Ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος ἁγιάζει τὸν Οἰκουμενισμό
του,
καὶ μουτζουρώνει τὸν ἅγ. Γεννάδιο!
Του Παναγιώτη Σημάτη
Ἡ «ἱκανότητα» τῶν αἱρετικῶν, ἰδιαίτερα τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἶναι νὰ κάνουν τὸ μαῦρο ...ἄσπρο! Ἡ διαφορὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἄλλων ἐποχῶν εἶναι ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν πιστεύουν ...τίποτα! Δὲν ἀναζητοῦν καὶ δὲν ὑπερασπίζονται κάποια "ἀλήθεια" ‒έστω μὲ τὴν λογική‒ ἀλλὰ ἔρχονται νὰ ἐφαρμόσουν σχέδια ἐξωεκκλησιαστικῶν διεθνῶν σκοτεινῶν κέντρων ἐργαλειοποιώντας τὴν Πίστη.
Συγκεκριμένα ὁ πατρ.
Βαρθολομαῖος συμμετεῖχε καὶ ὁμίλησε σὲ Θεολογικὸ Συνέδριο στὴν Χαλκηδόνα γιὰ τὸν
ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο καὶ θέλοντας νὰ βρωμίσει
καὶ τὸν ἅγιο Γεννάδιο μεταξὺ ἄλλων εἶπε:
Ο Γεννάδιος Σχολάριος ήταν «ενωτικός αρχικώς (σ.σ.:
δηλ. ...Οἰκουμενιστής!!!), εν συνεχεία όμως, ήλλαξε παράταξιν, αγωνισθείς
μετά ενθέου ζήλου διά την υπεράσπισιν της Ορθοδοξίας και εναντίον του ψευδεπιγράφου Ενωτισμού (σ.σ.: δηλ. Οἰκουμενισμοῦ!!!)... Ο Γεννάδιος Σχολάριος μας εδίδαξε τον αληθή
τρόπον του διαλόγου. Ούτε ο θεολογικός μινιμαλισμός ούτε ο συγκρητισμός
έχουν θέσιν εις τον διαθρησκειακόν διάλογον.
Οφείλομεν
να σημειώσωμεν ότι παρόμοιον πνεύμα επέδειξεν ο Πατριάρχης Γεννάδιος και
αναφορικώς προς την σχέσιν Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. "Ανθενωτικός"
δύναται να χαρακτηρισθή ο Γεννάδιος μόνον εν αναφορά προς μίαν
ψευδεπίγραφον και κίβδηλον «Ένωσιν», η οποία δεν στηρίζεται εις γνήσια εκκλησιολογικά
και θεολογικά κριτήρια, αλλά υπηρετεί αλλοτρίας προς την
εκκλησιαστικήν ζωήν σκοπιμότητας. Ο Γεννάδιος μας διδάσκει με την στάσιν του
αυτήν ότι και σήμερον ο διάλογος της αγάπης και της αληθείας με την Ρωμαιοκαθολικήν
Εκκλησίαν οφείλει να κινήται πέραν ενός ουτοπικού Ενωτισμού και ενός αγόνου
Ανθενωτισμού. Εις τον αυθεντικόν διάλογον δεν υπάρχουν χαμένοι.
Κίνδυνος δεν είναι ο διάλογος και η ανοικτοσύνη αλλά η άρνησίς των, η άγονος
εσωστρέφεια και η φοβική κλειστότης”».
Μπερδευτήκατε; Εἶναι φυσικὸ καθότι ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος μουτζουρώνει τὸν ἅγ. Γεννάδιο καὶ ἁγιάζει τὸν Οἰκουμενισμό του!
Χαρακτηρίζει τὸν Γεννάδιο Σχολάριο «ἑνωτικό» (=οἰκουμενιστή), ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια «ἤλλαξε παράταξιν»! Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ «ἑνωτικοί» ‒ὡς πρὸς τὴν πίστη‒ ἐθεωροῦντο προδότες, κάτι σὰν τοὺς Οἰκουμενιστές. Ἄρα σπιλώνει καὶ ὑβρίζει τὸν ἅγιο Γεννάδιο ὡς Οἰκουμενιστή, κι ἔμμεσα δικαιώνει τὸν ἑαυτό του ὡς Ὀρθόδοξο! Καὶ θέλει νὰ περάσει τὴν ἰδέα ὅτι ἀσφαλῶς καὶ αὐτὸς τώρα ἀγωνίζεται ὄχι γιὰ ἕνα «ψευδεπίγραφο Ἑνωτισμό» (ὅπως δῆθεν στὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ ἅγιος Γεννάδιος), ἀλλὰ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ ἕνωση!
Ἂς
κάνουμε, λοιπόν, τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ Βαρθολομαίϊκου
ψεύδους ὡς πρὸς τὸ ἐὰν ὁ ἅγιος Γεννάδιος ἦταν στὴν ἀρχὴ ἑνωτικός=οἰκουμενιστής.
Στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ὁ μόνος ποὺ
ἔχει ἐρευνήσει ἐπισταμένως τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γενναδίου Σχολαρίου
(στὴν ἐκ 555 σελ. μνημειώδη μονογραφία του)
εἶναι ὁ π. Θ. Ζήσης. Γράφει:
«Μετὰ τὸν Μέγα Φώτιο, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ
τὸν Ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου δὲν ὑπάρχει στὴν Ἀνατολὴ ἄλλος θεολόγος ποὺ νὰ ἀποδυνάμωσε τὴν παπικὴ θεολογία καὶ νὰ ἐζημίωσε τὸν Παπισμὸ τόσο ὅσο ὁ Σχολάριος. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπλήρωσε πολὺ
ἀκριβὰ αὐτὴν τὴν προσφορὰ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία· ἔγινε στόχος σχεδιασμένης καὶ
ἀποτελεσματικῆς κακοποίησης καὶ συκοφάντησης ἐκ μέρους τῆς παπικῆς καὶ
φιλοπαπικῆς ἱστοριογραφίας καὶ γραμματείας, ὥστε νὰ ἀκυρωθοῦν στὸ διηνεκὲς οἱ
ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ ἀγῶνες του. Θὰ ἀφήσουμε τὰ ὅσα μυθώδη καὶ ἀνιστόρητα σχεδιάσθηκαν καὶ γράφτηκαν γιὰ τὸν δῆθεν ἀρχικὸ λατινισμὸ καὶ φιλενωτισμό του καὶ τὴν δῆθεν σύγκρουση καὶ ἀντίθεσή του μὲ τὸν
Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, ποὺ δυστυχῶς περνοῦν καὶ
μέχρι σήμερα στὴ δική μας θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ γραμματεία, ἀκόμη καὶ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια.
Ὑπῆρξεν
εὐτυχῶς κατ' αὐτὴν τὴν κρίσιμη περίοδο τριάδα σπουδαίων προσώπων, ποὺ συνδέονται
κατὰ σειρὰ μεταξύ τους μὲ σχέση μαθητοῦ καὶ δασκάλου· ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ Μάρκος
Εὐγενικὸς καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος. Καὶ οἱ τρεῖς συνεχίζουν τὴν
ἔναντι τῆς Δύσεως στάση τοῦ Μεγάλου Φωτίου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,
τὴν διδασκαλία τοῦ ὁποίου ἑρμήνευσαν καὶ ἀνέπτυξαν...
Στὴν ὁμάδα λοιπὸν τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ ἀνήκει ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὄχι ὡς ἕνας ἁπλὸς ὀπαδὸς ἢ σημαντικὸ μέλος. Εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ἰδίου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα του». (Δεῖτε ἐδῶ).
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν κατασυκοφάντηση «ἐκ μέρους τῆς παπικῆς
καὶ φιλοπαπικῆς ἱστοριογραφίας» χρησιμοποιεῖ ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος κατὰ τοῦ ἁγίου Γενναδίου.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ Μάρκος Εὐγενικὸς
καὶ ὁ μαθητής του Γεννάδιος Σχολάριος ‒αλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ πλεῖστοι
συνοδικοὶ τὴν περίοδο τῆς Συνόδου τῆς Φερράρας‒ εἶχαν ενωτική=οἰκουμενικὴ συνείδηση καὶ
ὄχι οἰκουμενιστική. Δὲν εἶχαν ΠΡΟΘΕΣΗ νὰ προδώσουν τὴν
πίστη, ἀλλὰ νὰ συνεργήσουν σὲ μιὰ ἕνωση τῶν Λατίνων μὲ τὴν Μία Ἐκκλησία, χωρὶς
κανένα συμβιβασμὸ εἰς τὰ τῆς Πίστεως, ἀκριβῶς, δηλ. τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα πράττει
σήμερα ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀποδέχεται
μὲ τίς αἱρέσεις τους.
Ὁ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν ἀγωνιστῶν
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος ἐδίδασκε: καμία ἐπικοινωνία ἐκκλησιαστικὴ μὲ αἱρετικοὺς κατὰ τὸ
φρόνημα. Ἔλεγε χαρακτηριστικῶς: «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτων καὶ ἀπὸ τῆς
κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Τὰ Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25). «Διά τοι τοῦτο,
αὐτοὶ μὲν ὀφείλετε τὴν προσθήκην ταύτην (Filioque) ἐκ τοῦ μέσου ποιῆσαι...»
(Διάλεξις Γ' Περὶ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως μετὰ τῶν ἐν
Κωνσταντινουπόλει λατινοφρόνων..., τόμ. Α΄, σελ. 382).
Ἄκουσε ποτὲ κάποιος τὸν κ.
Βαρθολομαῖο νὰ λέγει κάτι τέτοιο;
Ὁ μητροπ. Ναυπάκτου μᾶς
πληροφορεῖ γιὰ τὸν δάσκαλο καὶ συναγωνιστὴ τοῦ ἁγίου Γενναδίου:
«Ὁ Ἰωσὴφ
Βρυέννιος συμμετεῖχε στὶς συζητήσεις ποὺ προηγήθηκαν τῆς Συνόδου
Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ ὑπεστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Σύνοδος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν
ἔπρεπε νὰ γίνη στὴν Βασιλεύουσα».
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Πατριάρχης:
«Ἀλλὰ καὶ ὁ
πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθὲς τὸ γενέσθαι τὴν σύνοδον ἐν τόπῳ καὶ ἐξουσίᾳ
λατινικῇ καὶ λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλὸν τὸ
συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καὶ δεικνύων ἑαυτὸν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι... Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω
καὶ ἐκδέχεσθαι καὶ τὴν ἡμερησίαν τροφὴν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καὶ
μισθωτοί... καὶ πᾶς δοῦλος τὸ θέλημα τοῦ
κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν... Εἶτα καὶ περὶ
πίστεως καὶ εὐσεβείας συζητεῖν καὶ διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν... ἐμοὶ δοκεῖ ὅτι
οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δὲ ὁ βασιλεὺς ποιῆσαι ἐνταῦθα τὴν σύνοδον, εἰ θελήσει, καὶ ἄνευ ἐξόδων».
Ὁ Πατριάρχης λοιπὸν Ἰωσὴφ δὲν
ἤθελε νὰ γίνει ἡ Σύνοδος στὴν Ἰταλία, ἀλλὰ στὴν Κων/πολι. Ἀγωνιοῦσε γιὰ τὴν ἔκβαση
τῶν συζητήσεων· ἐφ'
ὅσον θὰ ἐπήγαιναν ἐκεῖ, θὰ ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, καὶ στὶς συζητήσεις στὸ
μέρος τὸ δικό τους θὰ ἐδέχοντο πιέσεις ποὺ θὰ κατέληγαν εἰς βάρος τῆς πίστεως.
Ὁ μητροπ. Ναυπάκτου μᾶς
πληροφορεῖ σχετικά:
«Τὴν
γνώμη αὐτὴν ἀσπάσθηκαν καὶ ὁ αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ στὴν συνεδρία ὁ αὐτοκράτωρ ὑπεχώρησε
ὡς πρὸς τὸν τόπον τῆς συγκροτήσεως τῆς Συνόδου, ἀποδεχθεὶς τὶς ἀπόψεις τῶν
Λατίνων.
Σὲ μυστικὴ σύσκεψη ποὺ ἔγινε τὸ 1430, στὴν ὁποία ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, λίγο πρὶν τὸν θάνατό του, ἐπικράτησε ἡ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος... Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὴν διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ τὴν δράση τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου, βλέπει ὅτι ὁ διδάσκαλος δὲν ἦταν ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, μάλιστα ἑτοιμάσθηκε ποικιλοτρόπως γιὰ τὸν διάλογο μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωση, ἀλλὰ ἤθελε ἡ ἕνωση αὐτή, νὰ στηριζόταν σὲ ἀσφαλῆ καὶ γερὰ θεμέλια, στὴν δογματικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας...» (Δεῖτε ἐδῶ).
Ἄρα στὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνεζητεῖτο ἡ Ἕνωση καὶ δὲν
ἦσαν φιλενωτικοί=οἰκουμενιστὲς ὅσοι ἤθελαν τὴν Ἕνωση. Κυρίως ἡ πολιτικὴ ἡγεσία ἦσαν
φιλενωτικοί, καὶ ἔβαζαν τὴν σωτηρία τῆς Κων/πολης πάνω ἀπὸ τὴν Πίστη.
Καὶ ὁ Ν. Βασιλειάδης γράφει: «Ἑπομένως, στοὺς δύσκολους ἐκείνους καιρούς, ὁ Βρυέννιος καὶ οἱ ὁμόφρονές του ποθοῦσαν μὲν τὴν Ἕνωση, ἀλλὰ δὲν δέχονταν μὲ κανέναν τρόπο ὑποταγὴ στὸν πάπα καὶ παραχάραξη τῆς πίστης μὲ τὶς αὐθαίρετες καινοτομίες του» (Δεῖτε ἐδῶ).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Σχολάριος δὲν ἦταν
δυνατὸν νὰ ἔχει διαφορετικὸ φρόνημα ἀπὸ τοὺς διδασκάλους του. Γενομένης
συζητήσεως ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στὸν αὐτοκράτορα ‒πρὶν τὸ ταξίδι στὴν Ἰταλία‒
τοῦ λέγει ὅτι, «ἂν ἤθελε νὰ γίνουν ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ μεταβοῦν
στὴν Ἰταλία καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν νὰ ἀποδείξουν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως ἤθελε νὰ
γίνη μία κατ' οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδὴ λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας),
τότε δὲν ἐχρειάζετο νὰ γίνη ὅλη αὐτὴ ἡ διαδικασία, ἀλλὰ ἀρκοῦσαν τρεῖς ἢ
τέσσαρες πρέσβεις πρὸς ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νὰ μεταβοῦν
στὴν Ἰταλία καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρὸς τοῦτο δὲ ἄρχισαν
νὰ ἑτοιμάζωνται μελετῶντας τὸν Καβάσιλα καὶ συγκεντρώνοντας τὰ ἀπαραίτητα
βιβλία:
«Τότε δὴ
καὶ ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω
συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας,
σοφῶς ἄγαν καὶ συνετῶς, ὃς καὶ ἐπῃνέθη παρὰ πάντων ὡς ἄριστα
συγγεγραμμένος καὶ τὰ τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος... Εἰ μὲν
προϋπετέθη τὸ ἐξετασθῆναι τὴν δόξαν κατὰ
τὸ ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καὶ πᾶν ὅπερ ἂν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καὶ ἀριδήλως
διὰ ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ
καὶ ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς,
στερχθῇ τοῦτο παρὰ πάντων ἀνενδοιάστως
παρ' ἐκείνων τε καὶ παρ' ἡμῶν, καὶ μηδεμία τις διαφορὰ
καταλειφθῇ, οὕτω χρὴ καὶ τὴν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καὶ πρὸς
τὴν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καὶ ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι
καὶ ἀποδεῖξαι περὶ ὧν ἂν δεῆσοι· εἰ δὲ πρόκειται πρὸς οἰκονομίαν τινὰ χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τὸ καὶ τὴν ἁγίαν
βασιλείαν σου καὶ τὸν ἅγιον τὸν πατριάρχην καὶ τοὺς λοιποὺς κόπους καὶ κινδύνους
ὑποστῆναι καὶ ἐξόδους πλείστας ὑπὲρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἢ
τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικὴν γὰρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καὶ διὰ
πρέσβεων τριῶν ἢ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καὶ τοῦτο ἴσως ἔσται καὶ τῇ
πατρίδι λυσιτελέστερον.
Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδὸν καὶ ἡ τοιαύτη συμβουλὴ ὡς
ἀρίστη... Ἀνεδέξαντο οὖν τὸν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὁ δηλωθεὶς Σχολάριος (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos,
τμῆμα Β΄, σελ. 170).
Γιὰ ποιόν «αὐθεντικὸν
διάλογον τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀληθείας μὲ
τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν πέραν ἑνὸς οὐτοπικοῦ Ἑνωτισμοῦ καὶ ἑνὸς ἀγόνου Ἀνθενωτισμοῦ» ὁμιλεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος ὅλα αὐτὰ ποὺ
διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ἅγιος Γεννάδιος τὰ παραβαίνει;
Ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἔχει δεχθεῖ
τίς κακόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε,
τοῦ Μπουσάν, ἀνήκει ὀργανικὰ στὸ Π.Σ.Ε.,
ἀναγνωρίζει τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, θεωρεῖ τοὺς αἱρετικοὺς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες»
‒καὶ ἐπίσημα-Συνοδικὰ μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης‒, συμπροσεύχεται, ἀνταλλάσσει λειτουργικοὺς ἀσπασμούς,
τελεῖ ἡμισυλλείτουργα μὲ τοὺς Πᾶπες, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἐγκατέλειψαν τίς αἱρέσεις
‒ποὺ εἶχαν τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου
Γενναδίου‒, ἀλλὰ
πρόσθεσαν καὶ ἄλλες ἐξωφρενικές. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἔχει τὸ θράσος
νὰ ἐπαινεῖ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία του τὸν ἅγιο Γεννάδιο γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τοὺς πιστοὺς
δηλώνοντας πονηρὰ καὶ ἔμμεσα ὅτι κι αὐτὸς εἶναι Ὀρθόδοξος!
Ὡς ἐκ τούτων ταιριάζουν γιὰ τὸν
Οἰκουμενιστὴ κ. Βαρθολομαῖο οἱ προτροπὲς
τῶν ἁγίων Μάρκου καὶ Γενναδίου:
«Εκφεύγειν
ἅπασι τρόποις τήν κοινωνία αὐτοῦ (τοῦ Πατριάρχη), καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε
μνηνονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι. Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου
καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι,
οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι, τοῖς θεολόγοις τῆς ἐκκλησίας».
Και: «Ἡ πνευματικὴ κοινωνία τῶν ὁμοδόξων, καὶ ἡ τελεία ὑποταγὴ
πρὸς τοὺς γνησίους ποιμένας ἐκφράζεται μὲ τὸ μνημόσυνο. Οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες ὁρίζουν, ὅτι αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, (αὐτῶν)
πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία» (βλ. Γενναδίου Σχολαρίου,
Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικούς... περιοδικὸ Ὁ ὅσιος Γρηγόριος Ἁγίου Ὄρους, ἀριθμ.
21, σελ. 23). (Δεῖτε ἐδῶ).
Τὸ ἄρθρο μὲ τὰ λεχθέντα ὑπὸ
τοῦ Πατριάρχου:
Πατριάρχης
Βαρθολομαίος: “Εις τον αυθεντικόν διάλογον δεν υπάρχουν χαμένοι”
(Δεῖτε ἐδῶ).