Ἀββᾶς Ἀντώνιος
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ μας προέρχεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Γιατὶ ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας, κερδίζουμε τὸν Θεό• ἂν ὅμως τὸν σκανδαλίσουμε, ἁμαρτάνουμε στὸν Χριστό.
- ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΤΕ τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο γέροντες καὶ μαζί τους ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ. Ὁ γέροντας θέλησε νὰ τοὺς δοκιμάσει καὶ διαλέγοντας ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τοὺς ρωτοῦσε τί σημαίνει, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς μικρότερους. Καὶ ἕνας ἕνας ἔλεγε ὅπως μποροῦσε τὴ γνώμη του. Ὅταν τελείωναν ὁ γέροντας ἔλεγε σὲ ὅλους:— Δὲν τὸ κατάλαβες ἀκόμα.Τέλος ρώτησε καὶ τὸν ἀββᾶ Ἰωσὴφ.— Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει αὐτὸ τὸ ρητό;Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:— Δὲν ξέρω.Τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε:— Πάντως ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο ἐπειδὴ εἶπε «δὲν ξέρω».
- ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος— Ἔρχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελλαθοῦν καὶ ὅταν δοῦν κάποιον ποὺ δὲν εἶναι τρελὸς θὰ ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του καὶ θὰ τοῦ ποῦν «εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾽ αὐτούς.
- ΤΡΕΙΣ ΠΑΤΕΡΕΣ εἶχαν τὴ συνήθεια κάθε χρόνο νὰ ἐπισκέπτονται τὸν μακάριο Ἀντώνιο. Κι ἐνῶ οἱ δύο τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὴ σκέψη καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὁ ἕνας ἔμενε πάντοτε σιωπηλὸς καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα.Μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τοῦ λέει:— Ὁρίστε, τόσες φορὲς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ καὶ δὲν μὲ ρωτᾶς τίποτα.Κι ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε:— Μοῦ φθάνει μόνο νὰ σὲ βλέπω, πάτερ.
- ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:— Δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπάω. «Γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει τὸν φόβο» (Ἰωαν. Α' 4:18).
- ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:— Ἐκεῖνος ποὺ κτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου σκέπτεται πρῶτα τὶ θέλει νὰ φτιάξει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι. Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ σκεπτόμαστε γιὰ ποιά ἀρετὴ παλεύουμε, ὥστε νὰ μὴ κοπιάζουμε μάταια.
- ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος συμβουλευόταν ἕναν Αἰγύπτιο γέροντα, ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν εἶδε τοῦ εἶπε:— Ἀββᾶ Ἀρσένιε, σὺ ποὺ τόσο κατέχεις τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, πῶς καὶ ρωτᾶς αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἀγροῖκο γιὰ τὶς σκέψεις σου;Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:— Τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία τὴν κατέχω, τὴν ἀλφάβητο ὅμως αὐτοῦ τοῦ ἀγροίκου δὲν τὴν ἔχω μάθει ἀκόμα.
- ΕΙΠΕ— Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὀργίζεται δὲν εἶναι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀκόμα κι ἂν ἀναστήσει νεκρό.
- Η ΟΡΓΗ εἶναι πάθος τοῦ νοῦ φυσιολογικό. Καὶ χωρὶς τὴν ὀργὴ δὲν ἐξαγνίζεται ὁ ἄνθρωπος - ἂν δὲν ὀργισθεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ τοῦ ὑποβάλλει μέσῳ τῶν ἀνθρώπων ὁ πονηρός. Καὶ ὅταν τὸν ἀνακάλυψε ὁ Ἰὼβ ἔβρισε τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὰ λόγια αὐτά: «ἄτιμοι καὶ διεφθαρμένοι ποὺ δὲν ἔχετε τίποτε καλό, ποὺ δὲν σᾶς θεωρῶ ἄξιους οὔτε γιὰ σκύλους τῶν ποιμνίων μου». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κατορθώσει τὴν κατὰ φύσιν ὀργὴ ξεριζώνει ὅλα τὰ δικά του θελήματα μέχρι νὰ ὑψωθεῖ στὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ νοῦ.
- ΡΩΤΗΣΕ κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων τὸν ἀββᾶ Ἁλώνιο:— Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ γλώσσα μου νὰ μὴ λέει ψέμματα;Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος τοῦ ἀπαντᾶ:— Ἂν δὲν ψεύδεσαι, θὰ κάνεις πολλὲς ἁμαρτίες.Ἐκεῖνος τότε εἶπε:— Τί ἐννοεῖς;Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει:— Ἔστω ὅτι δύο ἄνθρωποι δολοφόνησαν κάποιον μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ὁ ἕνας κρύφτηκε στὸ κελί σου. Καὶ ἔστω ὅτι ὁ ἄρχοντας ποὺ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ σὲ ρωτάει «ἔγινε μπροστά σου φόνος;» Ἂν δὲν πεῖς ψέμματα παραδίδεις τὸν ἄνθρωπο σὲ θάνατο. Καλύτερα ἄφησέ τον ἐλεύθερο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ• γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τὰ πάντα.
- ΜΕΡΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ βρῆκαν τὸν καιρὸ νὰ φᾶνε μαζὶ στὴ Σκῆτι• ἦταν μαζί τους καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης. Σηκώθηκε λοιπὸν κάποιος ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, νὰ προσφέρει τὸ σταμνάκι μὲ τὸ νερό• κανεὶς δὲν δέχτηκε νὰ τὸ πάρει ἀπὸ αὐτὸν παρὰ μόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός. Οἱ ὑπόλοιποι λοιπὸν ἁπόρησαν καὶ τοῦ εἶπαν:— Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι τόσο μικρότερος τόλμησες νὰ ὑπηρετηθεῖς ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο;Καὶ τοὺς λέει:— Ἐγὼ ὅποτε σηκώνομαι νὰ προσφέρω τὸ σταμνάκι χαίρομαι ἅμα τὸ πάρουν ὅλοι, γιατὶ ἔτσι ἔχω μισθό. Τώρα λοιπὸν γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ δέχτηκα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἔχει μισθό, μήπως λυπηθεῖ ποὺ κανεὶς δὲν δέχτηκε ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτὰ θαύμασαν καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὴ διάκρισή του.
Ἀββᾶς Ἀρσένιος
Ἀββᾶς Ἀγάθων
Ἅγιος῾Ησαΐας ὁ Ἀναχωρητής
Ἀββᾶς Ἁλώνιος
Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός