του αειμνήστου λειτουργιολόγου Ιωάννου Φουντούλη
Η περίοδος της προετοιμασίας των πιστών για την είσοδο στην Τεσσαρακοστή βρίσκεται στο τέλος της. Περάσαμε τον τριμερή νάρθηκα του ιερού οικοδομήματος, της ιερωτέρας περιόδου του εκκλησιαστικού έτους. Η Κυριακή της Τυροφάγου είναι το μεταίχμιο μεταξύ της προετοιμασίας και της ενάρξεως της Τεσσαρακοστής. Από τον μεγάλο κατανυκτικό εσπερινό της Κυριακής αυτής αρχίζουμε τον ιερό καιρό της νηστείας. Τα τροπάρια θα είναι κατανυκτικά, η τέλεσις της θείας λειτουργίας θα περιορισθεί σε μόνα τα Σάββατα και τις Κυριακές και τα φαιδρά άμφια της αγίας τραπέζης και των ιερέων θα αντικατασταθούν με τα πένθιμα ενδύματα της μετανοίας.
Από τη Δευτέρα της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, την Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η αρίθμησις των τεσσαράκοντα ημερών της νηστείας, η Τεσσαρακοστή, που «πληρούται», συμπληρώνεται κατά την Παρασκευή προ των Βαΐων.
Είναι ιερός ο αριθμός των ημερών αυτών. Έχει καθοριστεί κατά μίμηση βιβλικών προτύπων. Ο Μωυσής στο Όρος Σινά νήστεψε σαράντα ημέρες πριν συναντήσει τον Θεό.[1] Το ίδιο και ο προφήτης Ηλίας στην έρημο του Χωρήβ.[2] Μα ιδιαιτέρως για την διαμόρφωση του αριθμού αυτού έχει επιδράσει το παράδειγμα του Κυρίου. Ο Χριστός μετά από το βάπτισμά Του και πριν αρχίζει την δημόσια δράση Του ενήστευσε, κατά το Ευαγγέλιο, «ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα».[3] Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι κατά τους Πατέρες, «η νηστεία του Κυρίου», καθιερωθείσα , «κατά τον τύπον της σωτηρίου νηστείας», δηλαδή της νηστείας του Σωτήρος.[4] Ο πιστός με το βάπτισμά του ενούται με τον Χριστό και συμμετέχει στην ζωή του μυστικού Του σώματός. Με την τεσσαρακονθήμερο νηστεία μιμείται και συμμετέχει σε ένα ουσιώδες περιστατικό της επιγείου ζωής Του. Η Τεσσαρακοστή παίρνει κατά τον τρόπο αυτό ένα μυστικό σωτηριολογικό νόημα. Γιατί κατ’ αυτήν ο πιστός με την νηστεία και την προσευχή αγωνίζεται, παλαίει κατά του Σατανά, όπως ακριβώς και ο Χριστός «ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου».[5] Η Τεσσαρακοστή είναι για τούτο εποχή πνευματικού αγώνος, πάλης αλλά και νίκης, γιατί ο Χριστός στον αγώνα αυτόν βγήκε νικητής και «ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτοῦ» ο διάβολος κατησχυμένος.[6] Ο διάβολος τότε υπέβαλλε στον Κύριο τρεις πειρασμούς : να μεταβάλλει τους λίθους σε άρτους, να πέσει να τον προσκυνήσει για να του δώσει τις βασιλείες του κόσμου και να θαυματουργήσει πέφτοντας κάτω από το πτερύγιο του ναού.[7] Ο χριστιανός συνεξέρχεται μαζί με τον Κύριό του στην έρημο της Τεσσαρακοστής και συμμετέχει στους πειρασμούς Του, απαντώντας στον πρώτο πειρασμό με τη νηστεία, στον δεύτερο με την αδιάλειπτο λατρεία του μόνου αληθινού Θεού και στον τρίτο με την ταπείνωση. Νικώντας όμως στον αγώνα αυτόν ο πιστός μαζί με τον Χριστό, μπορεί να βαδίσει προς το Πάσχα και να συσταυρωθεί και να συναναστηθεί μαζί Του.
Και ένας άλλος πατερικός συμβολισμός δίδει ένα νέο νόημα στην περίοδο της νηστείας. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης επέβαλλε στον κάθε Ισραηλίτη να προσφέρει στον Θεό τις απαρχές και το ένα δέκατο των προϊόντων και των γεννημάτων της γης του. Ήταν η θεία φορολογία, η «αποδεκάτωσις». Ο κατά χάριν Ισραηλίτης, το μέλος του νέου λαού του Θεού, έρχεται κατά την περίοδο αυτή να προσφέρει στο θυσιαστήριο του Θεού τον αποδεκατισμό. Όχι όμως των υλικών πραγμάτων, αλλά των πνευματικών· αυτής της ίδιας της ζωής του. Τετρακόσιες είναι περίπου οι ημέρες του κάθε χρόνου. Το ένα δέκατον, οι σαράντα, αφιερώνονται στον Θεό «ὡς ἀπαρχὴ καὶ ἀποδεκάτωσις κατ᾿ ἐνιαυτὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν», κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης.[8] Για τον λόγο ακριβώς αυτόν οι σαράντα αυτές ημέρες χαρακτηρίζονται από τα ιερά μας κείμενα ως «ἅγιαι» και «ἱεραί», ανήκουσαι δηλαδή στον Θεό. Είναι ημέρες λατρείας και συντόνου προσευχής, επειδή προσφέρονται στο λογικό θυσιαστήριο του Θεού σαν προσφορά και θυσία: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν». Οι τετρακόσιες ημέρες του έτους είναι δώρο του Θεού προς εμάς· από αυτές το δέκατο, οι σαράντα, αντιπροσφέρονται σ’ Αυτόν ως δώρο από τα δώρα Του.
Η Τεσσαρακοστή είναι περίοδος νηστείας. Το εναρκτήριο σάλπισμα δίνει η Κυριακή της Τυροφάγου. Θέμα της η νηστεία. Υποθήκες για τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς των νηστευόντων πιστών δίνει το αποστολικό και το ευαγγελικό ανάγνωσμα: «Ὁ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω»·[9] και «ὅταν νηστεύητε μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί… σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».[10] Την σπουδαιότητα όμως της νηστείας υπογραμμίζει κυρίως το εορτολογικό θέμα της ημέρας και η υμνογραφία που εμπνέεται απ’ αυτό. «Τῇ αὐτῆ ἡμέρα», γράφει το συναξάριο του Τριωδίου, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ.
Κόσμος γενάρχαις πικρὰ συνθρηνησάτω,
βρώσει γλυκείᾳ συμπεσὼν πεπτωκόσι».
Και αναλύει κατωτέρω ο συντάκτης του συναξαρίου, πώς οι πνευματοφόροι Πατέρες εννόησαν τη συσχέτιση αυτή της Κυριακή αυτής προς την υπόθεση της νηστείας.
Ο Αδάμ εξεβλήθη από τον Παράδεισο, γιατί δεν ετήρησε μία εντολή του Θεού, εντολή που ήταν όρος νηστείας: Να μη φάγει από τον καρπό ενός δένδρου, του δένδρου της γνώσεως.[11] Ο πρωτόπλαστος όμως δελεάστηκε από τον πειρασμό και παρέβη τον θεϊκό νόμο. Δεν ενήστευσε. Το πρώτο παράγγελμα του Θεού προς τον άνθρωπο ήταν επομένως ο νόμος της νηστείας, «τὸ τῆς νηστείας καλόν». Αν δεν παρέβαινε τον μοναδικό αυτό κανόνα ο Αδάμ, θα επετύγχανε την θέωση, θα ζούσε στον Παράδεισο της τρυφής δια παντός. Η τήρηση της νηστείας θα έφερνε ζωή· η παράβασις έφερε τον θάνατο.
Τα θρηνητικά τροπάρια της ημέρας αντλούν από το πλούσιο αυτό θέμα. Θρηνούν μαζί με τον Αδάμ για την πτώση και παρακινούν τους πιστούς στην νηστεία και στην υπακοή στον θείο νόμο για την έγερση: «Ἐπεὶ γοῦν διὰ τὸ μὴ ἅπαξ τὸν Ἀδάμ νηστεῦσαι τοσαῦτα πεπόνθαμεν, προτίθεται νῦν ἡ τούτου ἀνάμνησις εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἵνα, μεμνημένοι,ὅσον κακὸν τὸ μὴ νηστεῦσαι ἐπήγαγε, σπουδάσωμεν τὴν νηστείαν περιχαρῶς ὑποδέξασθαι καὶ παραφυλάττειν, ὡς ἄν, οὗ ἠστόχησεν ὁ Ἀδάμ, τῆς θεώσεως δηλαδή, ἡμείς δι᾿ αὐτῆς (διά της νηστείας) ἐπιτύχωμεν» σημειώνει ο συναξαριστής.
Θα ψαλούν τέσσαρα χαρακτηριστικά τροπάρια. Τα δύο πρώτα είναι το πρώτο και το τελευταίο από τα στιχηρά προσόμοια του επσερινού του πλ. β΄ ήχου προς το «Ὅλην ἀποθέμενοι»:
«Ὁ πλάστης μου Κύριος
χοῦν ἐκ τῆς γῆς προσλαβών με
ζωηρῷ φυσήματι
ψυχώσας ἐζώωσε
καὶ ἐτίμησεν
ἐπὶ γῆς ἄρχοντα
ὁρατῶν ἁπάντων
καὶ ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον,
Σατὰν δ᾿ ὁ δόλιος,
ὀργάνῳ τῷ ὄφει χρησάμενος,
ἐν βρώσει ἐδελέασε
καὶ Θεοῦ τῆς δόξης ἐχώρισε
καὶ τῷ κατωτάτῳ
θανάτῳ παραδέδωκεν εἰς γῆν,
ἀλλ᾿ ὡς δεσπότης καὶ εὔσπλαγχνος
πάλιν ἀνακάλεσαι».
«Ἀδὰμ ἐξωστράκισται
παρακοῇ Παραδείσου
καὶ τρυφῆς ἐκβέβληται,
γυναικὸς τοῖς ῥήμασιν
ἀπατώμενος
καὶ γυμνὸς κάθηται
τοῦ χωρίου οἴμοι!
ἐναντίον ὀδυρόμενος.
Διὸ σπουδάσωμεν
πάντες τὸν καιρὸν ὑποδέξασθαι
νηστείας, ὑπακούοντες
εὐαγγελικῶν παραδόσεων·
ἵνα διὰ τούτων,
εὐάρεστοι γενόμενοι Χριστῷ,
τοῦ Παραδείσου τὴν οἴκησιν
πάλιν ἀπολάβωμεν».
Το τρίτο τροπάριο είναι κάθισμα μεσώδιον του όρθρου του δ΄ ήχου, προς το «Κατεπλάγη Ἰωσήφ»:
«Ἐξεβλήθη ὁ Ἀδάμ
τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς
διὰ βρώσεως πικρᾶς,
ἐν ἀκρασίᾳ ἐντολήν
μὴ φυλάξας τὴν τοῦ δεσπότου καὶ κατεκρίθη
ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη αὐτός,
ἱδρῶτι δὲ πολλῷ, ἐσθίειν ἄρτον αὐτοῦ.
Δι᾿ ὃ ἡμεῖς ποθήσωμεν ἐγκράτειαν,
ἵνα μὴ ἔξω θρηνήσωμεν
τοῦ Παραδείσου, ὥσπερ ἐκεῖνος,
ἀλλ᾿ εἰς αὐτόν ἐλευσώμεθα».
Και ένα τελευταίο τροπάριο: Είναι το δεύτερο εξαποστειλάριο του όρθρου, προσόμοιον τού «Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν»:
«Ἀποικισθέντες, Κύριε,
Παραδείσου τὸ πρῶτον
διὰ τῆς ξύλου βρώσεως,
ἀντεισήγαγες πάλιν,
διᾶ σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους
σοῦ Σωτὴρ καὶ Θεέ μου,
δι᾿ οὗ ἡμᾶς ὀχύρωσον
τὴν νηστείαν πληρῶσαι
ἁγνοπρεπῶς
καὶ τὴν θείαν ἔγερσιν προσκυνῆσαι
τὸ Πάσχα τὸ σωτήριον,
σὲ τεκούσης πρεσβείαις».
Και στα τέσσαρα αυτά τροπάρια, όπως και σε ολόκληρη την υμνογραφία της ημέρας, η έμφασις πίπτει στο σημείο που επεσημάναμε προηγουμένως: Ο Αδάμ δια της βρώσεως χάνει τον Παράδεισο· οι πιστοί δια της νηστείας προσπαθούν να τον ξανακερδίσουν.
Και κατακλείομε με την ωραία ανακεφαλαιωτική προσευχή που κατακλείει το συναξάριο της ημέρας. Σε δυο γραμμές εκφράζει τον πόνο και τον πόθο του χριστιανού για τον ουράνιο Παράδεισο, αλλά και την ακλόνητη ελπίδα στο έλεος και στην αγάπη του Θεού:
«Τῇ ἀφάτω σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἡμᾶς καταξίωσον
καὶ ἐλέησον, ὦς μόνος φιλάνθρωπος».
(7 Μαρτίου 1970)
[1] Εξοδ. 24, 18.
[2] Γ΄ Βας. 19, 8.
[3] Ματθ. 4, 2.
[4] Συμεών Θεσσαλονίκης, Αποκρίσεις ΝΒ΄. ΝϚ΄.
[5] Ματθ. 4, 1.
[6] Λουκ. 4, 13.
[7] Ματθ. 4, 3-11, Λουκ. 2-13.
[8] Αποκρίσεις, ΝΒ΄.
[9] Ρωμ. 14, 3.
[10] Ματθ. 6, 18.
[11] Γεν. 2, 16-17.
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997