Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχὴ καὶ σῶμα, ἔχει ἑπομένως διπλἑς τόσο τὶς αἰσθήσεις, ὅσο καὶ τὶς ἀρετές του. Οἱ αἰσθήσεις του τῆς ψυχῆς, τὶς ὁποῖες οἱ σοφοὶ ὀνομάζουν καὶ δυνάμεις, εἶναι οἱ ἑξῆς πέντε: νοῦς, διάνοια, δόξα (γνώμη), φαντασία καὶ αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος εἶναι πάλι πέντε, ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση καὶ ἁφή. Ἀπὸ ἀυτὰ συνάγεται ὅτι καὶ οἱ ἀρετές εἶναι διπλές, ὅπως καὶ οἱ κακίες. Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε μὲ σαφήνεια πόσες οἱ σωματικές, ποιὰ εἶναι τὰ σωματικὰ πάθη καὶ ποιὰ τὰ ψυχικά.
Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι κατ᾽ἀρχὴν οἱ γενικότερες τέσσερις ἀρετές, ἀνδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Ἀπὸ ἀυτὲς γεννοῦνται οἱ ψυχικὲς ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ἀνεξικακία, χρηστότητα, ἀοργησία, γνώση, εὐθυμία, ἁπλότητα, ἀταραξία, ἀνυποκρισία, ἡ χωρὶς ἔπαρση ὑπερηφάνεια, φθόνο καὶ δόλο διάθεση, ἀφιλαργυρία, συμπάθεια, ἐλεημοσύνη, μεταδοτικότητα, ἀφοβία, ἔλλειψη λύπης, κατάνυξη, σεμνότητα, εὐλάβεια, ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ έπιθυμία τῆς θείας υἱοθεσίας.
Σωματικὲς ἀρετές, ἢ μᾶλλον ἐργαλεῖα ἀρετῶν, οἱ ὀποῖες ὅταν πράττονται κατὰ Θεόν, μὲ γνώση καὶ χωρὶς καμία ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγμάτωση τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀπάθειας, εἶναι οἱ ἑξῆς: ἐγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὁλονύκτια, στάση στὴν προσευχή, συνεχὴς γονυκλισία, ἀλουσία, χρήση μόνον ἑνὸς ἐνδύματος, ξηροφαγία (..) καὶ ἄλλα παρόμοια, ποὺ εἶναι πολὺ ἀναγκαῖα καὶ ωφέλιμα ὅταν τὸ σῶμα εἶναι εὔρωστο καὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ὅταν ὅμως ἀσθενεῖ καὶ ἔχει κυριαρχήσει στὰ πάθη μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ παραπάνω δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀναγκαῖα, διότι ἡ ἁγία ταπείνωση καὶ ἡ εὐχαριστία ἀναπληρώνει τὰ πάντα.
Ἡ ἀναίρεση τῶν ὀκτὼ (κυρίαρχων) παθῶν γίνεται ὡς ἑξῆς: Μὲ τὴν ἐγκράτεια ἀναιρεῖται ἡ γαστριμαργία· μὲ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀναιρεῖται ἡ πορνεία· μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἡ φιλαργυρία·μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ τὴν ἀγαθωσύνη ἡ ὀργή·μὲ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ἀναιρεῖται ἡ κοσμικὴ λύπη·μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία καὶ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀκηδία·μὲ τὴν κρυπτὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς ἡ κενοδοξία. Μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνουμε κάποιον καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώνουμε, ὅπως ὁ ἀλαζόνας Φαρισαῖος, ἀλλὰ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἔσχατο ὅλων, ἀναιρεῖται ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι, καθὼς ὁ νοῦς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω πάθη καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν μακάρια ζωὴ, δεχόμενος τὸν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναχωρώντας λοιπὸν ἀπὸ τὰ γήινα, μὲ άπάθεια καὶ ἀληθινὴ γνώση, παρίσταται ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ λαμπρύνεται μαζὶ μὲ τοὺς θείους ἀγγέλους στοὺς ἀπέραντους αἱῶνες. Ἂς προσθέσουμε στὸν άπέριττο αὐτὸν λόγο, σὰν χρυσὸ ἐπισφράγισμα, καὶ λίγα περὶ τοῦ «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ πλέον τιμημένου ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Τὸ νοερὸ λοιπὸν καὶ λογικὸ “ζῶον”, ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μόνον ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα πλάσθηκε «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν λέγεται κατ᾽εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα (δωρεά) τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ ἀκατάληπτο, τὸ ἀθεώρητο, τὸ ἀθάνατο καὶ τὸ αὐτεξούσιό τους·καὶ γιὰ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι (ὁ ἄνθρωπος) ἡγεῖται (ὅλης τῆς φύσεως), τεκνογονεῖ καὶ οἰκοδομεῖ. Λέγεται πάλι καθ᾽ ὁμοίωσιν ἀνάλογα μὲ τὴν ἀρετή του καὶ ὅταν, ὡς ἐνάρετος, ἐκτελεῖ ὅλες τὶς θεώνυμες καὶ θεομίμητες πράξεις τῆς ἀρετῆς. Δηλαδὴ γιὰ τὸ ὅτι φερόμασθε φιλάνθρωπα πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὸ ὅτι συγχωροῦμε καὶ ἐλεοῦμε καὶ ἀγαποῦμε τοὺς συνδούλους μας, δείχνοντας κάθε εὐσπλαγχνία καὶ συμπάθεια· γιατὶ ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς μᾶς προτρέπει, νὰ εἶσθε οἰκτίρμονες, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας σας στοὺς οὐρανοῦς εἶναι οἰκτίρμων.
Τὸ κατ᾽εἰκόνα τὸ κατέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάκλητα. Τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν ὅμως εἶναι σπάνιο (τὸ κατέχουν) μόνον οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ ἅγιοι, ποὺ μιμοῦνται τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ἂς ἀξιωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν ὑπεράγαθο φιλανθρωπία Του, ὅσοι Τὸν εὐαρεστήσαμε μὲ ἀγαθὲς πράξεις, καὶ ἂς μιμηθοῦμε ἐκείνους ποὺ εὐαρέστησαν ἀπὸ αἰώνων τὸν Χριστό διότι σὲ Αὐτὸν ἀνήκει τὸ ἔλεος καὶ ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο, ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν.