Τρεις Ιεράρχες - Στιγμές από τον πόνο και τις θλίψεις τους

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

          “Με εμπόδισαν να σου γράψω οι πολλές μου ασχολίες. Αλλά εκτός αυτού πυρετοί συνεχείς και λάβροι εξασθένησαν τόσο το σώμα μου και το αδυνάτησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζω ότι εγώ ο ίδιος είμαι λεπτότερος  από τον εαυτό μου. Έπειτα με βρήκαν άλλοι πυρετοί, περιοδικοί, που επανελήφθησαν είκοσι φορές. Έτσι τώρα που γλύτωσα πλέον από όλα αυτά, αισθάνομαι τόσο εξαντλημένος και αδύναμος, όπως ένας ιστός αράχνης. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να περπατήσω. Το παραμικρό ρεύμα αέρος μου προκαλεί περισσότερη ανωμαλία από ό, τι η τρικυμία στους πλέοντας. Είμαι αναγκασμένος να μένω συνεχώς στο δωμάτιο,  κλεισμένος. Και να περιμένω την άνοιξη, αν φυσικά μπορέσω να ζήσω ως την άνοιξη και δεν με συντρίψει η αρρώστια που φωλιάζει στα σπλάχνα μου. Εάν με διασώσει ο Κύριος, θα σπεύσω να σε συναντήσω και να σε αγκαλιάσω με όλη μου την καρδιά. Μόνο προσευχήσου η ζωή μου να τακτοποιηθεί σύμφωνα με εκείνο, που είναι καλύτερο για την ψυχή μου”.

(επιστολή προς τον φίλο του αρχίατρο Μελέτιο)

          Άγιος Ιωάν. Χρυσόστομος

  “ Ο φετινός χειμώνας ήταν σφοδρότερος του συνήθους με αποτέλεσμα να επιδεινώσει και την ασθένεια του στομάχου μου. Δύο μήνες έζησα σχεδόν σαν νεκρός και χειρότερα από νεκρός. Διότι επί τέλους ο νεκρός δεν αισθάνεται τον πόνο. Ενώ εγώ ζούσα τόσο μόνον, ώστε να νιώθω όλα τα δεινά που με περικύκλωναν, χωρίς όμως να μπορώ να κάνω τίποτα για να τα αποφύγω. Όλα μου φαίνονταν σκοτεινά ακόμη  και την ημέρα και το πρωί. Το μεσημέρι μου φαινόταν νύχτα....Καθηλωμένος στο κρεβάτι, δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτα για να διώξω την φοβερή παγωνιά. Το κρύο έμπαινε δριμύ από παντού. Έφραξα όλες τις σχισμές και τις χαραμάδες του δωματίου μου-μάλλον της καλύβας μου. Έριξα επάνω μου όσα ρούχα είχα και δεν είχα και  δεν είχα, χωρίς  όμως αποτέλεσμα. Όσες φορές επεχείρησα να ανάψω λίγη φωτιά ο καπνός με έπνιγε. Έπαθα ό, τι χειρότερο μπορεί κανείς να φαντασθεί, υποφέροντας συνεχώς από κεφαλαλγία, ανορεξία και αδιάκοπη αϋπνία”.

          ( Επιστολή προς Ολυμπιάδα)

          Γρηγόριος Θεολόγος

          “Ερωτάς τι γίνομαι και πως πάνε τα πράγματα: δυστυχώς είναι πού άσχημα. Είμαι πικραμένος πολύ. Δεν έχω πια τον Βασίλειο. Δεν έχω τον Καισάριο. Ο θάνατος μου πήρε και τον πνευματικό και τον κατά σάρκα αδελφό. Μαζί με τον Δαυίδ ψάλλω θλιμμένος: “Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλειπόν με”. Η σωματική μου υγεία είναι σε κακή κατάσταση. Τα γηρατειά βαραίνουν επάνω μου. Είμαι βυθισμένος σε ένα πλήθος φροντίδων. Τα πράγματα είναι άσχημα. Οι φίλοι έχουν χαθεί. Τα της Εκκλησίας είναι  αποίμαντα. Χάθηκε το καλό. Θρασύ το κακό. Ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει....Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος....”.

          (Προς στον ρήτορα  Ευδόξιο)

Πηγή