῾Η ὑπαπαντή: τύπος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς
῾Η ἑορτή τῆς ῾Υπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὑπαντᾶται, δηλαδή συναντᾶται ὁ Κύριος ὡς τεσσαρακονθήμερο βρέφος μέ τόν δίκαιο γέροντα Συμεών στόν Ναό τῶν ῾Ιεροσολύμων κατά παρακίνηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ τύπος ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Διότι σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς συναντήσεως αὐτῆς διαβλέπουμε τά στοιχεῖα τῆς συναντήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τόν κάθε ἄνθρωπο.
Τρεῖς φάσεις μποροῦμε νά διακρίνουμε στό γεγονός: τήν πρώτη, πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα παρακινεῖ τόν γέροντα Συμεών νά ἔρθει στόν Ναό. Τή δεύτερη, πού συναντᾶται ὁ γέροντας μέ τόν Χριστό καί Τόν παίρνει στά δικά του χέρια, γιά νά ξεσπάσει στόν εὐχαριστήριο ὕμνο "Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν Σου, Δέσποτα…" – κάτι πού ἀδιάκοπα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνουμε στό τέλος τῆς ἑσπερινῆς ἀκολουθίας. Καί τήν τρίτη, πού σχετίζεται ἀκριβῶς μέ τό περιεχόμενο τοῦ ὕμνου αὐτοῦ: ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό ὁδηγεῖ τόν Συμεών σέ ἀποκάλυψη τῆς ἁγίας συνειδήσεώς του, κύριο γνώρισμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσδοκία μέ λαχτάρα καί τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου λόγω τελείας αγάπης του πρός τόν Θεό.
Στήν πρώτη φάση πράγματι μποροῦμε νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας: κανείς δέν ἔρχεται στό "Ιερόν", στήν ᾽Εκκλησία μετά τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου, χωρίς τήν παρακίνηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. "Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, λέει ὁ Χριστός, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν". Ἀπό τόν Θεό κινούμενοι προχωροῦμε πρός τόν Θεό. ῾᾽Εν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς᾽. Κι αὐτό σημαίνει πώς ἡ ἔνταξή μας στήν ᾽Εκκλησία συνιστᾶ πάντοτε ἕνα ἁγιοπνευματικό γεγονός, ὄχι μόνο μέ τή διαδικασία τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, ἀλλά καί μέ τήν προετοιμασία μας γι᾽ αὐτά.
Στήν ᾽Εκκλησία ὄντας ἐν Πνεύματι, σάν τόν Συμεών, προσδοκοῦμε τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Καί πρέπει νά ἔχουμε τά μάτια μας ἀνοικτά, γιά νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τήν παρουσία Του. Καί Τήν διακρίνουμε ἐν πολλοῖς σέ τρία κυρίως ἐπίπεδα: Πρῶτον· στήν ῾κλᾶσιν τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου᾽, δηλαδή στή Θεία Εὐχαριστία κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔρχεται γιά νά γίνει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του ὄχι ἁπλῶς μέρος τῆς ἀγκαλιᾶς μας, ἀλλά τό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί τῆς ὕπαρξής μας, συνεπῶς νά προσδιορίσει τή ζωή μας καί νά τήν ὁδηγήσει σέ θέωση. Δεύτερον· στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου μας. ῾Ο κάθε συνάνθρωπός μας, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ᾽Αποστόλων, δέν εἶναι ἐπιφανειακά ἕνας ἄλλος, ἀλλά ὁ ἀδελφός τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου καί μία δική Του μυστική παρουσία. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽. ῎Ετσι ἡ κάθε συνάντησή μας μέ τόν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό μας μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσει τή δυναμική τοῦ γεγονότος τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί τρίτον· στήν προσμονή πιά τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του. ῾Ο πιστός τῆς ᾽Εκκλησίας, ζώντας ἤδη τόν Κύριο ἀπό τώρα: στή Θεία Εὐχαριστία καί στή βίωση τῆς ἀγάπης, περιμένει μέ λαχτάρα τό τέλος τῆς συναντήσεως, τήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελειοποίησή της. Κι αὐτό θά γίνει μέ τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου στή Δευτέρα Του Παρουσία. Τό ῾ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ᾽ τῆς ᾽Αποκαλύψεως τοῦ ᾽Ιωάννου εἶναι, ὅπως πολύ σωστά ἔχει εἰπωθεῖ, ἡ κραυγή τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος νιώθει ὅτι αὐτό πού ζεῖ στή ζωή αὐτή δέν εἶναι τό τέρμα, ἀλλά ἡ πρόγευσή του.
᾽Ακριβῶς γι᾽ αὐτό ὁ θάνατος δέν τόν τρομάζει πιά. Καταργήθηκε ἀπό τόν Χριστό καί καταργεῖται καί στήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ, ἀφοῦ ὁ πιστός ζεῖ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπό τή συνάντησή του μέ ᾽Εκεῖνον. Τό ῾νῦν ἀπολύεις᾽ λοιπόν γίνεται καί τό αἴτημα τοῦ χριστιανοῦ, ὁπότε καί ἡ τρίτη φάση τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Συμεών – ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου – βιώνεται καί πάλι ἀπό αὐτόν.
Στό γεγονός τῆς ὑπαπαντῆς καθρεπτίζουμε τή ζωή μας. ῞Ορος ἀπαραίτητος ὅμως ἡ οἰκειοποίηση ἀπό ἐμᾶς καί τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ δικαίου Συμεών. ῞Οπως ἐκεῖνος γιά νά ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί νά συναντηθεῖ μέ τόν Χριστό ζοῦσε ἁγία καί δικαία ζωή, ἔτσι κι ἐμεῖς: ἔχοντας τό προνόμιο τῆς ἔνταξής μας ἤδη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τό βάπτισμα, ἄν δέν τό ἐνεργοποιοῦμε μέ τή δικαία ζωή μας, δηλαδή μέ τή συνεπή τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δέν θά μποροῦμε νά βλέπουμε καί νά συναντοῦμε τόν Χριστό ἐκεῖ πού σημειώσαμε: στή Θεία Εὐχαριστία, στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας. Κι αὐτό γιατί ἄρνηση ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ σημαίνει παγίωση μέσα μας τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί λατρεία συνεπῶς μόνο τοῦ ἑαυτοῦ μας.
παπα Γιώργης Δορμπαράκης
Πηγή ἐδῶ.