«Καὶ ζητήσει εἰρήνην, καὶ οὐκ ἔσται»!

Ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ τρομερὲς ἱστορίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὡς ἀναίρεση σὲ ὅσους μὴ πράττοντες τὰ δέοντα πιστεύουν καὶ διδάσκουν, ὅτι ὁ Θεὸς σίγουρα θὰ ἐπέμβει ἐνάντια σὲ ὅσα ζοῦμε σήμερα.


           

τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ὑπάρχουν δυστυχῶς σήμερα πολλοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἐνῶ βλέπουν τὴν ἀποστασία, δηλ. τὸν Οἰκουμενισμό, τὴν αἵρεση, τὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν προδοσία εἰς βάρος τῆς Πίστεως, ποὺ ἐξελίσσεται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀρνοῦνται ἢ μεταθέτουν γιὰ τὸ μέλλον αὐτὸ ποὺ προστάζουν οἱ Ἱ. Κανόνες σὲ τέτοιες περιπτώσεις, δηλ. τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς σιγοντάρουν μὲ τὴν στάση τους μέχρι τὴν σύγκλιση συνόδου ποὺ θὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναφέρει τὴν Ὀρθοδοξία.

Γιὰ νὰ δικαιολογήσουν αὐτή τους τὴν στάση οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ παρουσιάζουν ὡς αἰτίες α) μία κομμένη καὶ ραμμένη στὰ μέτρα τους ἀτέρμονη «Οἰκονομία», β) μία πρωτοφανὴς ἐκκλησιαστικὰ προαιρετικὴ ἑρμηνεία τῶν Ἱ. Κανόνων καί, τέλος, τὴν πεποίθηση καὶ διδαχή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπιτρέψει γιὰ πολὺ ἀκόμα τὴν ἀποστασία αὐτή, θὰ ἐπέμβει καὶ ὅλα θὰ γίνουν ὅπως πρέπει νὰ γίνουν. Φθάνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ἐκφράζονται μὲ λόγια τοῦ τύπου «ὁ Θεὸς θὰ ἀφορίσει, θὰ καθαιρέσει» κλπ.

Γιὰ τὴν ἀναίρεση τῶν δύο πρώτων αἰτιῶν ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ πολλοὺς πολλὰ κείμενα καὶ σίγουρα θὰ ἀκολουθήσουν κι ἄλλα. Γιὰ τὴν τρίτη αἰτία ὅμως περὶ ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ παρουσιαστεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, διότι αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε πλανῶνται καὶ πλανοῦν, ἀφοῦ ἐπηρεάζουν μὲ τὴν στάση καὶ τὰ λόγια τους κι ἄλλους κάνοντας τους νὰ μὴν ἀντιδροῦν στὰ αἴσχη ποὺ συμβαίνουν, διότι περιμένουν τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Πρέπει μάλιστα νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι δὲν παρουσιάζουν κανένα ἐπιχείρημα γιὰ αὐτὴ τὴν θέση, κανένα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία γιὰ νὰ ἀποδείξουν πότε ὁ Θεὸς σὲ καιροὺς αἱρέσεως ἔπραξε ἀναλόγως, χωρὶς οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔχουν πρῶτα πράξει τὰ πρέποντα. Ἀντιθέτως μιλοῦν ὡς αὐθεντίες καὶ τὸ χειρότερο ὡς πνευματικοὶ ποὺ γνωρίζουν, ὡς ἀπὸ ἀποκάλυψεως, πῶς λειτουργεῖ ὁ Θεός καὶ τὸ τραγικὸ ὅτι σίγουρα θὰ δικαιωθοῦν. Ἰδίως τὸ τελευταῖο θέλει πολλὴ προσοχή, διότι στὴν πραγματικότητα ὅλοι μας εὐθυνόμαστε γιὰ τὴν σημερινὴ τραγικὴ κατάσταση καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ χωρὶς μετάνοια καὶ συντριβὴ νὰ περιμένει τὴν σωτηρία του/μας.

Ἡ ἐκκλησιαστική, λοιπόν, διδασκαλία καὶ παράδοση ἄλλα διδάσκει. Κατ’ αὐτὴν ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει λυτρωτικά, μόνο ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ μετανοεῖ (π.χ. τοὺς Νινευΐτες), νὰ ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου γιὰ τὴν ἀλήθεια (Σοφία Σειράχ 4, 28) καὶ ὅταν τὸ ποίμνιο ὁδηγούμενο ἀπὸ ἄξιους πνευματικοὺς ὁμολογεῖ, μαρτυρεῖ καὶ φυλάττει μὲ ὁποιοδήποτε κόστος τὴν Πίστη (ἀγῶνες Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρέσεων). Ὅταν ὅμως δὲν συμβαίνουν αὐτὰ ὁ Θεὸς ‒κατὰ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία‒ δὲν ἐπεμβαίνει λυτρωτικά, ἀλλὰ ἀντιθέτως τιμωρεῖ σχεδὸν ὅλους παραδειγματικὰ γιὰ νὰ σωθεῖ τὸ λεῖμμα.

Διαβάζουμε στὸν Ἰεζεκιήλ 7,10‒7,25: «ἰδοὺ τὸ πέρας ἥκει, ἰδοὺ ἡμέρα Κυρίου· εἰ καὶ ἡ ῥάβδος ἤνθηκεν, ἡ ὕβρις ἐξανέστηκε. καί συντρίψει στήριγμα ἀνόμου καὶ οὐ μετὰ θορύβου οὐδὲ μετὰ σπουδῆς. ἥκει ὁ καιρός, ἰδοὺ ἡ ἡμέρα· … ὁ πόλεμος ἐν ῥομφαίᾳ ἔξωθεν, καὶ ὁ λιμὸς καὶ ὁ θάνατος ἔσωθεν· ὁ ἐν τῷ πεδίῳ ἐν ῥομφαίᾳ τελευτήσει, τοὺς δ᾿ ἐν τῇ πόλει λιμὸς καὶ θάνατος συντελέσει. καὶ ἀνασωθήσονται οἱ ἀνασῳζόμενοι ἐξ αὐτῶν καὶ ἔσονται ἐπὶ τῶν ὀρέων· πάντας ἀποκτενῶ, ἕκαστον ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτοῦ… καὶ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ μιανοῦσι τὴν ἐπισκοπήν μου καὶ εἰσελεύσονται εἰς αὐτὰ ἀφυλάκτως καὶ βεβηλώσουσιν αὐτά·… ἐξιλασμὸς ἥξει καὶ ζητήσει εἰρήνην, καὶ οὐκ ἔσται».

Καὶ στὸ 8,6 – 8,22: «ἑώρακας, υἱὲ ἀνθρώπου, ἃ οἱ πρεσβύτεροι οἴκου Ἰσραὴλ ποιοῦσιν, ἕκαστος αὐτῶν ἐν τῷ κοιτῶνι τῷ κρυπτῷ αὐτῶν; διότι εἶπαν· οὐχ ὁρᾷ ὁ Κύριος, ἐγκαταλέλοιπε Κύριος τὴν γῆν, καὶ εἶπε πρός με· ἔτι ὄψει ἀνομίας μείζονας, ἃς οὗτοι ποιοῦσι… καὶ ἰδοὺ ἐπὶ τῶν προθύρων τοῦ ναοῦ Κυρίου ἀναμέσον τῶν αἰλὰμ καὶ ἀναμέσον τοῦ θυσιαστηρίου ὡς εἴκοσι ἄνδρες, τὰ ὀπίσθια αὐτῶν πρὸς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ἀπέναντι, καὶ οὗτοι προσκυνοῦσι τῷ ἡλίῳ· διότι ἔπλησαν τὴν γῆν ἀνομίας, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ ὡς μυκτηρίζοντες. καὶ ἐγὼ ποιήσω αὐτοῖς μετὰ θυμοῦ· οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός μου, οὐδὲ μὴ ἐλεήσω».

Ὅσα ἀναφέρει ὁ προφήτης γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ τῆς ἐποχῆς του ταιριάζουν ἀπόλυτα μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχή. Καὶ τότε ὅπως καὶ σήμερα, λατρεύουμε φαινομενικὰ τὸν Θεό, ὅμως στὴν πραγματικότητα μόλις γυρίσουμε τὶς πλάτες μας μὲ τὶς πράξεις μας τὸν ἀρνούμαστε. Οἱ δὲ ἱερεῖς εἶναι οἱ χειρότεροι ὅλων. Και τότε ὅπως καὶ σήμερα οἱ πιστοὶ προσευχήθηκαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ μίασμα. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τοὺς ἀπάλλαξε ἀλλὰ τοὺς ἀπέρριψε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ σώθηκαν στὰ ὄρη καὶ στὰ βουνά. Ἔτσι ἀντὶ γιὰ εἰρήνη καὶ σωτηρία ἦρθε λιμός, θάνατος καὶ πῦρ.

Γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν πρώτη του ἐπιστολή 4, 17: «ὅτι ὁ καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρῖμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ». Τὸ κρίμα καὶ ἡ δοκιμασία τῶν πιστῶν στὰ ἔσχατα θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἀναρωτιέται πλήρης λύπης καὶ τρόμου ὁ Ἀπόστολος 4, 18: «εἰ δὲ πρῶτον ἀφ᾿ ἡμῶν, τί τὸ τέλος τῶν ἀπειθούντων τῷ τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίῳ;». Αὐτὸ τό «πρῶτον ἀφ’ ἡμῶν» δὲν σημαίνει τίποτα ἄλλο, παρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸν λαό ποὺ ἦταν δικός Του, ἀλλὰ Τὸν πρόδωσε καὶ θὰ ἀσκήσει τὴν δικαιοσύνη Του πρῶτα σὲ αὐτόν. Φυσικὰ ἡ τιμωρία τῶν ἀπιστούντων θὰ εἶναι ἀκόμα χειρότερη. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς θὰ τιμωρηθοῦμε.

Διαβάζουμε στὸν Εὐεργετινό, τόμος Γ΄, σελ. 240 τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὰ καὶ τρομερά, μᾶλλον συνταρακτικὰ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα μας:

«Ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Ἑπταστόμου… ἦν τις Ἀναχωρητὴς θαυμαστός, ὀνόματι Ἰωάννης, εἶχε δὲ καὶ μαθητήν, ὃς θεωρὼν τὰ γινόμενα ὑπὸ τῶν Περσῶν κακὰ τῇ Ἁγίᾳ τοῦ θεοῦ πόλει, παρεκάλει τὸν Γέροντα εἰπεῖν αὐτῷ, εἰ μέλλει ἡ πόλις ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν καταληφθῆναι… ἔφη ὁ γέρων δακρύσας… πρὸ τῶν πέντε ἡμερῶν τούτων ἤμην ἀδολεσχῶν περὶ τούτου καὶ προσευχόμενος, θεωρῶ ἐμαυτὸν ἁρπαγέντα ἔμπροσθεν τοῦ Ἁγίου Κρανίου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἔκραζον σὺν τῷ κλήρῳ τὸ Κύριε ἐλέησον. Ἀτενίσας δὲ θεωρῶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν προσηλωμένον τῷ Σταυρῷ καὶ τὴν Παναγίαν Θεοτόκον τὴν Δέσποιναν τοῦ κόσμου δυσωποῦσαν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ὁ δὲ ἀπεστρέφετο τὸν λαόν λέγων: οὐ μὴ ἐπακούσομαι αὐτῶν, ἐβεβήλωσαν γὰρ τὸ θυσιαστήριον μου.

Οὕτως οὖν κράζοντες τὸ Κύριε ἐλέησον σὺν στεναγμοῖς ἤλθομεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἐγὼ δὲ ἀπελθὼν προσκυνῆσαι ἐν τῷ τόπῳ ἐν ᾧ εὕρηνται τὰ τίμια ξύλα τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ὁρῶ βόρβορον ἐκεῖθεν ἀναδιδόμενον, καὶ ἐπὶ τὸν Ναόν, καταρρέοντα, και τινες δὲ δύο ἱεροπρεπεῖς αὐτῷ παρειστήκεισαν, οἷς καὶ εἶπον: οὐ φοβεῖσθαι τὸν Θεόν, ὅτι οὐδὲ εὔξασθαι δυνάμεθα ἐκ τοῦ βορβόρου; Πόθεν ἡ τοσαύτη δυσωδία ἐνταῦθα;

Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν: ἐκ τῶν ἀνομιῶν τῶν κληρικῶν τοῦ τόπου τούτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς αὐτούς: καὶ οὐ δύνασθε τὸν βόρβορον καθαρίσαι, ὅπως συγχωρηθῶμεν εὔξασθαι; Λέγουσιν ἐκεῖνοι: πίστευσον, ἀδελφέ, οὐ μὴ καθαρισθῶσι τὰ ὧδε ἄλλως εἰ μὴ διὰ πυρός».

Εἶναι πράγματι τρομερὰ ἀποκαλυπτικὴ αὐτὴ ἡ ἱστορία. Ὁ Χριστὸς ἀποστρέφει τὸ προσωπό του ἀκόμα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσεύχονται καὶ ἀρνεῖται νὰ εἰσακούσει τὶς προσευχές τους. Ἡ δὲ δυσωδία ὑπῆρχε ἀκόμα καὶ μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ μόνο μὲ τὸ πῦρ δηλαδὴ μὲ τὴν καταστροφὴ θὰ διορθωνόταν. Καὶ ἐνῶ ὁ πιστὸς γέρων ρωτάει, δὲν μπορεῖ νὰ καθαρισθεῖ ἡ δυσωδία, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι μόνο διὰ τοῦ πυρός, δηλαδὴ ἔλεος δὲν θὰ ὑπάρξει. Πράγματι ἡ Ἱερουσαλὴμ ἁλώθηκε άπὸ τοὺς Πέρσες (614 μ.Χ.), ὁ δὲ Τίμιος Σταυρὸς πάρθηκε ὡς λάφυρο (ὅπως καταστράφηκε ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ πάρθηκε ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους). Ὁ δὲ γέρων τῆς παραπάνω ἱστορίας, παρότι εὐσεβής ἀποκεφαλίσθηκε. Μετὰ μάλιστα ἀπὸ περίπου 20 χρόνια (638 μ.Χ.) τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς ὑποτάχθηκαν στὴν ἐξουσία τῶν μουσουλμάνων.

Τί ἐπικρατοῦσε πρὶν ἀπὸ αὐτὰ στὸ πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καὶ στὰ ἄλλα πατριαρχεῖα; Ὁ μονοθελητισμός, ἡ Σιμωνία, σκάνδαλα, ἀποστασία καὶ ἐγκλήματα τοῦ αὐτοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη, αἵρεση καὶ ἐκκοσμίκευση, δηλ. ὅ,τι ἐπικρατεῖ καὶ σήμερα. Καὶ παρόλο ποὺ ἡ Παναγία καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἔψελνε καὶ προσευχόταν τὸ Κύριε ἐλέησον, ὁ κύριος παρέδωκε τὰ πάντα στὸ πῦρ.

Τὸ ἴδιο λέει ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ γιὰ τὸ συμβᾶν στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπεδίου, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς ὡς παιδὶ νὰ κλείνει τὸ στόμα τῆς Παναγίας, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἤθελε νὰ προειδοποιήσει τοὺς μοναχούς, ὅτι ἔρχονται πειρατές. Τότε τῆς εἶπε «Μη μητέρα, ἄφησέ τους νὰ τιμωρηθοῦν, ὅπως τοὺς ἀξίζει. Τὸ ἴδιο μᾶς λέει καὶ ἡ Ἀποκάλυψη στὴ σκηνὴ τοῦ μετρήματος τοῦ ναοῦ κατ’ ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου ἢ διὰ τὴν καταστροφὴ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Μ. Ἀσίας. Καὶ ἂν κάποιος ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρεῖ ὑπερβολικὰ ἢ ἀνακαλύψεις τοῦ Τσακίρογλου καὶ τοῦ κάθε Τσακίρογλου, ἂς ἀκούσει τὴν 116η ὁμιλία τοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου στὴν «Σοφία Σειράχ».

Καὶ ὅμως: Ἐμεῖς σήμερα συνεχίζουμε ἀμετανόητοι νὰ περιμένουμε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, παρόλο ποὺ ἔχουν ἔρθει τὰ πάνω κάτω, παρόλο ποὺ συμβαίνουν ἀνήκουστα πράγματα, ποὺ οὔτε στὰ Σόδομα καὶ στὰ Γόμορα δὲν ἔγιναν, παρόλο ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιὰ ἀληθινοὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἰδιαίτερα ἱερεῖς, ποὺ προτάσσοντας τὴν ρομφαία τοῦ Θείου Λόγου καὶ τὴν σταυρικὴ θυσία θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξευμενήσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε γίνει σὰν τὶς μωρὲς παρθένες, ποὺ παρόλο ποὺ ἦταν παρθένες καὶ περίμεναν κι αὐτὲς στὴν πόρτα, χάθηκαν ἀφοῦ δὲν φρόντισαν γιὰ λάδι. Ἄλλο ἕνα παράδειγμα δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σώζει ὅταν ἐμεῖς δὲν πράττουμε.

Ὅσο ἐμεῖς βρίσκουμε δικαιολογίες καὶ ἀποφεύγουμε νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ προστάζουν οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀποφεύγουμε νὰ ὑπερασπίσουμε ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις καὶ θυσίες, ὅ,τι ἀνόθευτο παραλάβαμε, δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν τὸ αξίζουμε.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου