεί κάποια δέσποινα διατηρεί συνεχώς τη δουλεία αυτήν, δεν προχωρεί περισσότερο και δεν έχει καμία άλλη αποστολή, αλλά αυτή μόνο τη μάταια. Και τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και συμπαρασύρονται στη φθορά, η κοιλία ανοίγει για τα φαγητά και τα φαγητά για την κοιλία ένα μάταιο δρόμο, σαν να γεννιούνται σκώληκες από το σώμα που βρίσκεται σε αποσύνθεση, και πάλι το σώμα κατατρώγεται από τους σκώληκες· ή όπως ένα κύμα υψώνεται και διαλύεται και δεν κάνει τίποτε περισσότερο.
Αυτά δεν τα λέει για την τροφή και το σώμα, αλλά καταδικάζει το πάθος της γαστριμαργίας και τη χρήση των τροφών χωρίς μέτρο. Και το δείχνει με το να προσθέσει τα εξής: «ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει(:ο Θεός όμως θα καταργήσει στην άλλη ζωή και αυτά και εκείνα)»· δεν εννοεί την κοιλία αλλά την άμετρη επιθυμία, ούτε την τροφή, αλλά την τρυφηλή ζωή. Δηλαδή δεν δυσανασχετεί για εκείνα, αλλά τα επισημοποιεί και με τον νόμο του λέγοντας τα εξής: «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα(:εφόσον λοιπόν κατά τη διάρκεια της ζωής μας έχουμε τροφές και ενδύματα και κατοικία για να μας σκεπάζει, θα αρκεστούμε σ’ αυτά)» [Α΄Τιμ.6,8]· αλλά έτσι αποδοκιμάζει το ελάττωμα, και αφού συμβούλεψε, αφήνει την διόρθωσή του στην ευχή. Μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτό που είπε είναι προφητεία, η οποία φανερώνει την κατάσταση στο μέλλον και ότι εκεί δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι να τρώνε ούτε να πίνουν. Και εφόσον θα έχει τέλος κάτι που γίνεται με μέτρο, πολύ περισσότερο πρέπει οι πιστοί να απέχουν από το υπέρμετρο.
Έπειτα για να μη νομίσει κανείς ότι κατηγορεί το σώμα και για να μην υποψιαστεί ότι κατηγόρησε το όλον αρχίζοντας από ένα μέρος του, και να μη λέει κανείς ότι η φύση είναι η αιτία της λαιμαργίας ή της πορνείας, άκουσε τα εξής. «Δεν κατηγορώ», λέει, «τη φύση του σώματος, αλλά την υπέρμετρη ασωτία της ψυχής». Για τον λόγο αυτόν και προσθέτει: «τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι (:Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τη γενετήσια επιθυμία· διότι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορνεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανήκει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να κατοικεί σε αυτό)»[Α΄Κορ.6,13]. Δηλαδή δεν κατασκευάστηκε, για να είσαι άσωτος και πόρνος, όπως ούτε η κοιλία κατασκευάστηκε, για να είσαι λαίμαργος, αλλά για να ακολουθεί τον Χριστό ως κεφαλή και για να κυβερνά το σώμα ο Κύριος. Ας ντραπούμε λοιπόν, ας φρίξουμε, διότι, ενώ μας έκρινε άξιους τέτοιας τιμής, ώστε να γίνουμε μέλη Εκείνου, που έχει τον θρόνο Του στον ουρανό, ντροπιάζουμε τους εαυτούς μας με τόσα πάθη.
Αφού κατηγόρησε λοιπόν αρκετά τους λαίμαργους, αποτρέπει τους πιστούς από αυτό το πάθος με την ελπίδα των μελλόντων λέγοντας: «ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ(:και δεν έχει σημασία που το σώμα διαλύεται με τον θάνατο. Ο Θεός και τον Κύριο ανέστησε και όλους εμάς θα αναστήσει με την δύναμή Του)»[Α΄Κορ.6,14]. Είδες πάλι σοφία αποστολική; Πάντοτε δηλαδή την αλήθεια της αναστάσεως τη στηρίζει στον Χριστό, και ιδίως τώρα. Εάν δηλαδή το σώμα μας είναι μέλος του Χριστού και αναστήθηκε ο Χριστός, τότε και το σώμα μας οπωσδήποτε θα ακολουθήσει την κεφαλή.
«διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ (:με τη δύναμή Του)». Επειδή δηλαδή είπε πράγμα απίστευτο, που δεν είναι δυνατόν να το συλλάβει η λογική, για το ακατάληπτο της δύναμής Του χρησιμοποίησε τα της αναστάσεως του Χριστού δίνοντας έτσι και αυτήν ως ισχυρή απόδειξη ενάντια σε αυτούς. Και επί μεν της αναστάσεως του Χριστού δεν ανέφερε αυτό· δεν είπε δηλαδή, «ο δε Θεός και τον Κύριο θα αναστήσει», διότι το γεγονός συνέβη· αλλά πώς είπε; «Ο δε Θεός ανέστησε και τον Κύριο», και δεν χρειαζόταν απόδειξη. Όσον αφορά όμως τη δική μας ανάσταση, επειδή δεν έχει ακόμη συμβεί, δεν είπε έτσι, αλλά πώς; «Και εμάς θα αναστήσει με τη δύναμή Του», αποστομώνοντας έτσι όσους αντέλεγαν με την αλήθεια της δύναμής Του που ενεργεί. Και εάν αποδίδει στον Πατέρα την ανάσταση του Χριστού, αυτό καθόλου να μη σε θορυβεί· δεν ανέφερε τούτο, επειδή δήθεν δεν είχε δύναμη ο Χριστός· διότι ο Ίδιος είναι που λέει: «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν(:Γκρεμίστε τον ναό αυτό, και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναχτίσω μόνο με τη δύναμή μου· διότι θα αναστηθώ από τον τάφο ως ζωντανός ναός του Θεού και αθάνατη κεφαλή της Εκκλησίας μου. Και η Εκκλησία μου αυτή θα αντικαταστήσει για πάντα τον ναό σας, που θα καταστραφεί)»[Ιω.2,19]· και πάλι: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν(:έχω εξουσία να προσφέρω τη ζωή μου, κι έχω εξουσία πάλι να την πάρω πίσω)» [Ιω.10,18]· και ο Λουκάς επίσης στις Πράξεις λέγει: «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ(:μετά το πάθος Του και τον θάνατό Του παρουσιάστηκε σ’ αυτούς τους ίδιους ζωντανός. Και με πολλές αποδείξεις ο αναστημένος Κύριος τούς βεβαίωσε ότι πραγματικά ήταν ζωντανός. Και επί σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σ’ αυτούς κατά διαστήματα και τους μιλούσε για τις αλήθειες και τα μυστήρια που αναφέρονταν στη βασιλεία του Θεού)» [Πράξ.1,3].
