Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης (το βαπτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος) γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ). Ορφάνεψε πολύ μικρός και μεγάλωσε με μοναδική παρηγοριά την καλή και ευσεβή γιαγιά του.
Ο μεγάλος αδελφός του αγίου τον έστελνε να βόσκει πρόβατα και, παρά τη θλίψη της γιαγιάς, τον μάλωνε και τον έδερνε. Και δυστυχώς η γιαγιά κοιμήθηκε όταν ο Θανάσης ήταν μόλις επτά χρονών. Τότε μια γειτόνισσα πήρε υπό την προστασία της τη μικρή αδελφή του αγίου, την Άννα, και την αρραβώνιασε με τον καλό και τίμιο γιο της, με σκοπό να την παντρευτεί όταν θα γινόταν δεκατεσσάρων ετών (συνηθισμένη ηλικία γάμου των κοριτσιών για εκείνη την εποχή). Η Άννα όμως κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, και τρία χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι είναι αγία (βλ. παρακάτω). Τα λείψανά της βρίσκονται τώρα στη Σίψα και φυλάσσονται σε ναό μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Ακολουθώντας τον παππού, που ήταν χαλκωματάς, η οικογένεια μετακόμισε στο Ερζερούμ και στη συνέχει στον Καύκασο. Μετά το θάνατο του παππού του ο μικρός Αθανάσιος έμεινε πλέον με τον αδελφό του και τη νύφη του. Πληγωμένος όμως από τη συμπεριφορά του αδελφού του, έφυγε από κοντά τους μια χιονισμένη νύχτα. Περιπλανώμενος στην ερημιά, όπου σκεπάστηκε από τα χιόνια, ανακαλύφθηκε από ένα καραβάνι καμηλιέρηδων, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους και, μπαίνοντας στην Τουρκία, τον παρέδωσαν σε ένα Τούρκο, για να τον κάνει βοσκό του. Εκείνος όμως δεν ήταν μουσουλμάνος, αλλά κρυπτοχριστιανός και συντηρούσε κρυφά μια εκκλησία κάτω από το σπίτι του.
Μια μέρα ο Αθανάσιος είδε τρεις άντρες να ψέλνουν τόσο ωραία, ώστε έτρεξε προς το μέρος τους. Ένιωσε τόση χαρά και γαλήνη από την παρουσία τους, ώστε άφησε τα ζώα και προχώρησε μαζί τους. Ξαφνικά όμως χάθηκαν. Άρχισε τότε να κλαίει και, γυρίζοντας στο σπίτι, αποκάλυψε στο νοικοκύρη το περιστατικό. Εκείνος τον κατέβασε στην εκκλησία και του έδειξε τις εικόνες, μήπως και τους αναγνωρίσει. Ο νέος τους αναγνώρισε στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών που βρισκόταν στο τέμπλο.
Κατάλαβε τότε ο νοικοκύρης ότι το παιδί αυτό δεν κάνει για βοσκός και τον συνόδευσε στην Τυφλίδα. Εκεί ανακάλυψαν ένα θείο του, που ήταν επίσκοπος, ο οποίος τον αναγνώρισε από το πιστοποιητικό γεννήσεώς του (το μόνο χαρτί που είχε πάρει μαζί του αρχικά φεύγοντας). Έτσι τον πήρε κοντά του. Ο Αθανάσιος εκεί έμαθε τη γεωργιανή γλώσσα.
Το 1917 εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Ζωοδόχου Πηγής (Γεωργία) παίρνοντας το όνομα Συμεών, ενώ όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος ονομάστηκε Γεώργιος, όπως του είχε προείπει ο άγιος Γεώργιος, που τον είχε δει καβαλάρη στην παιδική του ηλικία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, οι δε μοναχοί, όσοι δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, θανατώθηκαν. Ο άγιος επίσης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε εκ θαύματος, γιατί οι πρώτες σφαίρες στάθηκαν σε ένα εγκόλπιο με την εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του, ενώ οι επόμενες, καθώς είχε πέσει κάτω, τον βρήκαν στα πόδια.
Το πρωί φάνηκε ένα αυτοκίνητο με επαναστάτες που μάζεψε όσους είχαν γλιτώσει (έξι τον αριθμό). Παρόλο που τους απείλησαν, τους μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και, όταν έγιναν καλά, τους άφησαν ελεύθερους. Μετά από λίγο καιρό όμως ο άγιος φυλακίζεται μαζί με άλλους κληρικούς κάτω από άθλιες συνθήκες, από όπου απελευθερώνονται λόγω της επιρροής ενός ευσεβούς Ρώσου, του Ανδρέα Σιμόνωφ, και της γυναίκας του Αρτεμισίας.
Περιπλανώμενος και ταλαιρωπούμενος για λίγα χρόνια, ο Γεώργιος ήρθε στην Ελλάδα το 1929 και το 1930 εγκαταβίωσε στη Δράμα, στο χωριό Ταξιάρχες, όπου, μετά από παράκληση των κατοίκων, του παραχωρήθηκε από τη διεύθυνση Γεωργίας ένα αγροτεμάχιο 5-6 στρεμμάτων. Εκεί, μετά από νέες περιπέτειες, αλλά με τη βοήθεια της τοπικής κοινότητας, ίδρυσε το μοναστήρι της Αναλήψεως του Σωτήρος, όπου και έζησε το υπόλοιπο της επίγειας ζωής του, ώς το 1959.
Λόγω της αρετής του, αλλά και των έντονων αγιοπνευματικών χαρισμάτων του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αναδείχθηκε σε μεγάλο Γέροντα, διδάσκαλο και πνευματικό πατέρα πολλών ανθρώπων.
Ήταν άνθρωπος με βαθιά ανησυχία για την ψυχή των συνανθρώπων του, ευγενής, αφανάτιστος, με υψηλό ήθος, δάσκαλος αγάπης, αυστηρός με την αμετανόητη κακία και την υποκριτική ευσέβεια που συχνά αντιμετώπιζε, αλλά χωρίς σκληρότητα προς τους αμαρτωλούς ή προς εκείνους που εμείς, οι «ακριβοδίκαιοι», θα χαρακτηρίζαμε κακούς ανθρώπους. Ωστόσο, όπως όλοι οι άγιοι, ήταν απαιτητικός σε θέματα ήθους και πίστευε ότι πρέπει να είμαστε αυστηροί με τη συνείδησή μας.
Είναι χαρακτηριστικός ο κανόνας ταπείνωσης που ζητούσε, με πίκρα κι όχι με ηθικιστικό μίσος, από τις μητέρες που είχαν κάνει έκτρωση ή μαίες που είχαν συνεργήσει σε έκτρωση (το αναγνώριζε και τους το αποκάλυπτε ο ίδιος με το διορατικό του χάρισμα): να ζητιανέψουν για εφτά μέρες σε εφτά χωριά (μία μέρα σε κάθε χωριό) και, ό,τι συγκεντρώσουν από τις ελεημοσύνες, να το δώσουν στους φτωχούς.
Διέθετε εξαιρετικά ισχυρό διορατικό και προφητικό χάρισμα. Διέβλεπε την ταυτότητα, το παρελθόν και τις ανάγκες των προσκυνητών του μοναστηριού του, αντιλαμβανόταν γεγονότα από χιλιόμετρα μακριά, ασθενείς θεραπεύονταν μέσω της προσευχής του κ.λ.π., ενώ μαρτυρούνται συγκλονιστικές οπτασίες και επαφές του με ιερά πρόσωπα, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος. Σε περιόδους όπου το μοναστήρι του δεχόταν μεγάλες ομάδες προσκυνητών, που περνούσαν με τη σειρά και ασπάζονταν τον άγιο, παίρνοντας την ευλογία του, συνέβαινε να σταματήσει ο άγιος κάποιον και να τον ρωτήσει: «Εσύ τον φοβάσαι το Θεό;». «Βεβαίως και τον φοβάμαι» απαντούσε κατά κανόνα ο επισκέπτης. «Αν Τον φοβόσουν», έλεγε ο άγιος, «δε θα είχες κάνει αυτό, ή εκείνο» και του αποκάλυπτε σοβαρά αμαρτήματα, αδικίες κατά των συγγενών του ή των ανήμπορων γερόντων του σπιτιού του, ακόμη και κρυφά εγκλήματα.
Ο άγιος ετάφη χωρίς φέρετρο, κατά την τάξη των μοναχών. Στην κηδεία του, μετά από επιθυμία του, οι γυναίκες φορούσαν άσπρα κεφαλομάντηλα. Την ημέρα της κοίμησής του, δύο κυπαρίσσια που βρίσκονταν στην αυλή του μοναστηριού λύγισαν και παρέμειναν λυγισμένα για σαράντα μέρες. Μετά την κοίμησή του έχουν σημειωθεί πλήθος θαύματα και εμφανίσεις του.
Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης εντάχθηκε επίσημα στο ορθόδοξο αγιολόγιο το 2008 και η μνήμη του τιμάται στις 4 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Η οσία Άννα η παρθένος, αδελφή του αγίου
Γύρω στο 1910 κοιμήθηκε η Άννα, μια ορφανή παιδούλα κάτω από δεκατεσσάρων ετών, παιδί μιας οικογένειας από την Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ), αδελφή του Θανάση, μετέπειτα μοναχού και τελικά αγίου Γεωργίου Καρσλίδη. Τρία χρόνια μετά την κοίμησή της, ένας αγαθός στο νου και την καρδιά Τούρκος, που ζούσε στην πόλη, συνήθιζε να πηγαίνει και να κάθεται σ’ ένα ύψωμα απέναντι στο νεκροταφείο των χριστιανών. Κάποτε, άρχισε να βλέπει κάθε βράδυ ένα φως να βγαίνει από έναν τάφο. Πήρε λοιπόν μια παρέα μουσουλμάνους και πήγαν και διαπίστωσαν από ποιον τάφο έβγαινε το φως: από τον τάφο της μικρής Άννας. Ο ιμάμης της περιοχής ενημέρωσε το χριστιανό επίσκοπο και πήγαν οι χριστιανοί και άνοιξαν τον τάφο
Τότε είδαν ότι η καρδιά και το δεξί χέρι της μικρής Άννας ήταν άφθαρτα, σκεπασμένα από μια χρυσαφένια σκέπη, και τα υπόλοιπα λείψανά της ήταν κίτρινα, σαν το κερί. Η μικρή Άννα είχε αγιάσει. Ο αρραβωνιαστικός της, παρακινημένος από αυτό το γεγονός, έφυγε στους Αγίους Τόπους, όπου έγινε μοναχός.
Ο αδελφός της Άννας, ο Θανάσης, ζήτησε ένα μέρος των ιερών λειψάνων από τον επίσκοπο του τόπου, βεβαιώνοντάς τον ότι θα γίνει μοναχός και θα τα κρατήσει ως φυλαχτό σε όλη του τη ζωή και θα τα τιμήσει. Τότε ο δεσπότης του έδωσε μέρος της καρδιάς και μετά από χρόνια ο Θανάσης (μοναχός Γεώργιος πλέον) επέστρεψε στην Αργυρούπολη και πήρε και τα υπόλοιπα. Σήμερα τα λείψανα της αγίας Άννας φυλάσσονται στη Σίψα, όπως είπαμε, σε ένα ασημένιο κιβώτιο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από τις δύο αρχικές βιογραφίες του αγίου:
Γ. Κ. Χατζοπούλου – Ι. Σ. Διαμαντοπούλου, Η ζωή και το έργο του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη, Δράμα 1982,
Γ. Κ. Χατζοπούλου, Θαύματα και προφητείες του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη, Δράμα 1983.
Πολύ λεπτομερέστερα, καθώς και μαρτυρίες για τα θαύματα του αγίου, βλ. στο βιογραφικό κείμενο του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, που δημοσιεύεται εδώ: