Μᾶς δίδαξες μὲ ἔργα ὅτι τὸ θεωρεῖν δὲν προσγίνεται μόνο μὲ αἴσθηση ἢ καὶ λογισμὸ στοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους (διότι τότε θὰ ἦσαν λίγο μόνο καλύτεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα), ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴ μέθεξη τῆς θείας χάριτος, κατὰ τὴν ὁποία ἐντρυφοῦμε στὰ θεοειδῆ κάλλη ὄχι μὲ λογισμούς, ἀλλὰ μὲ ἄυλες ἐπαφές.
Ἔκαμες τοὺς ἀνθρώπους ὁμοδίαιτους μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἢ μᾶλλον ἀξίωσες καὶ μεγαλύτερων βραβείων, ἀφοῦ συνέλαβες ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα θεανδρικὴ μορφὴ καὶ τὴν γέννησες παράδοξα καὶ κατέστησες τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπορρήτως συμφυῆ καί, θὰ λέγαμε, ὁμόθεη μὲ τὴ θεία φύση.
Ἂς φυλάττουμε ἑπομένως τὴ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς ἀλλήλους ἑνότητα, ποὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ σ\’ ἐμᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ θείως, διὰ τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης.
Ἂς βλέπουμε πάντοτε πρὸς τὸν ἄνω γεννήτορα.
Ἂς ὑψώσουμε ἄνω πρὸς αὐτὸν τὴ καρδία μας.
Ἂς παρατηρήσουμε τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴ φύση μας νὰ συνδιαιωνίζει ἀΰλως μὲ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καί, ἀποβάλλοντας τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, ποὺ ἔχουμε ἐνδυθεῖ ἀπὸ τὴ παράβαση, ἂς σταθοῦμε σὲ ἁγία γῆ, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας μας τὴ δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πρὸς τὸ Θεὸ σταθερῆς ἀφοσιώσεως, νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ συνδιαιωνίσουμε σὲ δόξα τῆς τρισήλιας Θεότητος ποὺ πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση τώρα καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμὴν