Απόσπασμα από την ερμηνεία του Μ. Βασιλείου στον 1ο ψαλμό (νεοελληνική μετάφραση)



«Δρόμος ονομάζεται ο βίος, γιατί καθένας που γεννιέται φτάνει στο τέλος της ζωής του. Όπως αυτοί που ενώ ταξιδεύουν και φτάνουν στο λιμάνι, χωρίς να το καταλάβουν, έτσι κι εμείς, ο χρόνος της ζωής μας περνάει απαρατήρητα. Κοιμάσαι, αλλά ο χρόνος σε προσπερνά. Είσαι ξύπνιος και η σκέψη σου κάπου τριγυρίζει, μα η ζωή ξοδεύεται, ξεφεύγοντας από την προσοχή μας. Κάποιον δρόμο λοιπόν τρέχουμε όλοι· και βιαζόμαστε να φτάσουμε ο καθένας στο δικό του το τέρμα. Γι' αυτό βρισκόμαστε σε δρόμο. Αρκεί να καταλάβεις τη σημασία του δρόμου. Οδοιπόρος φάνηκες σε τούτη τη ζωή. Όλα τα προσπερνάς, όλα γύρω σου τα αφήνεις. Είδες στο δρόμο σου λουλούδια, δροσερά, νερά ή άλλες ομορφιές. Ευχαριστήθηκες λιγάκι· έπειτα τα προσπέρασες. Πάλι συνάντησες πέτρες, φαράγγια, γκρεμούς, βράχια, παλούκια, θηρία, φίδια, αγκαθιές. Ευχαριστήθηκες για λίγο· όμως κι αυτά τα άφησες.

Αυτή είναι η ζωή· ούτε τα ευχάριστα μόνιμα, ούτε τα δυσάρεστα χωρίς τελειωμό. Ο δρόμος δεν είναι δικός σου, ούτε τα τωρινά δικά σου. Στους οδοιπόρους μόλις ο πρώτος αφήσει τα χνάρια της πατημασιάς του, αμέσως πατάει ο δεύτερος και κατοπινά ο επόμενος. Σκέψου ακόμα, και τις περιστάσεις της ζωής. Σήμερα συ καλλιεργείς τη γη και αύριο άλλος. Και μετά απ’ αυτόν άλλος… Βλέπεις τούτα τα χωράφια και τα όμορφα σπίτια; Πόσους νοικοκυραίους δεν άλλαξαν μέχρι σήμερα… «Του τάδε» λεγόταν ότι είναι το σπίτι, το χωράφι. Έπειτα πήρε αλλουνού το όνομα. Και μετά πέρασε στα χέρια κάποιου άλλου. Έτσι λοιπόν σε ρωτώ: Η ζωή μας δεν είναι ένας δρόμος που ο ένας ακολουθεί ξοπίσω του άλλου; Ευτυχισμένος εκείνος που δε βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τους αμαρτωλούς…».