Στην ιστορία ολόκληρης της Εκκλησίας, δεν υπήρξαν ποτέ τόσοι μαζικοί και ποικίλου χαρακτήρα διωγμοί, όπως στη Σοβιετική Ρωσία, τον 20ό αιώνα. Οι διώξεις έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την επικράτεια της αχανούς ρωσικής γης, αφορούσαν όλες τις κοινωνικές τάξεις της ρωσικής κοινωνίας, καθώς και κάθε ηλικία, από τα βρέφη μέχρι υπέργηρους γέροντες. Ορισμένοι ερευνητές υπολογίζουν τους ορθοδόξους χριστιανούς που υπέστησαν διώξεις, διακρίσεις εις βάρος τους, όσοι έχασαν την εργασία τους, ακόμη και τη ζωή τους, κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομήντα ετών (από το 1917 μέχρι το 1987), σε εκατό εκατομμύρια ψυχές[1]. Στην εισήγηση αυτή επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση της σκληρότερης και αιματηρότερης περιόδου των διωγμών, αυτή μεταξύ των ετών 1918-1940.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1918, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком) της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων δημοσίευσε το «Διάταγμα για το χωρισμό του Κράτους και της Εκπαίδευσης από την Εκκλησία». Με το διάταγμα αυτό διαμορφώθηκε ένα σκληρό πλαίσιο περιορισμού της Εκκλησίας. Από εκείνη τη στιγμή, αυτή έχασε όλα τα δικαιώματά της ως νομικού προσώπου. Δεν είχε πλέον καμμία δυνατότητα να δραστηριοποιείται οικονομικά. Την 8η Μαΐου του 1918, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком) οργάνωσε έναν μόνιμο τομέα, υπεύθυνο για την εφαρμογή του Διατάγματος αυτού κατά της Εκκλησίας. Πρόκειται για τον Η΄ Τομέα (αργότερα Ε΄), γνωστός και ως «Τομέας Εκκαθαρίσεων». Βασικό του έργο ήταν η διάλυση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους και η εξουδετέρωση των αντεπαναστατικών στοιχείων των θρησκευτικών οργανώσεων. Ο διευθυντής του κλάδου αυτού, ο P. A. Krasikov, στέλεχος της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων, αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο σκληρούς διώκτες της θρησκευτικής πίστης. Αν και εξ αρχής είχε τονιστεί ότι σκοπός τους ήταν μόνο ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, ωστόσο ο πραγματικός τους στόχος ήταν η εξάλειψη κάθε μορφής θρησκευτικής ζωής και δραστηριότητας στη χώρα.
Επίσης, από τον Ιανουάριο του 1918, στο Πατριαρχείο της Μόσχας άρχισαν να καταφθάνουν, σχεδόν καθημερινά, αναφορές από διάφορες εκκλησιαστικές επαρχίες και αρχιερείς, σχετικά με επιτάξεις ή αρπαγές της ακίνητης και κινητής περιουσίας ιερών Ναών και Μονών, καθώς και Εκκλησιαστικών Σχολών.
Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ως παράδειγμα την αναφορά για την επίταξη της περιουσίας της μονής της Παναγίας της Οδηγήτριας κοντά στην πόλη Ufim από το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком): «Η Μονή γκρεμίστηκε και ο ναός συλήθηκε. Οι κρατικοί εντεταλμένοι κατέστρεψαν τα τείχη και έσπασαν τα παράθυρα, οι εικόνες κομματιάστηκαν ή… αλείφθηκαν με κόπρανα. Ένας από τους δράστες αυτής της βεβήλωσης πήρε στο σπίτι του την Αγία Τράπεζα, για να την χρησιμοποιεί ως τραπέζι κουζίνας…»[2].
Στις αρχές του 1918, οι Κόκκινοι στρατιώτες κατέλαβαν το Κίεβο στη Μεγάλη Λαύρα εγκαταστάθηκε στρατιωτικό απόσπασμα. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, οπλισμένοι στρατιώτες, φέροντας κράνος και καπνίζοντας, εισέβαλαν στους ναούς και βιαιοπραγούσαν κατά των μοναχών. Στις 25 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, ένοπλοι πραγματοποίησαν έρευνα στην οικία του μητροπολίτη Κιέβου Vladimir (Bogoyavlenski). Το ίδιο βράδυ, εισέβαλαν στην οικία του πέντε μεθυσμένοι κομμουνιστές, τον έσυραν έξω και, αφού τον επιβίβασαν σε αυτοκίνητο, τον εκτέλεσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη Μονή. Το πρωί βρέθηκε η σορός του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Οι δολοφόνοι είχαν κλέψει τον σταυρό του και το Εγκόλπιον, που έφερε πάνω του πάντοτε. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στη Λαύρα και κατόπιν, προς ενταφιασμό, στο σπήλαιο, όπου βρίσκονταν τα λείψανα των μοναχών της Κιεβο-Πετσέρσκαγιας Λαύρας. Έτσι, ο μητροπολίτης Κιέβου Vladimir έγινε ο πρώτος νεομάρτυρας της κομμουνιστικής περιόδου.
Το καλοκαίρι του 1918, ο εμφύλιος πόλεμος είχε εξαπλωθεί στη Σιβηρία, στα Ουράλια Όρη, στο Povolzhie και τη Νότια Ρωσία. Για την επικράτηση της κυβέρνησης των Σοβιέτ οι κομμουνιστές επέδειξαν απίστευτη σκληρότητα. Τη νύχτα της 16ης/29ης Ιουνίου του 1918, στη Σιβηρία, στον ποταμό Tura, ένοπλοι έπνιξαν τον επίσκοπο Tobolski Ερμογένη (Dolganev), ο οποίος νωρίτερα, από το 1903 μέχρι το 1912, είχε χρηματίσει μητροπολίτης Saratov. Τον Μάρτιο του 1918 οργάνωσε λιτανεία στην επαρχία του, η οποία έδωσε αφορμή στους Κόκκινους για την κράτηση του. Τότε αυτός, προς παρηγορία του ποιμνίου του έγραψε τα εξής: «Αγαπητοί εν Κυρίω, ας σας αναπαύει και ας σας γεμίζει με χαρά ο Κύριος! Σας παρακαλώ, με όλη την καρδιά μου, μη θλίβεσθε για την φυλάκισή μου. Αυτό είναι το πνευματικό μου σχολείο. Δόξα στον Θεό, ο Οποίος μου δίνει τόσες ευεργεσίες και δοκιμασίες, σε εμένα, που χρειάζομαι σκληρές και ασκήσεις στην πνευματική ζωή μου…»[3].
Ο επίσκοπος Ερμογένης και άλλοι φυλακισμένοι, μεταφέρθηκαν, στο Tyumen, όπου τους επιβίβασαν σε ένα μεγάλο πλοίο. Ο Επίτροπος Κομμουνιστής, επειδή φοβόταν μήπως τους προλάβουν οι Τσαρικοί (οι «Άσπροι»), έδωσε εντολή να πνίξουν τους φυλακισμένους. Ο Ερμογένης προσευχόταν δυνατά, μέχρι τη στιγμή που του έδεσαν τα χέρια, του πέρασαν μια θηλειά δεμένη με μια τεράστια πέτρα στον λαιμό του και τον έριξαν στον ποταμό Tura. Με τον ίδιο τρόπο μαρτύρησε και ο πρεσβύτερος Πέτρος Karelin, του οποίου η σορός εντοπίστηκε από χωρικούς στις όχθες του ίδιου ποταμού, την 3η/16η Ιουλίου και αμέσως στην περιοχή συνέρρευσε πλήθος κόσμου. Τελικά, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στο ναό της Αγίας Σοφίας, όπου νωρίτερα φυλάσσονταν τα λείψανα του αγίου Ιωάννου Tobolski.
Την 7η Ιουνίου του 1918 θανατώθηκε από τους Μπολσεβίκους ο αρχιεπίσκοπος Perm Ανδρόνικος (Nikolski): «Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο αρχιεπίσκοπος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των ανακριτών του για πολύ ώρα. Στη συνέχεια, έβγαλε την εικόνα της Παναγίας, που έφερε πάνω του, την τύλιξε σε ένα μεγάλο μενεξεδένιο μανδήλι, την έβαλε στο γραφείο μπροστά του και είπε στους αστυνόμους: “Είναι ολοφάνερο ότι εμείς και εσείς είμαστε εχθροί, δεν είναι δυνατό να υπάρξει καμία συνδιαλλαγή μεταξύ μας. Αν δεν ήμουν αρχιποιμένας και έπρεπε να αποφασίσω για την τύχη σας, θα έπαιρνα την αμαρτία επάνω μου και θα έδινα διαταγή να σας κρεμάσουν επί τόπου. Περισσότερο δεν πρόκειται να συζητήσουμε». Κατόπιν, ξεδίπλωσε το μαντήλι, έβαλε πάλι την Παναγία στον θώρακα του και έκανε την προσευχή του. Δεν είπε ούτε μία λέξη παραπάνω»[4].
Την 4η/17η Ιουλίου του 1918 στην Αικατερίνεμπουργκ, στο υπόγειο της οικίας του μηχανικού Ypatiev, οι Μπολσεβίκοι διέπραξαν ένα τρομερό έγκλημα. Δολοφόνησαν τον τσάρο Νικόλαο Β΄ μαζί με την οικογένεια του: την αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, τον υιό του Αλέξη και τις κόρες του Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία. Οι άγιοι μάρτυρες της τσαρικής οικογένειας, όπως και πολλοί άλλοι Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές της πίστης αποδεικνύουν με τον θάνατο τους, ότι αυτοί είναι οι αληθινοί νικητές, αφού έχουν υποστεί πρόσκαιρη ήττα από το κακό που κυβερνά αυτόν τον κόσμο. Παρά τα όσα υπέφερε ο Τσάρος, με γεμάτη την καρδιά από το φως του Χριστού και θεία συγχώρεση, είπε αυτά τα λόγια, όπως τα μετέφερε, σε ένα από τα γράμματά της, η μεγάλη πριγκίπισσα Όλγα Νικολάεβνα: «Ο πατέρας μου επιθυμούσε να μεταφέρετε σε όλους όσοι έμειναν πιστοί σε αυτόν και σε εκείνους, στους οποίους μπορούσαν αυτοί να έχουν επιρροή, να μην ζητήσουν εκδίκηση γι’ αυτόν, αλλά να θυμούνται ότι αυτό το κακό που υπάρχει τώρα στον κόσμο θα γίνει μεγαλύτερο, ότι το κακό δεν θα νικήσει το κακό, αλλά θα το νικήσει η αγάπη»[5].
Την 5η/18η Ιουλίου του ίδιου έτους, δώδεκα χιλιόμετρα από την πόλη Alapaevsk, οι Κομμουνιστές εκτέλεσαν τη μεγάλη πριγκίπισσα Ελισαβέτα Fyodorovna μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα, τον μεγάλο πρίγκιπα Σέργιο Michailovitč, τους πρίγκιπες Igor Konstantinovič, Konstantin Konstantinovič τον Νεώτερο, Ιωάννη Konstantinovič και τον κόμη Vladimir Pavlovič Paley.
Οι στρατιώτες τουφέκισαν τον μεγάλο πρίγκιπα Σέργιο, ενώ τους υπόλοιπους τους πέταξαν ζωντανούς σε ένα μεταλλωρυχείο και τους σκέπασαν με πέτρες και σκουπίδια. Η μεγάλη πριγκίπισσα Ελισαβέτα, στην καταγωγή της ήταν Hessen-Darnschtadskaya, αδελφή της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας Feodorovna, σύζυγος του Σεργίου Aleksandrovič, πέμπτου γιου του τσάρου Αλεξάνδρου του Β΄. Είχε γεννηθεί σε προτεσταντικό περιβάλλον, αλλά βρήκε απάντηση στην Ορθοδοξία στα σοβαρά υπαρξιακά της ερωτήματα. Ο μέγας πρίγκιπας Σέργιος Alexandrovič είχε σκοτωθεί το 1905 από έκρηξη βόμβας κομμουνιστών τρομοκρατών. Μετά το θάνατό του η μεγάλη πριγκίπισσα, χήρα πλέον, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην πνευματική ζωή και τη φιλανθρωπία. Έγινε κτήτορας της μονής Mafro-Mariinskaiya, στη Μόσχα. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε μετά την άφιξή του στον τόπο του μαρτυρίου ο στρατηγός το τσαρικού στρατού Kolčak, δήλωσε πως η μάρτυρας Ελισαβέτα είχε μείνει για πολλή ώρα ζωντανή προτού ξεψυχήσει. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι, αν και σοβαρά τραυματισμένη, προσπάθησε να περάσει επιδέσμους στον πρίγκιπα Ιωάννη. Οι ντόπιοι χωρικοί, καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου, άκουγαν εκκλησιαστικούς ύμνους από το μεταλλωρυχείο[6].
Την 5η Σεπτεμβρίου του 1918 με απόφαση του το Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτροπών (Совнарком) αρχίζει η περίοδος της «κόκκινης τρομοκρατίας». Σύμφωνα με την απόφαση αυτήν, οι τοπικές πολιτικές Αρχές είχαν δικαίωμα να συλλαμβάνουν ομήρους από τους «πρώην», από τα «ξένα στοιχεία της τάξης» και να τους τουφεκίζουν, για να τρομοκρατούν έτσι όσους είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτή η απόφαση στάθηκε αφορμή για μαζικούς διωγμούς κατά του κλήρου και των μοναχών της Ρωσικής Εκκλησίας.
[1] Емельянов, Н.Е. Оценка статистики гонений на Русскую Православную Церковь (1917-1952 годы). Электронный ресурс: http:// kuz1. pstbi. ccas.ru/cgibin /code.exe/nmstat4.html?/ans
[2] Цит. по: Кашеваров А. Н. Православная Российская Церковь и советское государство. Москва, 2005, 138.
[3] Дамаскин (Орловский), иером. Мученики, исповедники и подвижники благочестия Русской Православной Церкви XX столетия. Тверь, 1996. Кн. 2, с. 172.
[4] Ibidem, 109–110.
[5] Цит. по: Православие и современность. Электронный ресурс: http://www.eparhia-saratov.ru/ index.php?option=com_content&task=view&id=3413&Itemid=263.
[6] Цыпин Владислав, прот. История Русской Церкви 1917–1997. Москва, 1997, 57.