Για ποιον λοιπόν, λόγο, λέει έτσι ο Παύλος; Διότι και τα του Υιού τα αποδίδει στον Πατέρα, και τα του Πατρός στον Υιό. Λέγει ο Ίδιος ο Κύριος: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ (:αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ· διότι είναι κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού)»[Ιω.5,19]. Σε πολύ κατάλληλη στιγμή υπενθύμισε μάλιστα εδώ την ανάσταση καταστέλλοντας έτσι με εκείνες τις ελπίδες την τυραννία της λαιμαργίας και σχεδόν σαν να λέει: «Έφαγες, ήπιες άσωτα, και ποιο το τέλος; Τίποτε άλλο παρά μόνο φθορά. Ενώθηκες με τον Χριστό και ποιο το τέλος; Μέγα και θαυμαστό· η μέλλουσα ανάσταση, εκείνη η ένδοξος που υπερβαίνει κάθε λογική».
Κανείς λοιπόν να μη δυσπιστεί για την ανάσταση· και αν κάποιος αμφιβάλλει, ας σκεφτεί πόσα δημιούργησε ο Θεός εκ του μηδενός και ας δεχτεί απόδειξη και για εκείνη· διότι όσα έχουν ήδη γίνει είναι πολύ πιο παράδοξα και αξιοθαύμαστα. Πρόσεξε λοιπόν. Αφού έλαβε χώμα, το ανέμιξε και έκανε άνθρωπο, ενώ δεν υπήρχε ούτε χώμα πριν από αυτό. Πώς λοιπόν το χώμα έγινε άνθρωπος; Και πώς αυτή δημιουργούνταν ενώ δεν υπήρχε; Πώς δημιουργήθηκαν από αυτήν τα πάντα, τα άπειρα γένη των αλόγων ζώων, οι σπόροι, τα φυτά, χωρίς να έχουν προηγηθεί για τη γέννηση εκείνων των ζώων πόνοι, χωρίς να έχουν πέσει βροχές για τη βλάστηση των σπόρων, χωρίς να υπάρξει καλλιέργεια, χωρίς να έχουν συντελέσει στη γένεση αυτών ούτε βόδια, ούτε άροτρο, ούτε τίποτε άλλο. Δηλαδή για αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιούργησε στην αρχή τόσα πολλά γένη και φυτών και αλόγων ζώων από το άψυχο και αναίσθητο χώμα, για να σε διδάξει από τον ουρανό την έννοια της αναστάσεως· διότι τούτο είναι πιο θαυμαστό από την ανάσταση· το να ανάψει δηλαδή κανείς ένα σβησμένο λύχνο δεν είναι ίσο με το να παραγάγει πυρ εκ του μηδενός· το να αναστηλώσει κάποιος μία οικία, που κατέρρευσε, δεν είναι ίσο με το να κτίσει μία εκ του μηδενός. Στην πρώτη δηλαδή περίπτωση, αν όχι τίποτε άλλο, πάντως υπήρχε το υλικό, στη δεύτερη όμως περίπτωση δεν υπήρχε απολύτως τίποτε. Για τον λόγο αυτόν έκαμε πρώτα αυτό που εθεωρείτο δυσκολότερο, για να παραδεχτείς κατόπιν το ευκολότερο.
Και το είπα δυσκολότερο όχι για τον Θεό, αλλά σύμφωνα με τις δυνάμεις της δικής μας λογικής, διότι τίποτε δεν είναι δύσκολο για τον Θεό· αλλά όπως ο ζωγράφος, που κάνει μια εικόνα, θα κάνει εύκολα μύριες, έτσι είναι πολύ εύκολο και για τον Θεό να κάνει μύριους και άπειρους κόσμους· μάλλον δε, όπως είναι εύκολο να σκεφτείς μία πόλη και τους άπειρους κόσμους, έτσι είναι εύκολο για τον Θεό να τους δημιουργήσει, μάλλον δε πολύ ευκολότερο και από αυτό· διότι εσύ μεν θα κατανάλωνες έστω και λίγο χρόνο σκεπτόμενος, ο Θεός όμως ούτε τούτον θα κατανάλωνε, αλλά όσο οι λίθοι είναι βαρύτεροι από τα ελαφρότερα πτηνά, μάλλον δε όσο είναι βαρύτεροι από τον νου μας, τόσο ο νους μας υπολείπεται της ταχύτητας του Θεού στο να δημιουργεί.
Θαύμασες τη δύναμή Του επί της γης; Σκέψου πάλι πώς δημιουργήθηκε ο ουρανός από το μηδέν, πώς τα άπειρα άστρα, πώς ο ήλιος, πώς η σελήνη· και όλα αυτά δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός. Επίσης, πες μου, πώς μετά τη δημιουργία τους στέκονται στον ουρανό και πάνω σε τι; Ποιο υπόβαθρο έχουν όλα αυτά και ποιο η γη; Και τι υπάρχει μετά τη γη; Και τι μετά από εκείνο, που βρίσκεται μετά τη γη; Βλέπεις σε πόσο ίλιγγο φτάνει ο νους σου, αν δεν καταφύγεις ταχέως στην πίστη και την ακατάληπτη δύναμη του Δημιουργού; Εάν θέλεις λοιπόν να στοχαστείς εξ αφορμής των ανθρωπίνων, θα μπορέσεις εντός ολίγου να δώσεις φτερά στη διάνοιά σου.
«Ποιων ανθρωπίνων;», θα έλεγε κάποιος. Δεν βλέπεις τους κεραμοποιούς; Πώς διαπλάθουν το σκεύος, που έσπασε και έγινε άμορφο; Δεν βλέπεις αυτούς που ρίχνουν στο χώμα που περιέχει μέταλλο, πώς από το χώμα παρουσιάζουν χρυσό και σίδηρο και χαλκό; Δεν βλέπεις επίσης άλλους, που κατεργάζονται το γυαλί, πώς μετατρέπουν την άμμο σε ένα σώμα συνεχές και διαυγές; Να αναφέρω τους βυρσοδέψες, αυτούς που βάφουν τα κόκκινα ενδύματα, πώς εκείνο που έβαψαν το παρουσιάζουν διαφορετικό από ό,τι ήταν; Να αναφέρω τη γέννησή μας; Δεν είναι κατ΄αρχάς ένα σπέρμα μικρό, άμορφο και ασχημάτιστο αυτό που εισέρχεται στη μήτρα, η οποία το δέχεται; Πώς λοιπόν το ζώο απέκτησε τόσο μεγάλη διάπλαση; Τι είναι εξάλλου ο σίτος; Δεν ρίπτεται στη γη ένας γυμνός κόκκος; Μετά τη σπορά δεν σαπίζει; Πώς δημιουργούνται ο στάχυς και ο αθέρας του και η καλάμη και όλα τα άλλα; Ένας μικροσκοπικός σπόρος σύκου πολλές φορές, αφού πέσει στη γη, δεν δίνει ρίζα και κλαδιά και καρπό; Επομένως, κάθε ένα μεν από αυτά το δέχεσαι και δεν το πολυεξετάζεις, ενώ από τον Θεό μόνο απαιτείς ευθύνες, διότι μετασχηματίζει το σώμα μας; Και πώς είναι αυτά άξια συγνώμης;
Αυτά και άλλα τέτοια λέμε προς τους εθνικούς, διότι στους πιστούς ούτε καν χρειάζεται να μιλήσω. Εάν δηλαδή πρόκειται να πολυεξετάζεις όλες τις ενέργειες Εκείνου, σε τι ο Θεός θα υπερέχει από τους ανθρώπους, εφόσον μάλιστα δεν περιεργαζόμαστε ακόμη και ανθρώπους πολλούς; Και αν έτσι φερόμαστε προκειμένου για ανθρώπους και δεν τους περιεργαζόμαστε, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να πολυεξετάζουμε τη σοφία του Θεού, ούτε να απαιτούμε λογικές αποδείξεις, διότι πρώτα μεν είναι αξιόπιστος ο Θεός που μας αποκαλύπτεται, και δεύτερο, διότι τα θέματα αυτά δεν επιδέχονται έρευνα της λογικής. Ο Θεός δηλαδή δεν είναι τόσο αδύνατος, ώστε να κάνει τέτοια μόνο, όσα είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά από την ασθενή λογική σου. Εάν δηλαδή δεν κατανοείς το έργο ενός τεχνίτη, πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να κατανοήσεις το έργο του αριστοτέχνη Θεού.
