Π. Αλέξανδρος Schmemann
Πέμπτη, 28 Ἀπριλίου, 1977
Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.
Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν’ ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται, στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.
Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.
Σκεφτόμουν σήμερα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία, στὴ σάρκα καὶ στὴ λαγνεία. Λαγνεία εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἴδια ἐγωκεντρικότητα, ἡ ἴδια ὑπερηφάνεια, ποὺ στρέφει τὸ σῶμα στὸν ἑαυτό του, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοϊκανοποίησή του. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατη ἡ γνήσια ταπείνωση δίχως τὴ νίκη ἐνάντια στὴ σάρκα, ἡ ὁποία τελικὰ συνίσταται στὴν πνευματοποίηση τοῦ σώματος.
Ἀλλὰ ἡ μάχη μὲ τὴ σάρκα μπορεῖ εὔκολα νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ πηγὴ ὑπερηφάνειας ἂν δὲν ριζώνει στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐπιδίωξη τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀσκητισμὸς μπορεῖ νὰ ἐντρυφᾶ στὸν ἑαυτό του κι ὄχι στὸν Θεό. Τὰ σημάδια εἶναι σαφῆ. Ὁ φωτεινὸς ἀσκητισμὸς εἶναι χαρούμενος, ἁπλός, ἐλπιδοφόρος.
Ὁ ψευδὴς ἀσκητισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, ζεῖ ἀπεχθανόμενος τὴ σάρκα, τὸν κόσμο, τὴ ζωή. Τρέφεται μὲ τὴν περιφρόνηση, συμμετέχει στὴ βλασφημία τοῦ Διαβόλου ἀπέναντι στὴν κτίση. Γιὰ ἕναν τέτοιο ἀσκητή, ἡ ἁμαρτία – ὅπως καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ ὁ κίνδυνος – φαίνεται νὰ βρίσκεται παντοῦ. Ἐνῶ ἡ νίκη πάνω στὴ σάρκα δὲν γίνεται ποτὲ ἀπέχθεια καὶ πάντα ὁδηγεῖ στὸν «καθαρὸ ὀφθαλμό». «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἦ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,23).