"Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, στα 1864, έκανε μεγάλη φουρτούνα με χιονιά. Στ’ αγριεμένο πέλαγο δεν φαινότανε πουθενά πανί. Μοναχά ένα μικρό καΐκι πάλευε με το χάρο ανοιχτά από την Τήνο. Ήτανε ενός καπετάν Γιώργη από τη Νάξο, φορτωμένο κρασιά από τη Σαντορίνη. Όλη τη μέρα αγαντάριζε στον αγέρα, μα σαν σκοτείνιασε, ο βοριάς σκύλιαξε κι’ έσπασε τ’ άρμπουρο, έβγαλε και το τιμόνι από τα βελόνια. Οι άνθρωποι προφτάξανε και ρίξανε τη βάρκα στη θάλασσα και μπήκανε μέσα.
Δεν είχανε αλαργάρει ως μια τουφεκιά τόπο, και βούλιαξε το καΐκι. Τη βάρκα την άρπαξε το μπουρίνι και την πήγαινε όπου ήθελε μέσα στην πίσσα της νύχτας. Οι τρεις νοματέοι που βρισκόντανε μέσα ήτανε ο καπετάν Γιώργης κι’ άλλοι δυο γεμιτζήδες, σε ελεεινή κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο με κείνον τον χιονιά, πουντιασμένοι από το τάντανο, δίχως καμιάν ελπίδα πως θα γλυτώνανε. Πιάσανε και κλαίγανε σαν τα μωρά και τάξανε κι’ οι τρεις να πάνε να καλογερέψουνε, αν λάχαινε να γλυτώσουνε. Κι’ ο Θεός άκουσε τις φωνές που τον παρακαλούσανε, γιατί βγαίνανε σαν του Ιωνά μέσα από καρδιές απελπισμένες, και κει που δεν ξέρανε πού βρισκόντανε, σαν ξημέρωσε, είδανε πως ο καιρός καλωσύνεψε ανέλπιστα, και πως βρισκόντανε κοντά στη Σύρα. Ήβγανε γεροί όξω και τους μαζέψανε κάτι ψαράδες, δεν αρρώστησε κανένας.
Καθίσανε δυο τρεις μέρες στη Σύρα κι’ είπανε πως έχουνε χρέος να κάνουνε το τάξιμό τους. Πουλήσανε τη βάρκα, και με κείνα τα λεφτά μπαρκάρανε, και πήγανε ίσια στ' Άγιον Όρος και γινήκανε κ' οι τρεις καλογέροι, δίχως να ειδοποιήσουνε τα σπίτια τους πως γλυτώσανε, αφού είπανε πως είναι πια πεθαμένοι για τον κόσμο. Ο καπετάν Γιώργης πήγε κι' ασκήτεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, κ' έφταξε σε μεγάλα μέτρα, με προσευχή, με νηστεία και με σκληρή κακοπάθηση του κορμιού, τόσο, που ξακούστηκε η αγιοσύνη του σ' όλο το Όρος. Έμαθε και την τέχνη κοντά σ’ έναν γέροντα μάστορα, κ' έγινε σπουδαίος αγιογράφος. Η γυναίκα του τον είχε για πνιγμένον κ' έκανε κάθε χρόνο τα κόλλυβά του. Δεν έμαθε πως γλύτωσε και πως καλογέρεψε ο άντρας της. Μαυροφόρεσε αυτή και τα δυο παιδιά της τα πιο μεγάλα, γιατί το μικρό ήτανε μωρό βυζανιάρικο. Κι' ο καπετάν Γιώργης, που γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δεν θέλησε να μάθει τίποτα για το σπίτι του, μην τύχει και τον νικήσει η αγάπη των παιδιών του.
Αλλά σαν περάσανε δυο τρία χρόνια, δυνάμωσε η ψυχή του με τη θεία χάρη κ' ήθελε να βγει για λίγον καιρό από το Όρος, όπως βγαίνανε κι' άλλοι πατέρες για ελέη, και να πάγει στη Νάξο να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, δίχως να φανερωθεί. Μάλιστα, σαν διάβασε το συναξάρι τ' άγιου Γιάννη του Καλυβίτη, που ήτανε μοναχογυιός κι’ αρχοντόπουλο, και πήγε κρυφά και καλογέρεψε, και για να πονέσει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του για την αγάπη του Χριστού, πήγε στο πατρικό το σπίτι του κι’ έκανε τον υπηρέτη δίχως να τον ξέρουνε οι γονιοί του, κι’ έτσι παράδωσε το πνεύμα του στον Θεό, σαν διάβασε λοιπόν ο πάτερ Γεράσιμος τούτη τη συγκινητική την ιστορία, αποφάσισε σίγουρα να πάγει στη Νάξο. Πήρε λοιπόν την ευχή από τον γέροντά του, και μπήκε σ' ένα καΐκι και τον έβγαλε στην Πάρο.
