Αυτός καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας και επειδή αγάπησε την ερημική και φιλόσοφη ζωή, πρώτα έκλεισε τον εαυτό του μέσα σε ένα μικρό κελλάκι. Αργότερα πήγε σε μια κορυφή υψηλότερη και κατασκεύασε από ξύλα ένα σεντούκι τόσο μικρό, που δεν χωρούσε ούτε αυτό το σώμα του και έτσι αναγκαζόταν ο αοίδιμος να σκύβει πάντοτε. Επειδή το σεντούκι δεν είχε ύψος ανάλογο με το μέγεθος του σώματός του, ούτε ήταν καλά δεμένο με σανίδια, αλλά ήταν και χαμηλό και παρόμοιο με τα ανοικτά κάγκελα, οπότε ούτε από την βλάβη της βροχής έμενε ελεύθερος, ούτε από την φλόγα του ηλίου, αλλά και από τα δυο εξ ίσου εβλάπτετο.
Αφού λοιπόν πέρασε τέτοια ταλαίπωρη ζωή για πολλά χρόνια, βγήκε από το σεντούκι, υπακούοντας στις συμβουλές του τότε μακαριωτάτου Πατριάρχου Αντιόχειας κυρίου Θεοδότου. Μολονότι όμως βγήκε από εκεί, όμως πάλι στεκόταν αδιάκοπα έχοντας τα χέρια του απλωμένα στον ουρανό, και δοξολογώντας τον των όλων Θεό, έχοντας δε σκεπασμένο όλο το σώμα του με χιτώνα δερμάτινο, μόνο στην μύτη και στο στόμα άφησε μικρή τρύπα, για να αναπνέει από εκεί αυτόν τον κοινό αέρα.
Όλες αυτές τις κακουχίες τις υπέμενε ο αοίδιμος, μολονότι δεν είχε σώμα υγιεινό, αλλά ασθενικό και άρρωστο. Διότι από τον θείο έρωτα και από μία θερμή προθυμία πυρπολούμενος, βίαζε το σώμα του να κοπιάζει σε εκείνα, που δεν μπορούσε να κοπιάζει. Και μολονότι βρισκόταν σε αυτό το ύψος της αρετής, είχε, όμως φρόνημα ταπεινό. Διότι γνώριζε ως φρόνιμος πόση βλάβη προξενεί στον άνθρωπο το υπερήφανο φρόνημα. Με τέτοιο τρόπο λοιπόν αφού πέρασε την ζωή του ο τρισμακάριστος, με ειρήνη προς τον Κύριον εξεδήμησε.
(Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Γ΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος, σ.368-369)Πηγή