Ἡ Ἁγία Τατιανὴ ἡ Μάρτυς

             


Τῆς πάντα λαμπρᾶς Τατιανῆς τῇ κάρᾳ,
Λαμπρὸν προεξένησε τὸ ξίφος στέφος.
Τῇ δυοκαιδεκάτῃ Τατιανῆς αὐχένα κέρσαν.


Ἡ Ἁγία Μάρτυς Τατιανὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξάνδρου τοῦ Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της εἶχε διατελέσει ὕπατος.

Ἡ Ἁγία Τατιανὴ εἶχε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα τῆς διακόνισσας καὶ στὴν ὑμνολογία παρίσταται ὡς μαθήτρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἡ ἐπισημότητα τῆς καταγωγῆς της καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκτελοῦσε τὰ διακονικά της καθήκοντα, ἔδωσαν στὴν Τατιανὴ περιφανὴ θέση μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Καὶ οἱ Ἐθνικοὶ ὅμως εἶχαν ἀκούσει περὶ αὐτῆς καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν τὸ γεγονὸς ὅτι μία τέτοια γυναίκα καταφρονοῦσε τὶς κοσμικὲς βλέψεις καὶ περιφρονοῦσε τὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ μὲ τόση αὐταπάρνηση τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου.
Ὅταν, ἐπὶ Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη τῶν Χριστιανῶν, ἡ Τατιανὴ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ διεκήρυττε τὴν πίστη της στὸν Χριστό, τὴν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸ βασιλέα καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν εἰσῆλθε σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναό. Ἐκεῖ ὅμως ἡ Ἁγία, μὲ μιὰ θερμὴ προσευχὴ στὸ Χριστό, συντάραξε τὰ ξόανα (τὰ ξύλινα ἀγάλματα) τῶν θεοτήτων τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὰ γκρέμισε στὸ δάπεδο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν ὑπέβαλαν σὲ βασανιστήρια. Τὴν κτύπησαν καὶ μὲ σιδερένια νύχια τῆς ξέσκισαν τὰ βλέφαρα. Ἔπειτα τὴν κρέμασαν καὶ τῆς ξύρισαν τὸ κεφάλι. Ἀκολούθως τὴν ἔριξαν πάνω σὲ φωτιά, ἀλλὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Κατόπιν τὴν ἔριξαν σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν βλάψουν. Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, οἱ εἰδωλολάτρες, ἔκοψαν τὴν Τίμια κεφαλὴ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἁγία εἰσῆλθε μὲ τὸ στέφανο τῆς δόξας στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰσχύϊ τῆς πίστεως, κραταιωθεῖσα σεμνή, νομίμως ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Τατιανὴ ἔνδοξε· πάσας γὰρ τὰς ἰδέας, τῶν δεινῶν ἐνεγκοῦσα, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῇ ἀτρέπτῳ σου στάσει· ἐξ οὗ τῆς κακοτροπίας πάντας ἀπάλλαξον.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Παρθένος σεμνή, καὶ Μάρτυς ἀπερίτρεπτος, ἐδείχθης σαφῶς, Τατιανὴ θεόνυμφε· Χριστὸν γὰρ ποθήσασα, δι’ ἀγώνων τοῦτον ἐδόξασας· ὃν δυσώπει ῥῦσαι ἡμᾶς, παθῶν ἀδοξίας, καὶ παντοίων δεινῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν αἱμάτων σου ταῖς βαφαῖς, βάψασα χιτῶνα, ἀφθαρσίας πορφυραυγῆ, ᾧ καὶ στολισθεῖσα, Τατιανὴ θεόφρον, πρὸς φῶς ἀθανασίας, χαίρουσι ἔδραμες.