Εκεί κάθισε κανένα μήνα, κι’ επειδής είχε πάρει μαζί του και τα σύνεργα της ζωγραφικής, ζωγράφισε και καμπόσα εικονίσματα που του παραγγείλανε. Και τόση ήτανε η ευλάβειά του κι’ η σεβασμιότητα που είχε το παρουσιαστικό του, που ξακούστηκε στα γύρωθε νησιά πως τα εικονίσματα που ζωγράφιζε ήτανε «έθαρμα» (θαυματουργά), γιατί δεν έτρωγε λάδι παρά έβαζε μονάχα λίγο, με του φτερού την άκρη, στο φαγητό του την Κυριακή που δεν δούλευε, κ' έτρωγε και το ψωμί με μέτρο, και το νερό ακόμα πούπινε. Τα γόνατά του ήτανε πληγωμένα από τις μετάνοιες που έκανε όλη τη νύχτα, κι' ο ύπνος του ήτανε μοναχά μια δυο ώρες, και τον έπαιρνε καθιστός απάνω στο σεντούκι πούχε τα εργαλεία του, είτε πλαγιαστός απάνω στο χώμα. Κι’ από τα λιγοστά λεφτουδάκια που έπαιρνε για τα κονίσματα που έκανε, για τη συντήρησή του ξόδευε τα πιο λίγα, και τ’ άλλα τάδινε κρυφά στους φτωχούς.
Πήγανε λοιπόν από τη Νάξο δυο τρεις ευλαβείς χριστιανοί και τον παρακαλέσανε να πάγει και στο νησί τους. Και δεν τον γνωρίσανε, γιατί είχε αλλάξει ολότελα το πρόσωπό του από τα γένεια κι’ από τα μαλλιά κι’ από τη μεγάλη εγκράτεια, και πιο πολύ από την αγιοσύνη. Και κείνος χάρηκε πολύ, και σαν βρέθηκε μοναχός του έκλαψε και φχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήτανε φανερό πως θέλημά του ήτανε να πάγει στην πατρίδα του να δοκιμαστεί η πίστη του «ως χρυσός εν χωνευτηρίω».
Βγήκε λοιπόν στη Νάξο, έξη χρόνια από τότε που γίνηκε καλόγερας. Οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί κατεβήκανε και τον πήρανε από τη βάρκα, κι’ ο καθένας ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του, για νάχει την ευλογία του. Πλην ο Χριστός έδειξε πάλι πως τον θεωρούσε στερεόν στην πίστη του και ήρθανε τα πράγματα τέτοιας λογής, ώστε να τον βάλουνε οι πιτρόποι της εκκλησίας σ' ένα κελλί που ήτανε αντίκρυ στο σπίτι του.
Δεν περάσανε δυο τρεις μέρες και πήρε παραγγελιά να ζωγραφίσει κάμποσες εικόνες, κ' έπιασε και δούλευε. Τη μέρα ήτανε κλεισμένος στο κελλί του και δεν κύταξε καθόλου από το παράθυρο. Μοναχά τη νύχτα, σαν ανάβανε τη λάμπα στο σπίτι του, καθότανε στα σκοτεινά δίχως να τον βλέπουνε, και κύτταζε μέσα τη χήρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του μαυροντυμένα, που καθόντανε στο τραπέζι για να φάνε. Τότες τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια του, κ' έπεφτε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βαστάξει με το δυνατό χέρι Του για να μην λυγίσει, ώστε να βγάλει πέρα τούτον τον μεγάλον αγώνα, που ήτανε παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος. Γονάτιζε, κι’ έκλαιγε γονατιστός. Έλεγε το ψαλτήρι κ' η καρδιά του σα νάθελε να βγει
από το στήθος του, σαν περιστέρι να πετάξει. Πού να πετάξει; Στο σπίτι του ή στον Θεό, που είπε «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά περισσότερο από εμένα, αυτός δεν είναι άξιός μου»; Κι’ έλεγε με κλάψιμο:
«Έως τίνος θήσομαι οδύνας εν τη καρδία μου, ημέρας και νυκτός; Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριος ο Θεός μου. Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, μήποτε είπη ο εχθρός μου: Ίσχυσα προς αυτόν. Κύριε, εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου, και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ' εμέ διήλθον. Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι, και καταπαύσω; Ο Θεός, την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου. Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι. Οτι ερρύσω την ψυχήν μου εκ του θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».
Κι’ από τον πολύν αγώνα τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα. Κι’ άνοιγε τα μάτια του κι’ έβλεπε τη μέρα που γλυκοχάραζε και στάλαζε ειρήνη στην καρδιά του, σαν νάτανε άλλος άνθρωπος. Έβαζε με τον νου του το θρήνο που έκανε τη νύχτα, κι’ έλεγε με σιγανή φωνή: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις. Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην».
Έτσι περνούσανε οι μέρες. Και δυνάμωνε η ψυχή του, τόσο, που απορούσε και δόξαζε τον Θεό. Γιατί έφταξε να καλημερίζει τ' αγοράκι του που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του να πάγει να δουλέψει σ' ένα τσαγκαράδικο, και το μικρό το κοριτσάκι του που ήτανε βυζανιάρικο τον καιρό που θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στο κελλί του και του φιλούσε το χέρι και κουβεντιάζανε μαζί. Ήτανε τότε ως έξη χρονών και το λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπόν η Καλλιοπίτσα, στον παπού, και τούδινε κρύο νερό από τη στέρνα, και σαπούνιζε και τις βρούτσες που ζωγράφιζε, και δεν ήθελε να φύγει από κοντά, σα νάνοιωθε πως την τραβούσε το αίμα. Και κει που μιλούσανε, ώρες-ώρες γύριζε ο Πάτερ Γεράσιμος το πρόσωπό του και σφούγγιζε τα μάτια του, κ' έλεγε πάλι: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι• καγώ διαπαντός μετά σου, ήγουν: “Σαν τ' αναίσθητο το ζώο γίνηκα για σένα, Θεέ μου, μα εγώ παντοτινά είμαι μαζί σου”».
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελλιού του, και σαν άνοιξε, βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του. Και σαν νάτανε από πέτρα κι' όχι άνθρωπος με κορμί, δεν απόδειξε τίποτα, κι' ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό. Και κείνη δεν τον γνώρισε ολότελα, και του λέγει: «Καλή μέρα, γέροντα», και φίλησε το χέρι του. Και κείνος της λέγει: «Ο Θεός να σε ευλογεί, τέκνο μου». Και σαν μπήκανε μέσα, κάθισε ο Πάτερ Γεράσιμος στο σκαμνί του, και κείνη κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι. Και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα δάκρυσε. Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της, δάκρυσε, και κείνος που τη γνώρισε, δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα απόδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσκίζανε τα κορμιά τους. Λέγει του η γυναίκα δακρυσμένη: «Ήρθα, γέροντα, να σε παρακαλέσω να μου φτιάξεις μιαν εικόνα τ' άγιου Γιώργη, σε μνημόσυνο του μακαρίτη τ’ αντρός μου, που πνίγηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν από έξη χρόνια». «Μετά χαράς», λέγει ο καλόγερας. «Βοήθειά σου. Μα δεν είναι καλό να κλαις, γιατί βαραίνεις την ψυχή του. Είσαι χήρα γυναίκα, δεν θέλω τίποτα για τον κόπο μου». Η γυναίκα τούκανε μετάνοια κ' έφυγε.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Πάτερ Γεράσιμος έβαλε μπροστά την εικόνα. Όσον καιρό τη δούλευε, τα μάτια του τρέχανε σαν βρύσες, οι μπογιές με τα δάκρυα ήτανε ζυμωμένες. Στο απάνω μέρος ζωγράφισε τον άγιο Γιώργη αρματωμένον και θλιμμένον καβάλλα στ' άλογο, κι' από κάτω το θεριό λαβωμένο από το κοντάρι του, κ' η βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' έμοιαζε στην Καλλιοπίτσα. Και στο κάτω μέρος χώρισε ένα μέρος, και ζωγράφισε ένα καράβι που βούλιαζε, και τρεις ναύτες που θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' άγρια τα κύματα, κ' έγραψε: «Το ναυάγιον». Και σε μια γωνιά έγραψε πάλι τούτα τα λόγια: «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού Γεωργίου Αντρή, ονπερ κατέπιε υδατόστρωτος τάφος, εν έτει 1864, μηνί Δεκεμβρίω 25». Κι' από κάτω έγραψε «Διά χειρός Γερασίμου μοναχού του αμαρτωλού. Έτους 1870».
Ύστερα από κανέναν μήνα, ο Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε από τη Νάξο για να γυρίσει στο Όρος. Περνώντας από τη Σύρα, έγραψε στη γυναίκα του πως έμαθε από έναν άλλον καλόγερα πως ο Καπετάν Γιώργης ζει και πως είναι στο Όρος, και πως να στείλει εκεί πέρα το γυιό της τον μεγάλο για να του δώσει τις παραγγελιές του. Σαν γύρισε πίσω στη σκήτη της μετανοίας του, πήρε ένα γράμμα από το γυιό του πως σε λίγες μέρες θα πήγαινε να τον ανταμώσει. Κατέβηκε στη Δάφνη και τον περίμενε. Σαν βγήκε από τη βάρκα, τον καλωσόρισε ο Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε και κουβεντιάζανε για τη Νάξο, για το σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτούσε το παιδί: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Και κείνος τούλεγε: «Πήγε ως του Ξηροποτάμου, κι' όπου νάναι θάρθει». Πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Όπου σε μια στιγμή τον πήρανε τα δάκρυα τον γέροντα και λέγει του παιδιού του: «Εγώ είμαι, παιδί μου, ο πατέρας σου, εγώ ήμουνα μια φορά ο καπετάν Γιώργης. Μα θάμουνα πνιγμένος αν δε με γλύτωνε ο Θεός, κ' έταξα να γίνω καλόγερας. Τώρα εσύ δεν είσαι ορφανό, μα εγώ είμαι πια πεθαμένος για τον κόσμο. Έτσι θέλησε ο Παντοδύναμος, που είπε πως θα αφήσει γονιούς και παιδιά και γυναίκα όποιος Τον αγαπά. Γεννηθήτω το θέλημά Του».