Μην απιστείτε λοιπόν στην ανάσταση, διότι έτσι θα είστε πολύ μακριά από την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Αλλά αυτών που αντιλέγουν, ποιο είναι το σοφό επιχείρημα, μάλλον το πλέον ανόητο επιχείρημά τους; «Όταν αναμιχτεί το σώμα με τη γη και γίνει γη και μεταφερθεί αυτή σε άλλο τόπο, πώς άραγε», θα έλεγε κάποιος, «θα αναστηθεί;» Τούτο φαίνεται ακατανόητο σε εσένα, αλλά όχι στον ακοίμητο Οφθαλμό· διότι σε Εκείνον είναι όλα φανερά. Και εσύ μεν δεν διακρίνεις τα διάφορα μέρη, όταν αναμιχθούν, Εκείνος όμως τα γνωρίζει όλα· επί παραδείγματι εσύ μεν αγνοείς τι υπάρχει στην καρδιά του πλησίον σου, Εκείνος όμως όλα τα γνωρίζει. Εάν λοιπόν, επειδή αγνοείς πώς ανασταίνει ο Θεός, δεν πιστεύεις καν ότι ανασταίνει, θα απιστήσεις και για το ότι γνωρίζει τις σκέψεις μας· διότι ούτε αυτές φαίνονται. Και όμως, όσον αφορά μεν στο σώμα, η ύλη είναι ορατή, και αν ακόμη διαλυθεί, εκείνες όμως οι σκέψεις είναι αόρατες. Αυτός λοιπόν που γνωρίζει τα αόρατα με κάθε ακρίβεια, δεν θα δει τα ορατά και θα διαλύσει το σώμα εύκολα; Είναι νομίζω ολοφάνερο.
Μη λοιπόν απιστείς στην ανάσταση· η σκέψη αυτή είναι διαβολική· και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια εδώ ο διάβολος, όχι μόνο για να υπάρξει απιστία στο θέμα της αναστάσεως, αλλά και για να καταργηθούν και τα έργα της αρετής. Ο άνθρωπος δηλαδή που δεν προσδοκά να αναστηθεί και να δώσει λόγο των πράξεών του, δεν θα ενδιαφερθεί ευθύς εξαρχής για την αρετή· μη ενδιαφερόμενος για την αρετή, θα εκδηλώσει στη συνέχεια απιστία για την ανάσταση. Το ένα δηλαδή προκαλεί το άλλο, η απιστία την κακία και η κακία την απιστία. Όταν δηλαδή η συνείδηση είναι γεμάτη από πονηρίες, επειδή φοβάται και τρέμει τη μέλλουσα τιμωρία, εφόσον δεν θέλει να λάβει την παρηγοριά με τη μεταστροφή στο καλό, θα αναπαυθεί με την απιστία. Επειδή δηλαδή εσύ λες ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε κρίση, και εκείνος θα πει: «Επομένως ούτε και εγώ θα δώσω λόγο για τα παραπτώματά μου». Αλλά όμως τι λέγει ο Χριστός; «Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ(:Βρίσκεστε σε πλάνη και δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές, οι οποίες δεν υποστηρίζουν υλιστικές και παχυλές αντιλήψεις για την ανάσταση, όπως εσείς την φαντάζεστε, ούτε τη δύναμη του Θεού, για την οποία τίποτε δεν είναι αδύνατο ή δύσκολο)» [Ματθ.22,29].
Δεν θα δημιουργούσε τόσα πολλά ο Θεός, εάν βεβαίως δεν επρόκειτο να μας αναστήσει, αλλά να μας αφήσει στη διάλυση και τον πλήρη αφανισμό· δεν θα είχε εκτείνει τούτον τον ουρανό, δεν θα είχε δημιουργήσει εδώ κάτω τη γη, δεν θα είχε πλάσει όλα τα άλλα προς χάριν αυτής μόνο της σύντομης ζωής. Και αν αυτά τα έχει δημιουργήσει για την παρούσα ζωή, τι δεν θα κάνει για τη μέλλουσα; Εάν όμως δεν θα υπάρξει μέλλουσα ζωή, εμείς για τον εξής λόγο είμαστε πολύ πιο ανάξιοι των όσων έγιναν για χάρη μας· ο ουρανός δηλαδή και η γη και η θάλασσα και οι ποταμοί, ακόμη και μερικά από τα ζώα είναι μονιμότερα από εμάς· η κορώνη π.χ. και το γένος των ελεφάντων και πολλά άλλα ζώα χαίρονται την παρούσα ζωή περισσότερο χρόνο. Ο βίος ο δικός μας είναι σύντομος και επίπονος, ενώ ο βίος εκείνων δεν είναι τέτοιος, αλλά μακρός και μάλλον είναι απαλλαγμένος στενοχωρίας και φροντίδων.
