Ἀφοῦ τιμοῦμε τὸν Μ. Βασίλειο, γιατὶ δὲν τὸν μιμούμαστε;

                  

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


Γιὰ μία ἀκόμη χρονιὰ θὰ τιμήσουμε τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου τὸν φωστῆρα τῆς τρισηλίου Θεότητος, τὸν Μ. Βασίλειο. Γιὰ μία ἀκόμα χρονιὰ θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ μεγαλεῖο του, γιὰ τὴν διδασκαλία του, γιὰ τὸ ἔργο του. Θὰ μιλήσουμε καὶ θὰ ἐπαναπαυθοῦμε ὡς ἄλλοι Φαρισαῖοι μὲ τὰ λόγια μας μὴ ἀναλογιζόμενοι τὸ ἑξῆς: Ἀφοῦ τιμοῦμε τὸν Μ. Βασίλειο, γιατὶ δὲν τὸν μιμούμαστε, γιατὶ δὲν πράττουμε αὐτὰ ποὺ ἔπραξε καὶ δὲν λέμε αὐτὰ ποὺ εἶπε;

Θὰ δοῦμε στὰ παρακάτω χωρία πῶς φαίνεται ὅτι δὲν τὸν μιμούμαστε, δὲν πράττουμε καὶ δὲν μιλοῦμε ὅπως ἐκεῖνος.

Γράφει ὁ Ἅγιος:

«Ἀκόμα δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο στὴ μεταξύ τους διαμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους... Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα» (Ἐπιστολή 92, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 2).

Ὁ Ἅγιος ἔβλεπε τὴν αἵρεση νὰ προχωράει καὶ παράλληλα ἔβλεπε τοὺς Ὀρθόδοξους ἢ νὰ μὴν ἀντιδροῦν ἢ νὰ βρίσκονται σὲ διχόνοια καὶ διαμάχες εἰς βάρος τῆς Πίστεως καὶ τοῦ ποιμνίου. Δὲν φοβήθηκε ὁ Μέγας αὐτὸς ἀνὴρ νὰ ὀνομάζει τὰ αἵτια. Ἐμεῖς τίποτα δὲν βλέπουμε, τίποτα δὲν ἀναλογιζόμαστε, τίποτα δὲν πράττουμε γιὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὅποῖα συμβαίνουν καὶ σήμερα. Ἀντιθέτως ἐφευρίσκουμε συνεχῶς καὶ νέες αἰτίες ἐφησυχασμοῦ, διαμάχης και διχασμοῦ.

Καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ ἐμᾶς ὁ μέγας αὐτὸς ἀνὴρ πονοῦσε και ὑπέφερε:

«Τίς θρῆνος τῶν συμφορῶν τούτων ἄξιος; Ποῖαι πηγαὶ δακρύων κακοῖς τοσούτοις ἐξαρκέσουσιν; Ἕως οὖν ἔτι δοκοῦσιν ἑστάναι τινές, ἕως ἔτι ἴχνος τῆς παλαιᾶς καταστάσεως διασώζεται, πρὶν τέλεον ταῖς Ἐκκλησίαις ἐπελθεῖν τὸ ναυάγιον, ἐπείχθητε πρὸς ἡμᾶς, ἐπείχθητε ἤδη, ναὶ δεόμεθα, ἀδελφοὶ γνησιώτατοι· δότε χεῖρα τοῖς εἰς γόνυ κλιθεῖσι. Συγκινηθήτω ἐφ' ἡμῖν τὰ ἀδελφικὰ ὑμῶν σπλάγχνα, προχυθήτω δάκρυα συμπαθείας. Μὴ παρίδητε τὸ ἥμισυ τῆς οἰκουμένης ὑπὸ τῆς πλάνης καταποθέν, μὴ ἀνάσχησθε ἀποσβεσθῆναι τὴν πίστιν παρ' οἷς πρῶτον ἐξέλαμψε... καὶ μὴ μόνον τὰ παρ' ἑτέροις μακαρίζωμεν ἀγαθά, ὅπερ νῦν ποιοῦμεν, ἀλλὰ καὶ τὰς ἡμετέρας αὐτῶν Ἐκκλησίας ἐπίδωμεν τὸ ἀρχαῖον καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀπολαβούσας» (Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 3).

Ὁ ἅγιος κλαίει καὶ θρηνεῖ καὶ παρακαλάει γονατιστός. Ἐμεῖς ζητοῦμε πρωτεῖα καὶ τιμὲς καὶ νὰ κάνει ὁ ἄλλος τὴν ἀρχή. Μάλιστα καὶ πάλι ἐφευρίσκουμε εὐσεβεῖς ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους γιὰ νὰ καλύψουμε τὶς δικές μας ἀδυναμίες. Ξεχνᾶμε ὅτι κατὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶναι ἄξιος καὶ εὐσεβὴς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος δὲν ὁμολογεῖ ἔχοντας χαμηλὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀνέχεται νὰ καταπατοῦνται οἱ παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων: «οἱονεί χάρακας ἡμῖν παρακατέπηξε, θέμενος ἐν τῆ Ἐκκλησία πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· καί τοῖς τῶν παλαιῶν καί μακαρίων ἀνδρῶν ὑποδείγμασιν εἰς ὕψος ἡμῶν ἀνάγων τά φρονήματα, οὐκ ἀφῆκεν ἐρριμμένα χαμαί καί τοῦ πατεῖσθαι ἄξια» (Εἰς Ἑξαήμερον ὁμιλ. 5, 6, PG 29, 108). Δὲν εἶναι εὐσεβὴς αὐτὸς ποὺ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ποίμνιό του νὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ αἱρετικούς: «μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων. Μανία γάρ σαφής ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν. Γνώρισον αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί τῆς ὁδοῦ τῆς πρός Θεόν ἀγούσης. Μή χρήσῃ αὐτοῖς ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ՚ αὐτῶν εἰς κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Εἰς Ἠσαΐαν 16, 304, PG 30, 649).

Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401).

Ἐμεῖς μὲ ἔπαρση λέμε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ καθαρίσει τὴν Ἐκκλησία, ξεχνώντας τὶς εὐθῦνες μας ἢ πάλι ἀνακαλύπτοντας εὐσεβεῖς. Ποιός ὅμως «εὐσεβής» Ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας ζήτησε νὰ καθαρίσει σήμερα τὴν Ἐκκλησία; Ἀντιθέτως καὶ ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Ἅγιο μνημονεύει καὶ  ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα οἰκουμενιστὲς ἢ προδότες Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς.

Γι’ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους  ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Λόγια τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133). Ἀντιθέτως ὅμως μὲ τὰ ξεκάθαρα κρυστάλλινα λόγια τοῦ Ἁγίου ἐμεῖς τὰ μασᾶμε, μιλοῦμε γιὰ ἰδιαίτερες καταστάσεις, γιὰ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, γιὰ προϋπόθεση εἰδικῶν προτερημάτων καὶ ἱκανοτήτων καὶ ἀναιροῦμε ἔτσι (δὲν τιμοῦμε) τὴν διδασκαλία ὄχι μόνο τοῦ Ἁγίου ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Πατέρων. Διότι ἀντιθέτως μὲ ἐμᾶς

Α) Ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀσφαλῶς στοὺς σημερινοὺς πατέρες, ὅτι ἡ ὀρθοτομία καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ὄχι μόνο λόγοις ἀλλὰ καὶ πράξεσι εἶναι ἡ προϋπόθεση ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ὀρθοτομία δὲν ὑπάρχει κοινωνία.

Β) Ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκει ὅτι εἶναι ἀσφαλέστερο οἱ κρίσιμες γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται ὄχι μονομερῶς, ἀλλὰ ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐκ συμφώνου. Πρῶτα πρέπει νὰ ἀποφασίζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ σωστὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων οἱ Πατέρες καὶ μετὰ νὰ προβαίνουν σὲ ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν ἀποφασιστεῖ ἀπὸ κοινοῦ, δὲν θὰ σκανδαλίζουν. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ χωρὶς νὰ γνωρίζει κανεὶς κάτι ὄχι μόνο ἐνεργοῦν μονομερῶς γιὰ ἐμᾶς χωρὶς ἐμᾶς!

Γ) Ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς διδάσκει ὅτι εἶναι δικαιολογημένος ὁ ἔλεγχος (ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν Μ. Βασίλειο) καὶ ἁρμόζει σὲ πνευματικὸ ἀδελφό, πόσῳ μάλιστα ὅταν συμβαίνει σὲ καιροὺς αἱρέσεως, στοὺς ὁποίους ἡ σύγχυση εἶναι μεγάλη. Ὁ ἔλεγχος, ἀκόμα καὶ ὁ δημόσιος, γίνεται γιατὶ οἱ Ποιμένες, μὲ τὶς ὅποιες πράξεις ἢ ἀποφάσεις, προβληματίζουν ἢ σκανδαλίζουν καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀπαντοῦν μὲ παρρησία καὶ χαρὰ σὲ ὅ,τι τοὺς ρωτοῦν καὶ ὄχι νὰ διαμαρτύρονται. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦν, ὅσους ἐλέγχουν, ὡς διασπαστές, ἐριστικοὺς ὀνομάζοντας τους ἀκόμα καὶ «πατάτες»!

Δ) Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει καὶ στὶς δύο ἐπιστολές ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν παρακάτω (265 καὶ 266) τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς ἐπιθέσεως καὶ ἐχθρότητος, ἀναφερόμενος (τὸ τονίζω) σὲ ρασοφόρους, ποὺ ἀντὶ νὰ ὁμονοοῦν καὶ νὰ συνομιλοῦν καθ’ ὅλα μὲ φιλοφροσύνην καὶ πραότητα, κατηγοροῦν καὶ ὑβρίζουν, χωρίζουν σὲ ὁμάδες καὶ σκανδαλίζουν. Σημειώνει μάλιστα ὅτι καὶ οἱ πλέον σπουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι εὐπροσήγοροι καὶ κατάλληλοι γιὰ αὐτὸ ποὺ ἐτάχθησαν καὶ δημιουργοῦν προβλήματα ποὺ μειώνουν τὸν ἀγῶνα. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ ὅσους οἰκειοποιοῦνται τὸ βραβεῖο τῆς αὐθεντίας, τὴν τιμὴ τοῦ ἀξιώματος καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν τὸν ἄλλο καὶ νὰ καλύψουν τὶς δικές τους ἀδυναμίες, χωρίζοντας καὶ ταράζοντας τὸ ποίμνιο (βλ. καὶ Περί κρίματος Θεοῦ 1-2, PG 31, 653-656: «ἑκάστου τῆς μέν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ἀφισταμένου, λογισμούς δέ τινας καί ὅρους ἰδίους ἐκδικοῦντος ἐξ αὐθεντίας, καί μᾶλλον ἄρχειν ἀπ՚ ἐναντίας τοῦ Κυρίου ἢ ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου βουλομένου…Καί τό φρικωδέστατον, αὐτούς τούς προεστῶτας αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας) ἐν τοσαύτῃ μέν τῇ πρός ἀλλήλους διαφορᾷ γνώμης τε καί δόξης καθεστῶτας, τοσαύτῃ δέ τῇ πρός τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐναντιότητι χρωμένους, καί διασπῶντας μέν ἀνηλεῶς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἐκταράσσοντας δέ ἀφειδῶς το ποίμνιον αὐτοῦ»).

Ε) Ὁ Μ. Βασίλειος καλεῖ τοὺς πιστούς, ποιμένες καὶ λαϊκούς, σὲ ἑνότητα καὶ συμπόρευση, δὲν προωθεῖ τὴν ὁμαδοποίηση, δὲν διεκδικεῖ πρωτεῖα, δὲν ἐπιδεικνύει τὴν γνώση του, δὲν ἀποκλείει κανέναν πρὸ συνάξεως καὶ κοινῶν ἀποφάσεων. Πόσο διαφέρει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν ποιανοῦ εἶσαι, σὲ ποιόν πηγαίνεις, ποιόν ἀκολουθεῖς, ἀναφερόμενοι στοὺς ἀνθρώπους καὶ ξεχνώντας τὸν Χριστό.

ΣΤ) Ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκει καὶ τονίζει ὅτι δὲν πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ χάνουν τὸ θάρρος τους, τὴν ἀντίστασή τους ἀπέναντι στὴν αἵρεση καὶ τὴν ὁμολογία τους, ἐπειδὴ κάποιοι λοξοδρομοῦν. Ὄλα γίνονται λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θα δικαιώσει τὴν ὀρθότητα τῆς Πίστεως. Ἐμεῖς ἀντιθέτως χρησιμοποιοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω ὡς δικαιολογία γιὰ τὴν δική μας ἀπραξία.

Ἀκολουθοῦν ὡς τελευταία καὶ ξεκάθαρη ἀπόδειξη τῶν παραπάνω οἱ ἐπιστολὲς 265 καὶ 266 ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα τῶν Ἁγ. Πατέρων, Μ. Βασιλείου Ἅπαντα, Ἔκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», τόμ. 7ος, σελ. 130-139. Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη· ὁ τονισμὸς χωρίων εἶναι δικός μου:

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 265 (ZΞE'-CCLXV)

ΠΡΟΣ ΕΥΛΟΓΙΟΝ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΚΡΑΤΙΩΝΑ, ΕΠIΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΕΞΩΡIΣΜΕΝΟΥΣ

«Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπληροφορήθημεν διὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς σας καὶ τὸ ἐνδιαφέρον σας διὰ τοὺς ἀδελφούς, καθὼς καὶ ὅτι δὲν παραμελεῖτε μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιαφορίαν τὰ εἰς ὅλους ὠφέλιμα καὶ ἀναγκαία πρὸς σωτηρίαν, ἀλλ' ὅτι προθυμοποιεῖσθε νὰ πράττετε κάθε τι πρὸς οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι δίκαιον νὰ γίνωμεν κοινωνοί (καὶ μέτοχοι) τῆς ἀγαθῆς μερίδος σας καὶ νὰ συνδέσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν εὐλάβειάν σας διὰ μέσου τῆς ἐπιστολῆς.... Πάρα πολὺ μᾶς ἐνίσχυσε τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας ἡ πληροφορία περὶ τοῦ ζήλου σας ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα τῆς εὐσεβοῦς πίστεως, ὅτι δηλαδὴ οὔτε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν συγγραμμάτων οὔτε ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν σοφισμάτων παρεσύρθη ἡ σταθερότης τῆς καρδίας σας. Τουναντίον, ἀφ' ἑνὸς ἀνεγνωρίσατε ὅσους καινοτομοῦν ἀντίθετα πρὸς τὰς ἀποστολικὰς διδασκαλίας καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲν ἠνέχθητε νὰ συγκρατήσετε (καὶ ἀναχαιτίσετε ἁπλῶς) μὲ σιωπὴν τὴν βλάβην ἡ ὁποια γίνεται ἀπὸ αὐτούς... Πράγματι, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἠλπίσαμεν ὅτι θὰ ἔχωμεν συνυπερασπιστὴν τῆς ἀληθείας, αὐτὸν εὑρήκαμεν τώρα εἰς πολλὰ σημεῖα νὰ ἐμποδίζῃ ὅσους σῴζονται (ἐν Χριστῷ), καθ' ὅτι τοὺς ἀναστατώνει τὸν νοῦν καὶ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν... Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἐνημερώνωνται καλῶς ὅλοι ὅσοι εἶναι ἡνωμένοι μαζί σας, ὥστε καὶ ὅ,τι γίνεται περισσότερον νὰ εἶναι σταθερὸν μὲ τὴν συγκατάθεσιν τῶν περισσοτέρων, ἄλλα καὶ ἡ εἰρήνη νὰ μὴ διασπασθῆ μὲ τὴν ἀποδοχὴν μερικῶν (εἰς κοινωνίαν), ἐνῷ ἄλλοι (ἕνεκα τούτου) ἀποχωρίζονται. Διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ σκεφθῆτε σοβαρῶς καὶ ἠρέμως διὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουν ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Οἰκουμένης. Διότι δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἀξιέπαινος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει κάτι ταχέως, ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸ κάθε τι εἰς ὅλα κανονίζει σταθερῶς καὶ ἀμετακινήτως, ὥστε καὶ εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον, ὅταν θὰ κρίνεται ἡ ἀπόφασίς (του), νὰ ἀποδεικνύεται δοκιμωτέρα (καὶ περισσότερον ἀποδεκτή). Αὐτὸς εἶναι εὐπρόσδεκτος (καὶ εὐάρεστος) εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καθ' ὅτι «οἰκονομεῖ τοὺς λόγους του μὲ κρίσιν» (καὶ σύνεσιν).

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 266 (ΣΞϚ'-CCLXVl)

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

1. Καλῶς καὶ ὡς ἁρμόζει εἰς πνευματικὸν ἀδελφόν, ὁ ὁποῖος ἔχει διδαχθῆ τὴν ἀληθινὴν ἀγάπην ἀπὸ τὸν Κύριον, μὲ κατηγόρησες, διότι δὲν σοῦ γνωστοποιοῦμεν ὅλα, εἴτε τὰ ἀσήμαντα εἴτε τὰ σοβαρότερα ἀπὸ τὰ ἐδῶ γεγονότα. Διότι πράγματι ἐπιβάλλεται καὶ εἰς σὲ νὰ φροντίζῃς διὰ τὰ ζητήματά μας, ἀλλὰ καὶ εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ἀγάπην σου. Μάθε ὅμως, τιμιώτατέ μας καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ὅτι αἱ συνεχεῖς θλίψεις καὶ ὁ μέγας οὗτος σάλος, ὁ ὁποῖος τώρα σαλεύει τὰς Ἐκκλησίας, συντελοῦν ὥστε νὰ μὴ παραξενευώμεθα ἀπὸ τίποτε ἐξ ὅσων γίνονται. Ὅπως δηλαδὴ ὅσοι ἐργάζονται εἰς τὰ σιδηρουργεῖα, λόγῳ τοῦ ὅτι συνεχῶς θορυβοῦνται τὰ ὦτα των, συνηθίζουν τοὺς κρότους, τοιουτοτρόπως καὶ ἡμεῖς, λόγῳ τῆς συχνότητος τῶν παραδόξων εἰδήσεων, ἐσυνηθίσαμεν πλέον νὰ ἔχωμεν ἀτάραχον καὶ ἄφοβον τὴν καρδίαν ἀπὸ τὰ παράλογα (συμβαίνοντα).

Ὅσα λοιπὸν ἀφ' ἑνὸς δολιεύονται οἱ Ἀρειανοὶ ἀνέκαθεν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ διατυμπανισμένα εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην, παρὰ ταῦτα μᾶς εἶναι ὑποφερτά, λόγῳ τοῦ ὅτι γίνονται ἀπὸ φανεροὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Μάλιστα τοὺς θαυμάζομεν, ὅταν δὲν κάμουν ὅ,τι συνηθίζουν καὶ ὄχι ὅταν τολμήσουν κάτι σοβαρὸν καὶ θρασὺ ἐνάντιον τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφ' ἑτέρου ὅμως μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους καὶ ὁμοδόξους.

Ἀλλ' ὅμως καὶ αὐτὰ ἀκόμη, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι πολλὰ καὶ συνεχῶς φθάνουν εἰς τὰ ὦτα μας, οὐδόλως καὶ αὐτὰ μᾶς φαίνονται παράδοξα. Διὰ τοῦτο οὔτε (ἡμεῖς οἱ ἴδιοι) συνεκινήθημεν δι' ὅσας ἀταξίας ἔγιναν τελευταίως οὔτε τὰ ὦτα σου ἠνωχλήσαμεν, ἐπειδὴ ἀφ' ἑνὸς ἤμεθα βέβαιοι ὅτι μόνη της ἡ φήμη θὰ μεταφέρῃ τὰ γεγονότα, ἀφ' ἑτέρου διότι ἀνεμένομὲν ἄλλους νὰ γίνουν ἀγγελιαφόροι τῶν λυπηρῶν (αὐτῶν γεγονότων), καὶ τέλος διότι δὲν ἐκρίναμεν ὅτι εἶναι λογικὸν νὰ δυσαρεστούμεθα ἐξ αἰτίας παρομοίων ζητημάτων, ὡσὰν ἀκριβῶς νὰ ἐλυπούμεθα διατὶ παρεβλέφθημεν.

Ἐν τούτοις εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διέπραξαν αὐτὰ ἐγράψαμεν τὰ πρέποντα καὶ τοὺς παρακαλοῦμεν, ἐπειδὴ συνέβη νὰ διχονοήσουν κάπως οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, νὰ μὴ ἀποχωρισθοῦν βεβαίως ἀπὸ τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ νὰ περιμένουν νὰ γίνῃ ἡ (ἀνάλογος) ἀποκατάστασις ἀπὸ ὅσους δύνανται ἐκκλησιαστικῶς νὰ θεραπεύουν τὰ σφάλματα. Ὅταν μάλιστα τὸ ἴδιον ἔκαμες καὶ σύ, καλῶς καὶ κανονικῶς ἐνεργῶν, σὲ ἐπηνέσαμεν καὶ ηὐχαριστήσαμεν τὸν Κύριον, διότι συμβαίνει νὰ διατηρῆται εἰς σὲ κάποιο λείψανον τῆς παλαιᾶς εὐταξίας καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της μὲ τὸν ἰδικόν μας διωγμόν. Διότι ἀσφαλῶς δὲν ἐδιώχθησαν μαζί μας καὶ οἱ Κανόνες.

Ἐνῷ λοιπὸν πολλάκις ἠνωχλήθην ἀπό τους Γαλάτας, δὲν ἠδυνήθην ποτὲ νὰ τοὺς ἀπαντήσω, καθ' ὅτι ἀνέμενον τὰς ἰδικάς σου ἀποφάσεις. Καὶ τώρα ὅμως, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέψῃ καὶ θελήσουν νὰ μᾶς ἀναμείνουν, ἐλπίζομεν νὰ (ἐπανα)φέρωμεν τὸν λαὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὴ κατηγορούμεθα ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι ἔχομεν προσχωρήσει εἰς τοὺς Μαρκελλιανούς, ἀλλ' ἀντιθέτως ἐκεῖνοι νὰ γίνουν μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἰς τρόπον ὥστε ἡ κακόφημος μομφή, ἡ ὁποία ἔχει διαδοθῆ (εἰς βάρος των) λόγῳ τῆς αἱρέσεως, νὰ ἐξαφανισθῇ μὲ τὴν ἰδικήν μας ἀποδοχήν των καὶ νὰ μὴ καταισχυνθῶμεν (καὶ κατηγορηθῶμεν) ἡμεῖς ὅτι προσεχωρήσαμεν εἰς αὐτούς.

2. Ἐξ ἄλλου μᾶς ἐλύπησεν ὁ ἀδελφὸς Δωρόθεος, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψες, δὲν συνωμίλησε καθ' ὅλα μὲ φιλοφροσύνην καὶ πραότητα πρὸς τὴν κοσμιότητά σου. Καὶ τοῦτο ἐπίσης τὸ καταλογίζω εἰς τὴν δυσκολίαν τῶν περιστάσεων. Διότι φαινόμεθα ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας εἰς τίποτε δὲν πηγαίνομεν καλῶς, ἐφόσον βεβαίως (καί) οἱ πλέον σπουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι εὐπροσήγοροι καὶ κατάλληλοι διὰ τὰς ἀποστολάς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ κάμνουν τὰ πάντα συμφώνως μὲ τὴν γνώμην μας.

Οὗτος (ὁ Δωρόθεος), ἀφοῦ ἐπανῆλθεν (ἀπὸ τὴν Ρώμην), μᾶς διηγήθη περὶ τῶν συνομιλιῶν τοῦ σεβασμιωτάτου ἐπισκόπου Δαμάσου μὲ τὴν τιμιότητά σου καὶ μᾶς ἐλύπει ἀναφέρων ὅτι συγκατηριθμοῦντο (κατὰ τὰς συνομιλίας) μὲ τοὺς Ἀρειομανίτας καὶ οἱ θεοφιλέστατοι ἀδελφοί μας καὶ συλλειτουργοὶ Μελέτιος καὶ Εὐσέβιος. (Ἀλλά) καὶ ἂν ἀκόμη τίποτε ἄλλο δὲν ἐδείκνυε τὴν ὀρθοδοξίαν των, τουλάχιστον ὁ (ἐναντίον των) πόλεμος ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν ἀποτελεῖ ὄχι μικρὰν ἀπόδειξιν τοῦ ὀρθοῦ φρονήματός (των) εἰς ὅσους σκέπτονται φρονίμως. Ἄλλωστε τὴν εὐλάβειάν σου πρέπει νὰ συνδέῃ εἰς ἑνότητα ἀγάπης καὶ ἡ (συμ)μετοχὴ εἰς τὰ παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ.

Παντως περὶ τοῦ ἑξῆς πρέπει νὰ εἶσαι πεπεισμένος, ὄντως τιμιώτατε, ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει κάποιος λόγος τῆς ὀρθοδοξίας ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐκηρύχθη μὲ κάθε παρρησίαν ἀπὸ τοὺς ἄνδρας αὐτούς, μὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν καὶ ἀκροατὰς ἡμᾶς. Διότι ἡμεῖς τουλάχιστον οὔτε κἂν μίαν ὥραν δὲν θὰ ἐσυνεχίζομεν νὰ δεχώμεθα τὴν ἐπικοινωνίαν μαζί των, ἐὰν συνέβαινε νὰ διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτοι χωλαίνουν ὡς πρὸς τὴν πίστιν.

Ὅμως, ἐὰν νομίζῃς, ἂς ἄφησωμεν τὰ περασμένα καὶ ἂς δώσωμεν εἰς τὰ μέλλοντα κάποιαν εἰρηνικὴν ἀρχήν. Διότι ὅλοι χρειαζόμεθα ὁ εἷς τὸν ἄλλον, συμφώνως μὲ τὸν νόμον τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν (τοῦ σώματος), καὶ μάλιστα τώρα, ὅτε αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς ἔχουν ἐστραμμένα τὰ βλέμματα εἰς σᾶς. Καὶ ἀσφαλῶς αὗται τὴν ἰδικήν σας ὁμοφροσύνην (μαζί των) θὰ λάβουν ὡς μέσον πρὸς στηριγμὸν καὶ στερέωσίν των, ἐνῷ ἀντιθέτως, ἐὰν σᾶς ἀντιληφθοῦν ὅτι κάπως ὑποπτεύεσθε ὁ εἷς τὸν ἄλλον, θὰ παραλύσουν καὶ θὰ ἀφήσουν τὰς χεῖρας των νὰ πέσουν κάτω, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως».

Ὡς πότε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, θὰ τιμοῦμε τὸν Μ. Βασίλειο, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν μιμούμαστε, δὲν θὰ πράττουμε αὐτὰ ποὺ ἔπραξε καὶ δὲν θὰ λέμε αὐτὰ ποὺ εἶπε;

 

Καλὴ καὶ εὐλογημένη χρονιά!

 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου