Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος Πλουσίου

 



Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος πλουσίου, Λουκ. 12,13—21.

Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δίδει εἰς τοὺς μαθητάς Του τὰς ἀνωτέρω ἀναφερθείσας συμβουλάς, ὅτε «εἶπε τις ἐκ τοῦ ὄχλου αὐτῷ. Διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ’ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν». Ὁ παραπονούμενος οὗτος ἀδελφὸς ἦτο προφανῶς ὁ νεώτερος. Παρεπονεῖτο, διότι ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του δὲν ἤθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν περιουσίαν μαζί του καὶ τὴν ἐξεμεταλλεύετο. Ὁ νεώτερος οὗτος ἀδελφὸς θέλων νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν ἠθικὴν ἐπιρροὴν τοῦ Κυρίου, παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν διανομὴν τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ Κύριος δηλῶν, ὅτι ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν εἶναι ν’ ἀναμιγνύεται εἰς οἰκονομικὰ ζητήματα, λέγει πρὸς αὐτόν: «Ἄνθρωπε, τίς μὲ κατέστησε κριτὴν ἢ μεριστὴν ἐφ’ ὑμᾶς;» Ἡ προσφώνησις τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν παραπονούμενον ἀδελφὸν «ἄνθρωπε» δεικνύει ἀποδοκιμασίαν Του πρὸς αὐτόν, διότι μέσα εἰς τόσα πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὁ νοῦς τούτου ἦτο κολλημένος εἰς ὑλικὰ ζητήματα. Ποῖος Μὲ διώρισε, λέγει ὁ Κύριος, κριτήν, ὥστε νὰ δικάσω τὴν διαφοράν σας καὶ μεριστήν, ὥστε νὰ διανείμω τὴν περιουσίαν μεταξύ σας; Αὐτὸ δὲν εἶναι δουλειὰ ἰδική Μου, εἶναι δουλειὰ τῶν ἐπιγείων ἀρχῶν.

 

Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς, ὅτι αἰτία τῆς διαφορᾶς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, διορθώνων βαθύτερον τὰ πράγματα καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν λαὸν «εἶπε πρὸς αὐτούς˙ ὁρᾶτε» προσέχετε «καὶ φυλάσσεστε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ». Δὲν ἐξαρτᾶται δηλαδή, λέγει ὁ Κύριος, ἡ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου ἐκ τῶν πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δυνατὸν νὰ ἔχῃ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Πρὸς τοῦτο φέρει τὴν ὡραίαν παραβολὴν καὶ λέγει τὰ ἑξῆς.

« Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα». Ἑνὸς πλουσίου ἐκαρποφόρησαν τὰ χωράφια του πολύ. Ἔγινε πλούσιος οὐχὶ ἐξ ἀδικιῶν ἢ δικαίων μόχθων ἀλλὰ διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία αὕτη ἔγινεν εἰς αὐτὸν σκάνδαλον, «καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ» ἐσκέπτετο καθ\’ ἑαυτὸν «λέγων τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;». Αἱ ἀποθῆκαι του ἦσαν μικραὶ καὶ δὲν ἐχώρουν τοὺς καρπούς. Σκέπτεται ποῦ νὰ τοποθέτησῃ τὰ ἀγαθά του. Κατόπιν σκέψεως «εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω» αὐτὸ θὰ κάμω «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας «καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» καὶ θὰ τὰς μεγαλώσω. «Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσω ὅλους τοὺς καρποὺς καὶ λοιπὰ κινητὰ ἀγαθά μου, ποίμνια, ἀντικείμενα κ.λπ. καὶ τότε «ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου» θὰ εἴπω εἰς τὸν ἑαυτόν μου «ψυχή μου ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» πολλὰ ἀγαθὰ διὰ πολλὰ χρόνια. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός˙ ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου» τὴν ζωήν σου «ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» ἀπροσδόκητοι ἐχθροί σου˙ «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ὅσα ἐμάζευσες, εἰς ποῖον θὰ μείνουν; «Οὕτως ὁ θυσαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει οὐχὶ κατὰ Θεὸν ὑλικὰ ἀγαθά.

Ἡ κυρία ἰδέα ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ πλεονεξία δὲν κάμνει τὴν ζωήν μας μεγαλυτέραν καὶ εὐτυχεστέραν, διότι ὁ θάνατος ἀναμένεται ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Ἐπίσης ἡ πλεονεξία θέτει τὴν ψυχὴν εἰς κίνδυνον, διότι πνίγει τὸν ἀγαθὸν σπόρον τοῦ θείου λόγου καὶ δυσκολεύει τὴν σωτηρίαν μας.

Θέμα: Ἡ ἀφροσύνη τῶν πλουσίων

Δύο πρόσωπα ἐν τῇ παραβολῇ βλέπομεν. Τὸν ἀνώνυμον πλούσιον καὶ τὸν πολυώνυμον Θεόν. Τὸν πλούσιον σκεπτόμενον καὶ τὸν Θεὸν ἀπαντῶντα εἰς τὰς ἐνδομύχους σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ πλουσίου. Μὲ βαθεῖαν ὁ πλούσιος, ὡς νομίζει, σκέψιν καὶ σύνεσιν ἀρχίζει τοὺς συλλογισμούς του «διελογίζετο», μὲ μομφὴν ἀφροσύνης ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς εἰς τὰς σκέψεις τοῦ πλουσίου λέγων αὐτὸν ἄφρονα. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποία ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καὶ ἡ τοῦ Κυρίου ἀπάντησις καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ὠφέλεια.

Α\’. Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου. Διὰ πάντα ἄνθρωπον τοῦ κόσμου τούτου δύο εἶναι τὰ πολύτιμα ἀγαθά: ἡ ζωή του καὶ τὰ πρὸς συντήρησιν ταύτης ἀγαθά. Καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν Θεόν. Διὰ τὸν πλούσιον ὅμως καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὴν ἐξουσίαν του, διότι λέγει «τὰ γεννήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου», «τὰς ἀποθήκας μ ο υ» «τῇ ψυχῇ μ ο υ», «τοὺς καρπούς μ ο υ». Ἡ ἐσφαλμένη αὕτη βάσις γίνεται πηγὴ πολλῶν ἀνοησιῶν. Καὶ πρῶτον ὁ πλεονέκτης λέγει: «τί ποιήσω;» Πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ ἀγαθά του, ἐνόμιζε, ὅτι ὅταν τὰ ἀπέκτα, θὰ εἶχεν εἰρήνην. Καὶ ὅμως! Τώρα ἀρχίζουν αἱ φροντίδες, αἱ σκοτοῦρες. Πρὶν εἶχε τὴν φροντίδα τῆς ἀποκτήσεως ἢ τῆς ὑπομονῆς τῆς στερήσεως. Τώρα μὲ τὸν πλουτισμὸν περιπίπτει καὶ εἰς φροντίδας διατηρήσεως. Βηματισμοὶ ἐν τῷ δωματίῳ, στριφογυρίσματα ἐν τῇ κλίνῃ, ἀνησυχία! «Τί ποιήσω;» Πόση ἀνησυχία καὶ ἀνοησία!

Δευτέρα ἀνοησία. «Εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω˙ καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ τότε ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου…». Αἱ πρὶν θεωρητικαὶ σκοτοῦρες γίνονται πραγματικαί. Γκρεμίζονται αἱ ἀποθῆκαι πρὸς ἀνοικοδόμησιν ἄλλων. Ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀγαθῶν ἀναβάλλεται. «Τότε ἐρῶ…». Λύεται ἡ μία σκοτοῦρα, ἀφοῦ γεννηθοῦν ἄλλες μεγαλύτερες κατὰ τὸν τρόπον τῆς Λερναίας ὕδρας καὶ ἀναβάλλεται ἡ ἀπόκτησις τῆς εὐτυχίας του. Πόσον τρομερὰ ἡ δευτέρα διπλῆ αὕτη ἀνοησία! Τρίτη ἀνοησία. Ὁ πλούσιος λέγει. «Ἔχεις ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά.» Ἡ ἀνοησία αὕτη ἀφορᾷ τὰ ἀγαθά του. Ἰδικά σου, λέγει, εἶναι αὐτὰ καὶ οὐδενὸς ἄλλου ἀνθρώπου ἢ Θεοῦ. Πολλὰ εἶναι τὰ ἀγαθά, μεγάλη θὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἐπίγειος διάρκεια. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ διπλῆ αὕτη ἀνοησία, ὅταν νομίζῃ, ὅτι ἰδικά του εἶναι τὰ ἀγαθὰ καὶ δι\’ αὐτῶν θὰ παρατείνῃ τὴν ζωήν!

Ἀποτέλεσμα τῶν βασικῶν τούτων ἀνοησιῶν τοῦ πλουσίου ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι τετάρτη ἀνοησία˙ «φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἰδικά σου εἶναι ταῦτα καὶ οὐδενὸς ἄλλου. Ἀπόλαυσέ τα! Οὔτε ὁ πλούσιος Θεὸς oὔτε οἱ πτωχοὶ συνάνθρωποί σου ἔχουν δικαίωμά τι ἐπ\’ αὐτῶν. Κάμε τα ὡραῖα φαγητά, οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ πᾶν ὅ,τι σὲ εὐφραίνει καὶ ἀπόλαυσέ τα. Ἐκεῖ θὰ εὕρῃς τὴν εὐτυχίαν σου.» Πόση ἀνοησία εἶναι νὰ νομίζῃ, ὅτι μὲ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ εὕρῃ τὴν εὐτυχίαν του!

Β\’. Ἡ Σοφία τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. «Ἄφρον» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν πλούσιον. Ποῦ εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου, εἴπομεν ἀνωτέρω. Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ εὐφυΐα τοῦ ἐρωτοῦντος αὐτὸν Θεοῦ; Ἰδού˙ «ψυχὴ» λέγει ὁ πλούσιος «ἔχεις ἀγαθά…». «Τὴν ψυχήν σου ἀπὸ σοῦ αἰτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει ὁ πλούσιος. «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Φάγε, πίε, εὐφραίνου » λέγει ὁ πλούσιος. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται», λέγει ὁ Θεός. Ἰδοὺ ἡ λακωνικωτάτη ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Πόσον βάθος νοημάτων! Καὶ συγκεκριμένως: «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν. Ἔναντι τῆς νομιζομένης ὑπὸ τοῦ πλουσίου ἀπολύτου κυριότητος ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ Θεὸς προβάλλει εἰς αὐτὸν τοὺς μύριους κινδύνους «ἀπαιτοῦσι», τοὺς ὁποίους διατρέχει ἡ ζωή, ἰδιαιτέρως τοῦ πλουσίου, θάνατος αἰφνίδιος δι’ ἀποπληξίας λόγῳ τῶν πολλῶν φροντίδων, θάνατος βίαιος διὰ τῶν λῃστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων τῶν πόλεων, δολοφονίαι, ἀπαγωγαί.

Διὰ δὲ τὰ ἀγαθά του πόσοι κίνδυνοι! Ἦσαν ὑποκείμενοι εἰς κατάρρευσιν ἐκ σεισμοῦ, εἰς ἀποτέφρωσιν ἐκ κεραυνοῦ ἢ ἐκ πυρκαϊᾶς. «Ταύτῃ τῇ νυκτί». Ἔναντι τῆς νομιζομένης μακροβιότητας τοῦ πλουσίου ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «ταύτῃ τῇ νυκτί». Ὄχι ἔτη πολλὰ ἀλλ\’ οὐδὲ ὀλίγα, ὄχι μῆνες ἀλλ\’ οὐδὲ ἑβδομάδες, ὄχι ἑβδομάδες ἀλλ’ οὐδὲ ἡμέραι, οὐδὲ ἓν εἰκοσιτετράωρον θὰ ζήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ταύτῃ τῇ νυκτί. Ἡ ὀνειρευομένη νὺξ εὐτυχίας θὰ γίνῃ νὺξ δυστυχίας. Ἔναντι τῆς τοῦ πλουσίου ἀνοησίας «φάγε, πίε, εὐφραίνου, προβάλλεται ἡ τρίτη αὕτη ἀπάντησις τοῦ Κυρίου» ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μωρίας τοῦ πλουσίου. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν πλούσιον. Τὰ ἀγαθά σου δὲν θὰ τὰ χαρῇς. Αὐτὸ σὲ πικραίνει εἰς τὸ σῶμα καὶ σὲ πειράζει εἰς τὴν ψυχήν, διότι τὸ μὲν σῶμα σου στερεῖται τῆς ἀπολαύσεως αὐτῶν, ἡ δὲ ψυχὴ πικραίνεται, διότι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὸ εὐφρόσυνον μέλλον, αἰφνιδίως σοῦ ἀφαιρεῖται ἐκ τῆς ψυχῆς σου πᾶσα ἐλπὶς ἀπολαύσεως. Εἰς ποίους θὰ περιέλθουν;

Φίλους ἢ ἐχθρούς;

Γ’. Ἡ μ ε ῖ ς; Τὸ βάθος τῶν νοημάτων, τὸ ὁποῖον ἔχουν αἱ ἐρωτήσεις αὗται τοῦ Θεοῦ, κλείει μὲν τὸ στόμα τοῦ πλουσίου πρὸς ἀπάντησιν, ἀνοίγει ὅμως τὴν ψυχήν σου, ἀναγνῶστα μου, εἰς σκέψεις. Καὶ ἰδού! Ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει πάντοτε τὴν ἐφαρμογήν του, περισσότερον ὅμως σήμερον. Καὶ σήμερον αἱ αὐταὶ ἀνοησίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ αὐτὴ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐφορία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γεννᾷ πολλὰς ἀνοησίας καὶ ἀνησυχίας. «Τί ποιήσω;» Τί νὰ κάμω; λέγει ὁ πτωχός, διότι δὲν ἔχει τί νὰ φάγῃ˙ τί νὰ κάμω; λέγει καὶ ὁ πλούσιος, διότι δὲν γνωρίζει τί νὰ πρωτοφάγῃ καὶ τί νὰ κάμῃ τὸν πλοῦτον του, χρῆμα ἢ εἶδος; «Ἔχεις ἀγαθὰ» λέγει ὁ πλούσιος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἐὰν ἦτο ἀπόλυτος κύριος τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Καὶ ὅμως σήμερον πόσον ἄπιστος δοῦλος εἶναι ὁ πλοῦτος! Φεύγει χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσωμεν. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει διὰ τὰ ἀγαθά του ὁ πλούσιος σήμερον. Καὶ ὅμως πόσοι πλούσιοι ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ τόσων ἀγαθῶν χωρὶς νὰ δυνηθοῦν τὰ ἀγαθὰ νὰ βοηθήσουν αὐτούς! «Φάγε, πίε, εὐφραίνου» φωνάζουν οἱ σημερινοὶ πλούσιοι, ὡς ἐὰν τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα διέρχονται διὰ τοῦ λάρυγγος καὶ εἰσέρχονται εἰς τὴν κοιλίαν δύνανται νὰ δώσουν χαρὰν καὶ εὐτυχίαν εἰς τὴν ψυχήν. Οἱ πλούσιοι γενικῶς λησμονοῦν, ὅτι εἶναι πρόσκαιροι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, πολὺ περισσότερον τὰ ὑλικά των ἀγαθά. Ἐπίσης οἱ πλούσιοι λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ταμίαι ἐπὶ τῶν ὑλικῶν των ἀγαθῶν, διὰ τὰ ὁποῖα θὰ δώσουν λόγον, πῶς διεχειρίσθησαν αὐτά. Ἔχουν τὴν νομὴν καὶ ὄχι τὴν κυριότητα ἐπ\’ αὐτῶν. Πόσας ἀνησυχίας καὶ ἀνοησίας γεννοῦν ταῦτα!

Καὶ σήμερον ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὡς ἑξῆς: «Τί ποιήσω» λέγει ὁ πλούσιος, ὅταν ζῇ, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται» ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλεονέκτην πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Τί νὰ κάμω δηλαδή, ἐρωτᾷ, ὅταν ζῇ, ὁ πλούσιος τὸν ἑαυτόν του. Τί θὰ τὰ κάμῃς, ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν εἶχεν ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, τρομερωτέραν ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν αἰσθάνεται, ὅταν ἀποθνῄσκῃ, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ μείνουν τὰ ἀγαθά του εἰς τοὺς ἐχθρούς του.

Παράδειγμα ἀφροσύνης πλουσίου εἶναι τὰ ἑξῆς: Κάποιος, πολὺ φιλάργυρος, εἶχε κατασκευάσει εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα διαμέρισμα, ὅπου ἔθετε τὰ χρήματά του. Τὸ διαμέρισμα τοῦτο ἔκλεινε μὲ μία σιδερένια πόρτα, ἡ ὁποία ἦτο ἀφανής. Μία ἡμέρα κατέβηκε ἐκεῖ φέρων πολλὰ χρήματα. Ὅταν εἰσῆλθεν, ἐλησμόνησε νὰ βγάλῃ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν κλειδαριὰ ἀπερροφημένος ὅπως ἦτο ἀπὸ τὰ χρήματά του. Ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔμεινε τὸ κλειδὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἤρχισε νὰ μετρᾷ μὲ ἡδονὴ τὸν θησαυρόν του. Ἦλθεν ἡ στιγμὴ νὰ ἐξέλθῃ, ἀλλὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐξέλθῃ. Φωνάζει, κτυπᾷ τὴν πόρτα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Οὐδεὶς ὑποπτεύεται τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ ὅμως πέρασαν ὧρες, ἡμέρες καὶ δὲν ἐνεφανίσθη, ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ τὸν εὕρῃ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπληροφορήθηκεν ἕνας σιδηρουργός. Οὗτος ἐνεθυμήθη, ὅτι κατὰ παραγγελίαν του εἶχε κατασκευάσει μία πόρτα μὲ κλειδαριὰ σούστινη. Ἴσως νὰ ἦτο ἐκεῖ. Πράγματι μεταβαίνουν, ὁ σιδηρουργὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ πλουσίου, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ βλέπουν τὸν φιλάργυρον νεκρὸν ἀπὸ τὴν πεῖναν!

Ὅλαι αἱ ἀνησυχίαι καὶ ἀνοησίαι τοῦ πλουσίου ἔγκεινται εἰς τὸ ὅτι δὲν ἤθελε οὗτος νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην, ὥστε νὰ στείλῃ τὰ ἀγαθά του εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.

Πηγή