Τι λοιπόν, πες μου; Τους δούλους τούς έκανε ανώτερους από τους κυρίους; Μη, σε παρακαλώ, μην σκέπτεσαι, άνθρωπε, κάτι τέτοια και μη φαίνεσαι πτωχός στη διάνοια, μήτε να αγνοείς τον πλούτο του Θεού, τη στιγμή που έχεις τέτοιο Κύριο· διότι αληθώς, ο Θεός από την αρχή ήθελε να σε κάνει αθάνατο, αλλά εσύ δεν θέλησες. Πράγματι· ενδείξεις αθανασίας ήσαν εκείνα, δηλαδή η συνομιλία με τον Θεό, η έλλειψη από τη ζωή ταλαιπωριών, η απαλλαγή από λύπη και φροντίδες και κόπους και τα άλλα τα θνητά στοιχεία· διότι ο Αδάμ δεν είχε ανάγκη ούτε ενδυμάτων, ούτε στέγης, ούτε κανενός άλλου πράγματος αυτού του είδους, αλλά έμοιαζε μάλλον με τους αγγέλους, και πολλά από τα μελλοντικά τα γνώριζε εκ των προτέρων και ήταν πλήρης πολλής σοφίας. Και μάλιστα ό,τι έκανε ο Θεός κρυφά σχετικά με τη γυναίκα, αυτό εκείνος το γνώριζε, γι’ αυτό και έλεγε: «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου(:αυτό τώρα είναι οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου)»[Γέν.2,23]. Και ο πόνος αργότερα δημιουργήθηκε, αργότερα ο ιδρώτας, αργότερα η αισχύνη και η δειλία και η έλλειψη παρρησίας, ενώ τότε δεν υπήρχε λύπη, ούτε οδύνη, ούτε στεναγμός. Αλλά ο Αδάμ δεν έμεινε στην τιμητική εκείνη κατάσταση.
«Τι λοιπόν εγώ θα πάθω;», θα έλεγε κάποιος· «εξαιτίας εκείνου θα χαθώ;». Βεβαιότατα και εξαιτίας εκείνου· ούτε και εσύ όμως έμεινες αναμάρτητος, αλλά και αν ακόμη δεν διέπραξες την ίδια αμαρτία, πάντως οπωσδήποτε διέπραξες άλλη. Άλλωστε δεν βλάφτηκες από την τιμωρία, αλλά αντιθέτως κέρδισες. Εάν δηλαδή επρόκειτο να μένεις αιωνίως θνητός, ίσως θα είχε κάποια ισχύ το επιχείρημά σου· τώρα όμως και αθάνατος είσαι και, αν θέλεις, θα μπορέσεις να λάμψεις περισσότερο και από τον ίδιο τον ήλιο. «Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «εάν δεν είχα λάβει θνητό σώμα, δεν θα αμάρτανα».
«Τι λοιπόν;», πες μου· εκείνος(ο Αδάμ) αμάρτησε, διότι είχε θνητό σώμα; Καθόλου· διότι εάν πράγματι ήταν θνητό, δεν θα είχε υποστεί τον θάνατο κατόπιν ως τιμωρία. Είναι φανερό από εκείνο το παράδειγμα ότι το θνητό σώμα καθόλου δεν αποτελεί εμπόδιο για την αρετή, αλλά απεναντίας συντελεί σε σωφροσύνη και βοηθάει πάρα πολύ. Εφόσον δηλαδή και μόνο η προσδοκία της αθανασίας παρέσυρε σε αλαζονεία τόσο πολύ τον Αδάμ, εάν είχε γίνει πράγματι αθάνατος, τούτο σε ποια μωρία δεν θα τον είχε οδηγήσει; Και τώρα μεν, όταν αμαρτάνεις, μπορείς να απαλλαγείς από τα αμαρτήματα, διότι το σώμα σου είναι ευτελές και καταρρέει και διαλύεται· και πράγματι, αυτές οι σκέψεις είναι ικανές να οδηγούν σε σωφροσύνη· εάν όμως είχες αμαρτήσει στο αθάνατο σώμα, ίσως επρόκειτο να ήσαν τα αμαρτήματα μονιμότερα.
Η θνητότητα λοιπόν δεν είναι η αιτία της αμαρτίας- μην της αποδίδεις κατηγορία- αλλά η ρίζα των κακών είναι η πονηρή προαίρεση. Γιατί δηλαδή το σώμα δεν έβλαψε καθόλου τον Άβελ; Γιατί η έλλειψη σώματος δεν ωφέλησε καθόλου τους δαίμονες; Θέλεις να μάθεις ότι το ότι το σώμα πλάστηκε θνητό όχι μόνο δεν έβλαψε, αλλά και ωφέλησε; Άκουσε πόσα κερδίζεις από αυτό, εάν είσαι άγρυπνος. Σε αποσπά και σε απομακρύνει από την κακία με τις οδύνες και τις λύπες και τους πόνους και άλλα παρόμοια.
«Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «οδηγεί και σε πορνεία». Δεν φταίει το σώμα, αλλά η ακολασία. Αυτά δηλαδή, όσα ανέφερα, είναι εξ ολοκλήρου χαρακτηριστικά του σώματος· για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνατόν να έλθει άνθρωπος στον βίο αυτόν και να μη νοσήσει και να μην πονέσει και να μη στενοχωρηθεί, ενώ είναι δυνατόν να μην πορνεύσει. Ώστε, εάν και οι κακίες ήσαν χαρακτηριστικά της φύσεως του σώματος, θα τις είχαν όλοι οι άνθρωποι, διότι έτσι συμβαίνει με όσα προέρχονται από τη φύση· με την πορνεία όμως δεν συμβαίνει το ίδιο· ο πόνος μεν προέρχεται από τη φύση, ενώ η πορνεία από τη διάθεση.
Μη λοιπόν κατηγορείς το σώμα· ας μην σου αφαιρεί ο διάβολος την τιμή, την οποία σου έδωσε ο Θεός. Αν θέλουμε, το σώμα είναι άριστος χαλινός, που συγκρατεί τα σκιρτήματα της ψυχής, που περιορίζει τη μωρία, που εμποδίζει την αλαζονεία, που μας υπηρετεί στα μεγαλύτερα κατορθώματά μας. Αλλά μην μου αναφέρεις τους μαινόμενους· διότι βλέπουμε και πολλούς ίππους να καλπάζουν προς τους γκρεμούς και να έχουν ρίξει κάτω τον ηνίοχο με το χαλινάρι, αλλά δεν θεωρούμε αίτιο το χαλινάρι· διότι δεν αποσπάστηκε εκείνο μόνο του και έτσι προκάλεσε αυτό το δυστύχημα, αλλά έφερε όλη τη συμφορά ο ηνίοχος, που δεν συγκράτησε τα ηνία. Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο σκέψου εδώ· αν δεις ένα νέο ορφανό να κάνει μύρια κακά, μη θεωρείς υπεύθυνο το σώμα, αλλά τον συρόμενο ηνίοχο, εννοώ τον λογισμό του.
Όπως δηλαδή τα ηνία δεν βλάπτουν τον ηνίοχο, αλλά ο ηνίοχος είναι αίτιος όλων, αν δεν κρατεί αυτά καλώς- για τον λόγο αυτόν και τιμωρούν αυτόν με το να περιπλέκονται με αυτόν και με το να τον παρασύρουν πολλές φορές και να τον αναγκάζουν να έχει και αυτός τη δική τους κακή τύχη- έτσι ακριβώς συμβαίνει και εδώ. «Εγώ μεν δηλαδή», λέει το χαλινάρι, «έσφιγγα το στόμα του ίππου μέχρις αίματος έως ότου με κρατούσες καλά· επειδή όμως με έριξες κάτω, νομίζω ότι σου αξίζει να σε καταφρονήσω, και περιπλέκομαι μαζί σου και σε παρασύρω, ώστε να μην πάθω άλλη φορά το ίδιο πάθημα». Κανείς λοιπόν να μην κατηγορεί τα ηνία, αλλά τον εαυτό του και την αμαρτωλή διάνοιά του, καθότι ηνίοχος σε εμάς είναι το λογικό, το δε σώμα είναι τα ηνία, που πειθαρχούν τους ίππους στον ηνίοχο. Αν λοιπόν αυτά είναι καλώς προσαρμοσμένα, δεν θα πάθεις κανένα κακό· αν όμως τα χαλαρώσεις, θα αφανίσεις και θα καταστρέψεις τα πάντα.
Ας είμαστε σώφρονες λοιπόν και ας μην κατηγορούμε το σώμα, αλλά την πονηρή διάνοιά μας, διότι πράγματι είναι έργο του διαβόλου αυτό, το ότι δηλαδή κάνει τους ανόητους να κατηγορούν τους πάντες μάλλον και το σώμα και τον Θεό και τον πλησίον τους, παρά την αμαρτωλή διάνοιά τους, με σκοπό να μην βρουν την αιτία και απαλλαγούν από τη ρίζα των κακών. Αλλά εσείς, γνωρίζοντας καλά την επιβουλή του διαβόλου, στρέψτε τον θυμό σας εναντίον του και, αφού θέσετε τον ηνίοχο κυβερνήτη στο άρμα, στρέψτε τον οφθαλμό της διάνοιάς σας προς τον Θεό· διότι στα άλλα μεν αγωνίσματα εκείνος που θέσπισε τον αγώνα δεν δίνει τίποτε, αλλά αναμένει το τέλος του αγώνα· εδώ όμως ο αγωνοθέτης Θεός είναι το παν. Αυτός λοιπόν ας μας ευσπλαχνίζεται, και οπωσδήποτε θα λάβουμε τους μελλοντικούς στεφάνους· αυτούς είθε να τους λάβουμε όλοι εμείς με τη χάρη του Χριστού, του Οποίου η δόξα είναι αιώνια. Αμήν.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ΄(απόσπασμα)
«Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο(:Το σώμα δεν έγινε για την πορνεία αλλά για τον Κύριο. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να αποσπάσω λοιπόν τα μέλη Του και να τα κάνω μέλη πόρνης; Ποτέ μην συμβεί να το κάνω αυτό)»[Α΄Κορ.6,15].
Αφού από τον πόρνο ο Παύλος πήγε στον πλεονέκτη, πάλι από αυτόν έρχεται προς εκείνον, χωρίς όμως να απευθύνεται πλέον προς τον πόρνο, αλλά προς τους άλλους, που δεν έχουν πορνεύσει· και ενώ προφυλάσσει αυτούς να μην πέσουν ποτέ στα ίδια αμαρτήματα, πάλι επιτίθεται εναντίον εκείνου[:του πόρνου της Κορίνθου]· διότι, εάν απευθύνεις τον λόγο προς κάποιον άλλο, και από τούτο κεντρίζεται αυτός που έχει αμαρτήσει, διότι η συνείδησή του διεγείρεται και τον μαστιγώνει. Βεβαίως και ο φόβος της τιμωρίας ήταν ικανός να τους συγκρατήσει σε σωφροσύνη· επειδή όμως δεν θέλει να επιτυγχάνει αυτού του είδους την αρετή μόνο από τον φόβο, προσθέτει και απειλές και συλλογισμούς.
Στην περίπτωση λοιπόν εκείνη αφού αποκάλυψε το αμάρτημα και καθόρισε την τιμωρία και έδειξε τη βλάβη όλων λόγω της αμαρτωλής σχέσεως του πόρνου, άφησε το θέμα αυτό και στράφηκε προς την πλεονεξία· και αφού υπενθύμισε τον κίνδυνο απωλείας της ουράνιας βασιλείας από αυτόν και όλους τους λοιπούς, τους οποίους ανέφερε λεπτομερώς, έτσι ολοκλήρωσε τον λόγο· σε αυτόν όμως τον λόγο του κάνει ακόμη φρικωδέστερη την παραίνεσή του· διότι εκείνος που τιμωρεί μόνο το αμάρτημα και δεν δείχνει ότι είναι υπερβολικά παράνομο, δεν επιτυγχάνει τίποτε σημαντικό με την τιμωρία· εκείνος πάλι που προσπαθεί να κάνει τους αμαρτάνοντες να ντρέπονται μόνο και δεν τους φοβίζει με την κόλαση, δεν ελέγχει τους αναίσθητους με όση σφοδρότητα χρειάζονται. Για τον λόγο αυτόν ο Παύλος κάνει και τα δύο· και τους κάνει να ντρέπονται λέγοντας: «οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν;(:δεν ξέρετε ότι θα δικάσουμε τους αγγέλους που έπεσαν;)»[Α΄Κορ.6,3] και τους φοβίζει λέγοντας: «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι(:αυτό που κάνετε το κάνετε λοιπόν από άγνοια; Δεν γνωρίζετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού; Μην πλανάστε. Ούτε οι πόρνοι, ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι μοιχοί, ούτε οι εκθηλυμένοι και θηλυπρεπείς, ούτε οι αρσενοκοίτες, ούτε οι πλεονέκτες, ούτε οι κλέφτες, ούτε οι μέθυσοι, ούτε αυτοί που εμπαίζουν και βρίζουν τους άλλους, ούτε οι άρπαγες με κανένα τρόπο δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού)»[Α΄Κορ.6,9-10].
Και στην περίπτωση του πόρνου πάλι χρησιμοποιεί τον λόγο του κατά τον ίδιο τρόπο. Και πράγματι, τον φόβισε με όσα είπε προηγουμένως, και αφού τον απέκοψε από την Εκκλησία και τον παρέδωσε στον σατανά και του υπενθύμισε τη μέλλουσα ημέρα[βλ. Α΄Κορ.5, 4-5:« Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:και τώρα αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσα στα πνευματικά μαζί με την δύναμη του κυρίου μας Ιησού Χριστού· ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτό στον σατανά αποκόπτοντάς τον από την εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολασθεί σκληρά το σώμα του και να συνετισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)»]προσπαθεί πάλι να του προκαλέσει ντροπή λέγοντας: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;(:Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού;)», μιλώντας στο εξής προς αυτούς σαν παιδιά ευγενούς καταγωγής. Αφού δηλαδή είπε: «τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ(:το σώμα δεν έχει γίνει για την πορνεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανήκει ως μέλος Του)», κάνει αυτό σαφέστερο. Και αλλού κάνει το ίδιο λέγοντας: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους(:εσείς λοιπόν οι χριστιανοί είστε σώμα Χριστού και μέλη, που ο καθένας σας ανάλογα με το χάρισμα του έχει κάποια θέση και κάποιο μέλος στην ζωή του συνόλου)» [Α΄Κορ.12,27]. Και σε πολλά άλλα μέρη παρουσιάζει το ίδιο υπόδειγμα, όχι για τα ίδια θέματα, αλλά άλλοτε μεν για να δείξει την αγάπη, άλλοτε δε για να αυξήσει τον φόβο.
Εδώ λοιπόν ανέφερε αυτό, για να προκαλέσει τρόμο και φόβο· «ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο(:Να αποσπάσω λοιπόν τα μέλη Του και να τα κάνω μέλη πόρνης; Ποτέ μην συμβεί να το κάνω αυτό)»[Α΄Κορ.6,15]. Τίποτε δεν υπάρχει φρικωδέστερο από αυτή τη φράση. Και δεν είπε «αφού πάρω λοιπόν τα μέλη του Χριστού, θα τα συνδέσω με την πόρνη;», αλλά τι είπε; «Θα τα κάμω μέλη πόρνης;», πράγμα το οποίο πλήττει ισχυρότερα. Έπειτα παρουσιάζει πώς γίνεται έτσι ο πόρνος λέγοντας το εξής: «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν;(:ή δεν ξέρετε ότι εκείνος που συνδέεται στενά και προσκολλάται στην πόρνη είναι ένα σώμα με αυτήν;)» [Α΄Κορ.6,16]. Από πού φαίνεται αυτό; «ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν(:Διότι λέει η Γραφή: θα γίνουν οι δύο μια σάρκα)».Η συνουσία δηλαδή δεν αφήνει τους δύο να είναι δύο, αλλά τους δύο τους κάνει ένα. Και κοίταξε πάλι πώς προχωρεί με μόνες τις λέξεις, δια της πόρνης και δια του Χριστού προωθώντας την κατηγορία.
«Φεύγετε τὴν πορνείαν(:φεύγετε μακριά από την πορνεία)» [Α΄Κορ. 6,18]. Δεν είπε «Να απέχετε από την πορνεία», αλλά «Να αποφεύγετε», δηλαδή να σπεύδετε να απαλλάσσεστε από αυτό το κακό. «πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει(:κάθε αμάρτημα που τυχόν θα κάνει ο άνθρωπος δεν βλάπτει τόσο άμεσα και κατευθείαν το σώμα. Εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει στο ίδιο του το σώμα· διότι με την παράνομη μίξη μολύνει άμεσα και πληγώνει αυτήν την ρίζα του πολλαπλασιασμού των ανθρώπων και συντελεί στη διάλυση της οικογένειας)»[Α΄Κορ.6,18]. Αυτό το επιχείρημα είναι ασθενέστερο από το προηγούμενο, αλλά όμως, επειδή ο λόγος του ήταν σχετικός με τις πόρνες, με κάθε τρόπο τονίζει τούτο, και με τα ισχυρότερα και με τα ασθενέστερα επιχειρήματα προσπαθεί να δείξει το μέγεθος του αμαρτήματος. Εκείνο λοιπόν το προηγούμενο επιχείρημα έχει λεχθεί για τους ευλαβέστερους, ενώ αυτό για τους ασθενέστερους, διότι πράγματι και αυτό είναι χαρακτηριστικό της σοφίας του Παύλου, το ότι προσπαθεί να προκαλέσει την ντροπή όχι μόνο με ισχυρά επιχειρήματα, αλλά και με ασθενέστερα και με το ότι το αισχρό είναι αισχρό και απρεπές.
«Τι λοιπόν», θα έλεγε κάποιος, «ο δολοφόνος δεν μολύνει το χέρι του; Και ο πλεονέκτης και ο άρπαγας;». Βεβαιότατα, νομίζω ότι είναι φανερό· αλλά επειδή δεν ήταν δυνατό να αναφέρει τίποτε χειρότερο από τον πόρνο, κατά άλλο τρόπο το τόνισε λέγοντας, ότι στην περίπτωση της πορνείας ολόκληρο το σώμα γίνεται μιαρό. Όπως δηλαδή εάν έπεφτε μέσα σε ένα ακάθαρτο λέβητα και βυθιζόταν στην ακαθαρσία, έτσι μολύνεται με την πορνεία. Και εμείς έτσι συνηθίζουμε να ενεργούμε· όταν δηλαδή κάποιος κατέχεται από πλεονεξία και αρπακτικότητα δεν σπεύδει να πάει στο δημόσιο λουτρό, αλλά ήσυχος ανεβαίνει στην οικία του· όταν όμως συνευρεθεί με πόρνη, έρχεται να λουστεί, σαν να έγινε όλος ακάθαρτος· έτσι η συνείδηση θεωρεί την αμαρτία αυτήν αισχρότερη. Και τα δύο μεν, και η πλεονεξία και η πορνεία, είναι φοβερά και φέρουν στην κόλαση· αλλά επειδή ο Παύλος όλα τα κάνει με σύνεση, τόνισε πολύ το έγκλημα της πορνείας με τα μέσα που διέθετε.
« ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν(:ή δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ο ναός του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κατοικεί μέσα σας)»[Α΄Κορ. 6,19]. Δεν είπε απλώς «του Πνεύματος», αλλά «του Πνεύματος το Οποίο κατοικεί μέσα σας», πράγμα το οποίο δείχνει και διάθεση ψυχικής ενισχύσεως. Και πάλι επεξηγώντας πρόσθεσε: «οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ(:και το οποίο έχετε λάβει από τον Θεό)»[Α΄Κορ.6,19]· πρόσθεσε επίσης και Εκείνον που παρέχει το άγιο Πνεύμα και έτσι τον ακροατή συγχρόνως και τον τιμά και τον φοβίζει και με το μέγεθος της δωρεάς και με την αξία του δώρου.
«καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;(:και συνεπώς δεν ανήκετε στον εαυτό σας;)»[Α΄Κορ.6,19]. Αυτό δείχνει ότι όχι μόνο προσπαθεί να τους προκαλέσει ντροπή, αλλά και τους προτρέπει σε αρετή. «Γιατί πράττεις», λέγει, «όσα θέλεις; Δεν είσαι κύριος του εαυτού σου». Και αυτά τα έλεγε όχι διότι παραγνώριζε το αυτεξούσιο· διότι και με το να πει: «Όλα μπορώ να τα κάνω αλλά δεν με συμφέρουν όλα», δεν κατήργησε την ελευθερία μας· και εδώ πάλι γράφοντας ότι «καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν(: και συνεπώς δεν ανήκετε στον εαυτό σας)» δεν καταργεί την προαίρεση, αλλά την ελευθερώνει από την κακία και δείχνει την κηδεμονία του Δεσπότου. Για τον λόγο αυτόν και πρόσθεσε: «Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς(:Ναι. Δεν ορίζετε τον εαυτό σας· διότι εξαγοραστήκατε με βαρύ τίμημα, με το ατίμητο αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε λοιπόν κάθε αισχρή πράξη που γίνεται με το σώμα· και αποδιώκετε κάθε πονηρή σκέψη και επιθυμία από το πνεύμα σας)»[Α΄Κορ.6,20]. Εάν λοιπόν ανήκω στον εαυτό μου, πώς απαιτείς από εμένα να κάνω όσα πρέπει να κάνω; Πώς λοιπόν στη συνέχεια λες πάλι: «Δοξάστε λοιπόν τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στον Θεό»;
Τι σημαίνουν λοιπόν το «Δεν ανήκετε στους εαυτούς σας» και τι θέλει να επιτύχει με αυτό; Θέλει να τους κάνει να μην αμαρτάνουν και να μην ακολουθούν τις απρεπείς επιθυμίες της ψυχής τους· διότι, πράγματι, θέλουμε πολλά ανάρμοστα, αλλά πρέπει να συγκρατούμαστε· και μας είναι δυνατόν· διότι, εάν δεν μας είναι δυνατόν, είναι περιττή η παραίνεση. Κοίταξε λοιπόν πώς το πέτυχε. Αφού δηλαδή είπε: «Δεν ανήκετε στους εαυτούς σας», δεν πρόσθεσε «αλλά είστε υπό εξαναγκασμό», αλλά πρόσθεσε: «Αγοραστήκατε με τίμημα». Γιατί το λες αυτό; Και όμως, θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει, με άλλον τρόπο θα έπρεπε να μας προτρέψει, δείχνοντας ότι έχουμε Κύριο. Αλλά τούτο μεν το έχουμε κοινό με τους Έλληνες, το «ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς», όμως μόνο εμείς το έχουμε. Μας υπενθυμίζει δηλαδή το μέγεθος της ευεργεσίας και τον τρόπο της σωτηρίας, δείχνοντας ότι εξαγοραστήκαμε μετά την αποξένωσή μας από τον Θεό· και όχι απλώς εξαγοραστήκαμε, αλλά εξαγοραστήκαμε με τίμημα.
«Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν(:Και έτσι να δοξάζετε τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύμα σας)»[Α΄Κορ.6,20]. Αυτά λοιπόν τα λέγει, ώστε να αποφεύγουμε την πορνεία όχι μόνο με το σώμα, αλλά και στο πνεύμα, την ψυχή μας, να μην συλλογιζόμαστε τίποτε το πονηρό και έτσι να εκδιώκουμε την χάρη. «ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ(:τα οποία ανήκουν στον Θεό)»· επειδή δηλαδή είπε «τα δικά σας», γι' αυτό πρόσθεσε: «τα οποία ανήκουν στον Θεό», υπενθυμίζοντας συνεχώς σε μας ότι όλα ανήκουν στον Κύριο, και το σώμα και η ψυχή και το πνεύμα. Και μάλιστα μερικοί ισχυρίζονται ότι με τη λέξη «πνεύμα» εννοεί το χάρισμα· διότι εάν έχουμε εκείνο, δοξάζεται ο Θεός· και θα το έχουμε, αν έχουμε καθαρή καρδιά. Και είπε ότι αυτά είναι του Θεού, όχι μόνο επειδή τα δημιούργησε, αλλά επειδή, και όταν τα χάσαμε, πάλι για δεύτερη φορά τα κέρδισε αφού κατέθεσε ως τίμημα το αίμα του Υιού Του.
Πρόσεχε πώς ανάγει το παν στον Χριστό· πώς μας ανύψωσε στον ουρανό. «Είστε μέλη του Χριστού», λέγει, «ναός του Πνεύματος. Μη γίνεστε λοιπόν μέλη πόρνης, αλλά του Χριστού». Αυτά τα έλεγε δείχνοντας συγχρόνως και τη φιλανθρωπία Του, ότι δηλαδή το σώμα μας είναι δικό Του, και ότι μας σώζει από την εξουσία του πονηρού. «Εάν δηλαδή το σώμα σας είναι ξένο, δεν έχετε», λέει, «εξουσία να προσβάλλετε ξένο σώμα, και μάλιστα όταν ανήκει στον Κύριό σας, ούτε να μολύνετε τον ναό του Πνεύματος». Εφόσον δηλαδή τιμωρείται αυστηρότατα εκείνος που θα εισβάλει σε ξένη οικία και θα διασκεδάσει σε εκείνη, όποιος τον ναό του βασιλέως κάνει καταγώγιο ληστού, σκέψου πόσα κακά θα πάθει.
Έχοντας λοιπόν αυτά κατά νουν να σέβεσαι Αυτόν που κατοικεί εντός σου, διότι Αυτός είναι ο Παράκλητος· να καταλαμβάνεσαι από ρίγος γι’ Αυτόν που είναι συνδεδεμένος και προσκολλημένος μαζί σου, διότι Αυτός είναι ο Χριστός. Μήπως λοιπόν εσύ έκανες τον εαυτό σου μέλη του Χριστού; Σκέψου αυτό, ποιου μέλη ήσαν και ποιου έγιναν, και στο εξής να είσαι σώφρονας. Προηγουμένως ήσαν μέλη πόρνης, και όμως ο Χριστός τα έκανε μέλη του ίδιου του σώματός Του. Επομένως στο εξής δεν τα εξουσιάζεις· να είσαι δούλος Εκείνου που σε ελευθέρωσε.
Εάν είχες μία θυγατέρα και από πολλή ανοησία σου την είχες ενοικιάσει σε πορνοβοσκό και την είχες κάνει να πορνεύεται, εάν κατόπιν ερχόταν ένας υιός βασιλέως και την ελευθέρωνε από εκείνη τη δουλεία και την νυμφευόταν, δεν θα είχες πλέον κανένα δικαίωμα να οδηγείς αυτήν στο πορνείο· διότι για μια φορά την έδωσες και την έχασες. Και η δική μας περίπτωση είναι ίδια· νοικιάσαμε την σάρκα μας στον διάβολο, τον φοβερό πορνοβοσκό· όταν την είδε ο Χριστός, την έσωσε και την απάλλαξε από εκείνη τη βασανιστική τυραννία· επομένως δεν είναι πλέον δική μας, αλλά Εκείνου που την έσωσε. Εάν θέλεις να τη μεταχειρίζεσαι ως νύμφη βασιλέως, κανείς δεν σε εμποδίζει· εάν όμως την οδηγήσεις στην προηγούμενη κατάσταση, θα πάθεις όσα είναι φυσικό να παθαίνουν εκείνοι που επιδίδονται σε τέτοια ακολασία. Για τον λόγο αυτόν έχουμε ηθική υποχρέωση να καταστολίζουμε αυτήν, όχι να την ντροπιάζουμε. Δεν εξουσιάζεις τη σάρκα σου, για να τη διαθέτεις στις πονηρές επιθυμίες, αλλά μόνο σε όσα ο Θεός σου ορίσει.
Σκέψου λοιπόν από πόση ακολασία την απάλλαξε ο Θεός· διότι πριν από τη σωτήρια ενανθρώπησή Του η ίδια η φύση μας ήταν πολύ αισχρότερη από κάθε πόρνη· πράγματι· ληστείες και φόνοι και κάθε παράνομος λογισμός εισερχόταν σε αυτήν και δέσμευε την ψυχή στην τυχούσα ηδονή με ολίγο και ευτελές ενοίκιο. Και η ψυχή ανακατεμένη με πονηρές σκέψεις και πράξεις, αυτό μόνο τον μισθό καρπωνόταν. Αλλά ενώ το να γίνονται αυτά πριν από την έλευση του Χριστού ήταν μεν κάτι το φοβερό, οπωσδήποτε όμως δεν ήταν απελπιστικά φοβερό. Το να μολύνεται όμως πάλι η ψυχή μετά τη λύτρωση που πρόσφερε ο ουρανός, μετά την υπόσχεση των βασιλείων, μετά την απόλαυση των φρικτών μυστηρίων, πώς θα συγχωρηθεί;
Ή νομίζεις ότι ο ίδιος ο διάβολος δεν είναι μαζί με τους πλεονέκτες και όλους εκείνους, που ανέφερε προηγουμένως; Και δεν πιστεύεις ότι εκείνες οι γυναίκες που καλλωπίζονται για ασέλγεια έχουν στενή σχέση με εκείνον; Ποιος θα διαφωνήσει με αυτό; Και αν κάποιος διαφωνεί, ας ανοίξει την ψυχή των γυναικών που επιδίδονται σε τέτοιες ασχήμιες, και θα δει οπωσδήποτε εκείνον τον πονηρό δαίμονα να είναι στενά συνδεδεμένος με αυτές· διότι είναι δύσκολο, αγαπητοί μου, είναι δύσκολο, ίσως μάλιστα και αδύνατο, όταν το σώμα καλλωπίζεται τόσο πολύ, να καλλωπίζεται συγχρόνως και η ψυχή· αλλά είναι επόμενο, όταν φροντίζουμε για το ένα, να παραμελούμε το άλλο· δεν είναι φυσικό να συμβαίνουν συγχρόνως και τα δύο.
Για τον λόγο αυτόν λέει: «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν - ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι(:εκείνος που συνδέεται στενά και προσκολλάται στην πόρνη είναι ένα σώμα με αυτήν - εκείνος όμως που προσκολλάται στον Κύριο, γεμίζει ολόκληρος και διευθύνεται από το Πνεύμα του Κυρίου και γίνεται ένα πνεύμα με Αυτόν)»[Α΄Κορ.6,16-17]. Αυτός ο δεύτερος λοιπόν γίνεται Πνεύμα, αν και περιβάλλεται από σώμα· διότι όταν αυτός δεν έχει τίποτε το σωματικό ούτε σαρκικό ούτε γήινο, απλώς φορεί το σώμα· και αυτό συμβαίνει, όταν όλη η εξουσία ανήκει στην ψυχή και το Πνεύμα.
Έτσι δοξάζεται ο Θεός. Για τον λόγο αυτόν και στην προσευχή προτρεπόμαστε να λέμε: «Ας αγιαστεί το όνομά Σου». Και ο Χριστός λέει: «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς(:έτσι σαν λυχνάρι που είναι σωστά τοποθετημένο ας λάμψει το φως της αρετής σας μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν για τα ενάρετα και άγια παιδιά Του τον Πατέρα σας, ο οποίος είναι βέβαια παρών παντού, αλλά κυρίως φανερώνει την παρουσία Του στους ουρανούς)» [Ματθ.5,16]. Τον δοξάζουν επίσης και οι ουρανοί χωρίς να έχουν φωνή, αλλά με το να τους βλέπει κανείς και να τους θαυμάζει, αποδίδουν τη δόξα στον ουρανό.
Έτσι ας δοξάσουμε Αυτόν και εμείς, μάλλον δε και περισσότερο από εκείνους· διότι μπορούμε, αν θέλουμε. Ο ουρανός και η ημέρα και η νύκτα δεν δοξάζουν τόσο τον Θεό όσο μία αγία ψυχή. Όπως ακριβώς δηλαδή, όταν κάποιος βλέπει το κάλλος του ουρανού, λέγει: «Δόξα σε Εσένα, Θεέ μου, τι θαυμάσιο έργο δημιούργησες», έτσι ακριβώς, και όταν βλέπει την αρετή ενός χριστιανού άντρα, τότε δοξάζει τον Θεό πολύ περισσότερο. Πράγματι, από εκείνα τα κτίσματα όλοι δεν Τον δοξάζουν, αλλά πολλοί λένε ότι τα όντα δημιουργήθηκαν μόνα τους· άλλοι ακόμη και στους δαίμονες αποδίδουν τη δημιουργία και την πρόνοια του κόσμου, και αυτοί αμαρτάνουν κατά τρόπο ασυγχώρητο. Όταν όμως πρόκειται για αρετή ανθρώπου, κανείς δεν θα μπορέσει να εκφραστεί κατά τέτοιο αναίσχυντο τρόπο, αλλά οπωσδήποτε θα δοξάσει τον Θεό, όταν βλέπει τον ζώντα άνθρωπο να υπηρετεί Αυτόν με την αρετή του.
Ποιος, αλήθεια, δεν θα εκπλαγεί, όταν κάποιος, ενώ είναι άνθρωπος και έχει την ίδια φύση και συναναστρέφεται ανθρώπους, ως αδάμαντας δεν κάμπτεται από το πλήθος των παθών; Όταν, ενώ βρίσκεται μεταξύ πυρός και σιδήρου και θηρίων, είναι ισχυρότερος από τον αδάμαντα και σώζεται από όλα χάρη στην ευσέβειά του; Όταν υβρίζεται, και όμως ευλογεί; Όταν συκοφαντείται, και όμως εγκωμιάζει; Όταν βλάπτεται, και όμως εύχεται υπέρ των αδικούντων; Όταν τον επιβουλεύονται, και όμως αυτός ευεργετεί όσους τον πολεμούν και τον επιβουλεύονται;
Αυτά λοιπόν και αυτού του είδους τα έργα θα δοξάσουν τον Θεό πολύ περισσότερο από τους ουρανούς. Πράγματι· οι εθνικοί ενώ βλέπουν τον ουρανό, δεν ντρέπονται· όταν όμως δουν ένα άγιο άντρα να ζει τη φιλοσοφία με συνέπεια, αφοπλίζονται και επιρρίπτουν την ευθύνη στον εαυτό τους· διότι, όταν κάποιος που είναι της ίδιας με αυτούς ανθρωπίνης φύσεως είναι τόσο ανώτερός τους, πολύ περισσότερο από όσο ο ουρανός από τη γη, τότε και χωρίς να το θέλουν αντιλαμβάνονται ότι κάποια θεία δύναμη πραγματοποιεί αυτά. Για τον λόγο αυτόν λέει ο Κύριος: «καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς(:και να δοξάσουν για τα ενάρετα και άγια παιδιά Του τον Πατέρα σας, ο οποίος είναι βέβαια παρών παντού, αλλά κυρίως φανερώνει την παρουσία Του στους ουρανούς)»[Ματθ.5,16].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος