Πνευματικές νουθεσίες.
Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1:26-27) ὅμως τὸ ἔχουν μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ πολλὴ ἀγάπη ὑποδούλωσαν τὴν ἐλευθερία τους στὸ Θεό, γιατὶ ὅταν δὲν ἀνήκουμε στοὺς ἑαυτούς μας, τότε εἴμαστε ὅμοιοι μ᾿ Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του μέσῳ τῆς ἀγάπης.
Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου
Μερικοὶ ὀνομάζουν συνετοὺς ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ διακρίνουν (καὶ νὰ ἀναλύσουν) τὰ αἰσθητὰ πράγματα. Συνετοὶ ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξουσιάζουν τὰ θελήματά τους.
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει τὸ θέλημά του γιὰ χάρη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, περδικλώνεται στὰ δικά του ἔργα καὶ γίνεται ὑποχείριος τῶν ἐχθρῶν (δαιμόνων).
Ὅταν θέλεις νὰ βρεῖς λύση σὲ πρόβλημα περίπλοκο, ψάξε γι᾿ αὐτό, τί ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ θὰ βρεῖς τὴ λύση του τὴν ὠφέλιμη.
Σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, σ᾿ αὐτὰ καὶ ὅλη ἡ κτίση ὑπηρετεῖ. Σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται, καὶ ἡ κτίση ἀντιστέκεται.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιστέκεται στὰ λυπηρὰ συμβάντα, πολεμάει, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, τὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀπεναντίας, ἐκεῖνος ποὺ τὰ δέχεται μὲ ξεκάθαρη γνώση (τῆς αἰτίας καὶ τῆς προελεύσεώς τους), αὐτός, κατὰ τὴ Γραφή, ὑπομένει τὸν Κύριο (Ψαλμ. 26:14).
Ὅταν σοῦ ἔρθει πειρασμός, μὴ ζητᾷς (νὰ μάθεις) γιατί ἢ ἀπὸ ποιὸν ἔχει ἔρθει, ἀλλὰ (ζήτησε) νὰ τὸν ὑπομείνεις μὲ εὐχαρίστηση καὶ χωρὶς μνησικακία.
Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
Ἀδελφέ, ἂν συναντήσεις κάποια δυσκολία εἴτε στὰ ἔργα σου εἴτε στὰ λόγια σου εἴτε (ἀκόμα καί) στὶς σκέψεις σου, νὰ μὴ ζητᾷς καθόλου τὸ θέλημά σου οὔτε τὴν εὐκολία σου, ἀλλὰ φρόντιζε ν᾿ ἀνακαλύπτεις (ποιὸ εἶναι) ἀκριβῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ νὰ κάνεις στὴν ἐντέλεια, ἔστω κι ἂν φαίνεται πὼς θέλει κόπο, πιστεύοντας μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὅτι αὐτὸ σὲ συμφέρει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη σύνεση. Γιατὶ ἡ (κάθε) ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι (δοσμένη γιὰ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν) αἰώνια ζωή, καὶ ὅσοι τὴν ἐπιζητοῦν δὲν θὰ στερηθοῦν κανένα ἀγαθό.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν ἀρρωστήσεις καὶ ζητήσεις ἀπὸ κάποιον νὰ σοῦ δώσει ἕνα πρᾶγμα ποὺ χρειάζεσαι, καὶ δὲν σοῦ τὸ δώσει, μὴ γογγύσεις ἐναντίον του, ἀλλὰ πές:
«Ἂν ἤμουν ἄξιος νὰ τὸ πάρω, θὰ πληροφοροῦσε ὁ Θεὸς τὸν ἀδελφὸ νὰ μοῦ τὸ προσφέρει σὰν ἐλεημοσύνη».
***
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος):
- Ἂν σὲ κρατήσουν (κάπου) γιὰ τραπέζι καὶ σὲ βάλουν στὴν πιὸ ἀσήμαντη θέση, νὰ μὴ γογγύσει ὁ λογισμός σου (ἐναντίον ἐκείνων ποὺ σὲ φιλοξενοῦν), ἀλλὰ νὰ λές: «Οὔτε κι ἐδῶ ἤμουν ἄξιος (νὰ καθήσω)». Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρεις, ὅτι καμιὰ θλίψη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο «ἄνωθεν», ἀπὸ τὸ Θεό, εἴτε γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ εἴτε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ ὅποιος δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν πεποίθηση, δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος κριτής.
***
Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος εἶπε:
- Ἡ σύνεση τῶν ἁγίων εἶναι τούτη, τὸ ὅτι ἀπέκτησαν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλα τὰ νικάει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ὅλα τὰ πάθη, πάλι, τὸ φοβερότερο εἶναι νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὴν καρδιά του, νὰ ὑπακούει δηλαδὴ στὸ θέλημά του καὶ ὄχι στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ (τὸ πάθος) στὴν ἀρχὴ μὲν δείχνει ὅτι ἀναπαύει κάπως (ψυχικά) τὸν ἄνθρωπο, ὕστερα ὅμως τὸν ὁδηγεῖ στὴν κατάθλιψη, ἐπειδὴ ἀγνόησε τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καὶ δὲν βρῆκε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει.
Μικρὸς Εὐεργετινός