"Η ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ" ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ως προς την αντιμετώπιση της ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ του Ο Ι Κ Ο Υ Μ Ε Ν Ι Σ Μ Ο Υ

Η ΑΙΡΕΣΙΣ  ΕΙΝΑΙ  ΝΟΣΟΣ

ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ και ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ


«Ἡ ἀφάνταστη ἐλαφρότητα» τῶν Ἐπισκόπων
 (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε παραλλαγμένη μιὰ παλαιότερη φράση) ἐπισημαίνεται σήμερα, ὅλο καὶ σὲ περισσότερους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.

Ἐμεῖς, σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἱστολόγιο, ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν ἐλαφρότητα (δηλαδὴ ἐγκληματικότητα) μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἐπίσκοποι τὴν παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμό, ὅσο κι ἂν αὐτὸ κουράζει.

Εἶναι τραγικὴ ἡ διαπίστωση, πὼς δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει σὲ καμιὰ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ περίοδο αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπραξία, ἡ ὑποβάθμιση μιᾶς αἱρέσεως, μιᾶς αἱρέσεως μάλιστα ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ και ὡς ἡ «ἐσχάτη αἵρεση τῆς ἱστορίας». Μιᾶς αἱρέσεως, ποὺ ἔχει ἐμφανισθεῖ ἐδῶ καὶ δεκαετίες, ποὺ ἐπεκτείνεται ἁλματωδῶς, ποὺ πλέον, ὄχι μόνο οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρήσουν (ἢ δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν) ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ποιοί οἱ Ὀρθόδοξοι, τί ἀνήκει ἀπὸ τὶς καθημερινες πράξεις μας καὶ τὰ πιστεύματά τους στὴν αἵρεση, καὶ τί ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.

Στὴ σημερινὴ ἀνάρτηση θὰ παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ βιβλίο, ποὺ προσφέρει κάποια ἁγιοπατερικά κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνεται ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως, τὸ δυσθεράπευτο τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ μολυσματικότητά της, θέματα ποὺ ἀντιπαρέρχονται οἱ σύγχρονοι ποιμένες-Ἐπίσκοποι, μὲ τὸ ἀστεῖο ἐπιχείρημα, ὅτι αὐτὰ θὰ τὰ ξεκαθαρίσει μιὰ μελλοντικὴ Σύνοδο, σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ στήσει τὸ Φανάρι, ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ χαρακτηρίζονται αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές!!!

Τὰ πατερικὰ κείμενα, λοιπόν, τοῦ βιβλίου, ἔχουν ἐπιλεγεῖ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξηγήσουν, νὰ φωτίσουν λίγο, αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐξηγήσουν οἱ ποιμένες στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ:

Ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι μιὰ δυσθεράπευτη πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν θεραπεύεται μὲ Διαλόγους καὶ συμπόσια. Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε, ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία μας, διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη· κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ καὶ πολυχρόνια, ὅταν ἀφήνεται νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες, πρακτικές, ἀκούσματα καὶ θεάματα τῶν τάχα «ἀδελφῶν» Ἐκκλησιῶν, ὅταν δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τότε ποῦ στηρίζετε ἡ σωτηρία μας;

Δὲν εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ ἀλλάζουμε οὔτε ἕνα γιῶτα, οὔτε κάτι τι τὸ παραμικρό ἀπὸ τὰ παραδοθέντα;

 Τὸ κείμενο εἶναι μεγάλο καὶ παρουσιάζεται γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μέσα τους σχετικὰ ἐρωτήματα, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἄλλους προβληματίζονται γιὰ τὸ θέμα.

 

10. Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ καὶ ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς  Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος», σελ. 90-96, 118-130, Σημάτη  Παναγιώτη).

πως ὅλα τὰ πάθη χρήζουν θεραπείας, ἔτσι καὶ ἡ αἵρεση. Καὶ ὅπως ἕνας πνευματικὸς Πατέρας θὰ ἐγκληματοῦσε ἐναντίον μας, θὰ μᾶς καταδίκαζε δηλαδὴ σὲ πνευματικὸ θάνατο, ἂν δὲν ὑπεδείκνυε τὴ σωστὴ θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ δὲν φρόντιζε γιὰ τὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ τὰ ἄφηνε νὰ ριζώνουν βαθύτερα μέσα μας καὶ νὰ πληθαίνουν, καὶ τὸ χειρότερο, ἂν μᾶς ἐπαινοῦσε καὶ μᾶς κολάκευε γι’ αὐτά, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐγκληματοῦν κατὰ τῶν νοσούντων αἱρετικῶν οἱ ἁρμόδιοι ὀρθόδοξοι ποιμένες, ὅταν δὲν λαμβάνουν τὰ κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα μὲ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Πατέρων. Καὶ ἡ συγκεκριμένη Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐντάσσεται στὴ θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔγκλημα καθίσταται μεγαλύτερο, ἐπειδὴ ἡ νόσος τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ νόσος, ἀλλ’ εἶναι νόσος μολυσματική.

Γράφουν συγκεκριμένα οἱ Πατέρες, πὼς οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νοσοῦντες. Ἡ νόσος τους δέ, ὅσο περισσότερο χρόνο παραμένουν στὴν αἵρεση, γίνεται δυσθεράπευτη
καὶ ἀθεράπευτη. Τὸ νὰ συζητᾶ κανεὶς μαζί τους χωρὶς νὰ ἐπισημαίνει τὴν ἀρρώστια τους καὶ νὰ ἀποκόπτει τὰ σεσηπότα μέλη τῆς αἱρέσεως, μοιάζει σὰν κάποιο πονηρὸ γιατρό, ποὺ κάνει πὼς δὲν βλέπει τὰ σάπια μέλη τοῦ ἀρρώστου καὶ συζητᾶ γιὰ τὰ ὑγιῆ. Μ’ αὐτή του τὴ στάση δὲν δείχνει ἀγάπη, ἀφοῦ συντελεῖ στὸ νὰ χειροτερεύει ὁ ἀσθενής. Καὶ ἐπιπλέον ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μολυνθοῦν, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι μεταδοτική, ἀλλὰ καὶ γιατὶ μὴ λαμβάνοντάς την ὑπ‘ ὄψιν, ἀψηφώντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, χάνει καὶ τὴ θεία Χάρη.

Ὑπ’ ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν τρόπο της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ». Ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ σκοπιμότητα. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες μᾶς τὸ παρουσιάζουν σὲ δυὸ ἀντιπροσωπευτικὰ κείμενα. Τὸ ἕνα προέρχεται ἀπὸ ἕνα Πατέρα τῶν τελευταίων αἰώνων καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ ἕνα τῶν πρώτων αἰώνων:

«Ὅταν θὰ ἔλθουν οἱ ψευδοπροφῆτες καὶ οἱ ψευδόχριστοι, καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ "ψυγῆ", καὶ ἡ ἀνομία θὰ πληθυνθῆ, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους θὰ σιωποῦν ἀκόμη καὶ οἱ χριστιανοί, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ φωνάζουν τὰ οὐράνια σώματα. Θὰ φωνάζουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Καὶ θὰ ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» (Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος).

Καὶ σὲ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο: «Οὗτοι γάρ εἰσι ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ ψευδαπόστολοι, πλάνοι καὶ φθορεῖς...,  δι' οὓς  ψυγήσεται  ἡ τῶν πολλῶν ἀγάπη· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος ἀδιαστρόφως, οὗτος σωθήσεται· περὶ ὧν ἀσφαλιζόμενος ἡμᾶς ὁ Κύριος παρήγγειλεν λέγων· “Ἐλεύσονται πρὸς ὑμᾶς ἄνθρωποι ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες· ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, προσέχετε ἀπ' αὐτῶν· ἀναστήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πλανήσουσι πολλούς”» (ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ).

Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀναφερόμενα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση ἐκφράζουν τὴν ἴδια θέση: ἡ αἵρεση εἶναι νόσος δυσθεράπευτη ἢ ἀνίατη καὶ μολυσματική. «Εἰς ὅλας τὰς Συνόδους οἱ αἱρετικοὶ κατεκρίθησαν κατὰ κύριον λόγον ὡς ἀνιάτως νοσοῦντες, ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν. Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς πνευματικὰς ἀρετάς, καὶ εἶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν. Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι ἡ πνευματικὴ πορεία τῶν ταπεινῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ὄχι μόνον δὲν “κατακυριεύουν τῆς πίστεως”, ἀλλὰ θυσιάζουν πρὸς χάριν της τὰ πάντα» (Μελετίου Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 23-24).

Γράφει ὁ ἅγιος καὶ θεοφόρος Ἰγνάτιος: «Εἰώθασί τινες δόλῳ πονηρῷ τὸ ὄνομα Χριστοῦ περιφέρειν, ἄλλα τινὰ πράσσοντες ἀνάξια Θεοῦ, οὓς δεῖ ὑμᾶς ὡς θηρία ἐκκλίνειν. Εἰσὶ γὰρ κύνες λυσσῶντες λαθροδῆκται· οὓς δεῖ ὑμᾶς φυλάσσεσθαι ὄντας δυσθεραπεύτους.... Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου· οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ οὖν οἱ κατὰ σάρκα ταῦτα πάσχοντες ἀπέθνησκον, πόσῳ μᾶλλον ἐὰν πίστιν ἐν κακοδιδασκαλίᾳ φθερεῖ, ὑπὲρ ἧς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρώθη; Ὅτι οὗτος ρυπαρὸς γενόμενος, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ».

 «Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε, "σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"».

 «Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖςἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως).

Στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε’ Οἰκ. Συνόδου ὑπάρχει ἕνα περιστατικό, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα  πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βλάβη ποὺ ἐπιφέρουν οἱ ἐπαμφοτερίζοντες ἢ οἱ αἱρετίζοντες Ποιμένες στὸ ποίμνιο.
Μᾶς λέγει συγκεκριμένα, πὼς οἱ πιστοὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀντέδρασαν δυναμικά, ὅταν ἀντελήφθησαν τὴν αἵρεση στὰ κήρυγματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Ἦταν –σχολιάζει ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος– ἡ ὑγιὴς «ἀντίδρασις τοῦ ἀδιαστρόφου ὀρθοδόξου φρονήματος. Σὺν τῷ χρόνῳ ὅμως τὸ ὀρθόδοξον αὐτὸ φρόνημα διέστρεψαν αἱ αἱρετίζουσαι διδασκαλίαι τῶν “ποιμένων” τους» (Μελετίου Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 355, ὑποσ. 77).

Νὰ πῶς παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Κύριλλος: οἱ προσκείμενοι στὸν Θεόδωρο, διηγεῖται, μὲ συμβούλευαν νὰ μὴ κατηγορῶ τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες, γιατὶ ἔτσι διαβάλλω τοὺς Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο καὶ ἅγιο Γρηγόριο, ἀφοῦ κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μὲ τὸν Θεόδωρο κήρυτταν. Ἐγὼ ὅμως, ποὺ γνώριζα τὴν ἁγιότητα τῶν διαπρεπῶν αὐτῶν διδασκάλων, μὲ παρρησία καυτηρίαζα τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Θεόδωρου. Στὴν συνέχεια, οἱ αἱρετίζοντες ποιμένες τῶν Ὀρθοδόξων ἐπηρέασαν τόσο τοὺς πιστούς –αὐτοὺς τοὺς πιστούς, ποὺ κάποτε παραλίγο νὰ λιθοβολήσουν τὸν Θεόδωρο γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα–, ὥστε τοὺς ἔπεισαν νὰ πάρουν, τώρα, τὸ μέρος τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου. Κι αὐτό, γιατὶ ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα ἑνὸς φιλο-αἱρετικοῦ ποιμένος, παρασύρει στὰ φρονήματά του τοὺς πιστούς, γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνος (Μελετίου Νικοπόλεως, ὅπ. παρ. σελ. 355).

Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τὴν αἵρεση ὡς νόσο μολυσματική: «Νῦν δὲ κἀκεῖνα κρύπτουσι καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι γράφουσιν· ὥσπερ οἱ τῶν σεσηπότων μελῶν παρατρέχοντες ἰατροὶ περὶ τῶν ὑγιαινόντων διαλέγονται, ἢ ἀγνοοῦντες ἢ τέχνῃ πανούργως χρώμενοι».

[Ὑπ’ ὄψιν ὅτι, ὅταν ἔγραφε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἡ αἵρεση τοῦ Μακεδονίου δὲν εἶχε καταδικασθεῖΚαταδικάσθηκε ἀργότερα. Ἄρα ἦταν μιὰ αἵρεση κηρυττόμενη, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Οἰκουμενισμὸς σήμερα! Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκουν νὰ φεύγουμε ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασμένους εἰσέτι ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικούς, διότι μολύνουν!].

 Οἱ αἱρετικοὶ «γράφουσιν…, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵνα…ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν).

Ἄλλο ἕνα κείμενο (ἀπὸ τὰ πολλά) τοῦ Μ. Βασιλείου τώρα, ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: «Εἰ χρὴ τὸν ἐν ἁμαρτίαις ἐξετασθέντα φεύγειν τὴν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους κοινωνίαν, ἢ καὶ πρὸς τοὺς κακῶς ζῶντας διακρίνεσθαι». Γράφει: Γενικὰ εἶναι ἐπιβλαβὲς καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἄνθρωπο κάθε σχέση μὲ ἀπαγορευμένα πράγματα. Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ ἔζησαν ἐν ἁμαρτίαις, πρέπει νὰ εἶναι περισσότερο προσεκτικοί, γιατί, ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή τους ἐσυνήθισε στὴν ἁμαρτία, εἶναι περισσότερον ἐπιρρεπεῖς πρὸς αὐτὴν καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βλάπτει. Ἐὰν λοιπόν, εἶναι τόσο μεγάλη ἡ βλάβη ποὺ προκαλεῖ ἡ κοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς στὰ ἠθικά, τί πρέπει νὰ ποῦμε γιὰ τὴν  βλάβη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς;

Καὶ στὴ συνέχεια τονίζει, πὼς πράγματι, ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ).

Αὐτὰ ὅμως, ἴσχυαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἐκείνων τῶν ἐποχῶν ἢ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς σύγχρονους αἱρετικούς; Ἀσφαλῶς ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες, καὶ μάλιστα σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπ’ ὅ,τι τότε, καὶ λόγο τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τους καὶ λόγῳ τῆς μεγάλης “Ἀποστασίας” (2Θεσ. 2, 7) ποὺ διακρίνει τὶς σύγχρονες “χριστιανικὲς” κοινωνίες καί, ἀκόμα, γιατὶ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἐνῶ δικαιολογοῦν (ἢ κρύβουν) τὶς ἴδιες ἢ παρόμοιες αἱρετικὲς δοξασίες, παρουσιάζονται –μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ποιμένων μας– μὲ καλλωπισμένο καὶ εὐγενικό προσωπεῖο, ὡς μὴ ἔχοντες τίποτα φοβερό, ἁπλῶς ὡς ἐκφράζοντες τὴν ἴδια πίστη μὲ διαφορετικὸ τρόπο∙ καὶ ἔτσι μᾶς ἐξαπατοῦν καὶ μεταδίδουν τὴν αἵρεση εὐκολότερα, ὄχι ἀπαραίτητα στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὡς στάση ζωῆς.

Ἂς δοῦμε τί λέγουν καὶ Σύνοδοι καὶ Πατέρες τοῦ 19ου αἰῶνος:

Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατεδίκασε δριμύτατα «τὰς ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ, ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς “ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα αἱρέσεων”…» καὶ παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες …ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν …περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς τούτων αἱρέσεως» (Εἰς Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. 2ος, σελ. 533 ἑξ.).

Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων το 2Τιμ. 2 17, ”Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει”, γράφει:

«Ἀκράτητον, λέγει, εἶναι τὸ κακὸν καὶ πλέον ἰατρείαν δὲν δέχεται· ἐπειδὴ οἱ τῶν αἱρετικῶν λόγοι βλάπτουσι καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον μέρος τῆς εὐσεβείας, ὡσὰν ἡ γάγγραινα καὶ εἶναι ἀδιόρθωτοι· γάγγραινα δὲ εἶναι ἕνα πάθος καὶ μία πληγή, ὅπου προξενεῖ σαπήλαν εἰς τὸ σῶμα..., καὶ κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ σώματος». Καὶ «τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον  καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν· διὰ τοῦτο παραγγέλει ὁ Σολομών· “ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν”…, καὶ ὁ Δαβὶδ ὁ πατήρ του, μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ δὲν ἐκάθισε μαζὶ μὲ τοὺς λοιμούς· ”μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. α΄ 1)».

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις πάλι, ποὺ ἔζησε τὴν δολιότητα τῶν Παπικῶν καὶ διελέχθη μετὰ Παπικῶν, γράφει: «Ὁ Ἀπόστολος ἐπαράγγειλεν εἰς τοὺς Κορινθίους μὴ συναμίγνυσθαι τοῖς τοιούτοις, μηδὲ συνεσθίειν· ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνανατροφὴ καθ’ ἑαυτὰ ἀδιάφορα, ἀλλ’ ἐκ τούτων κατὰ μικρὸν ἐνδέχεται νὰ γεννηθῇ ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ καταστροφή. Λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία διασώζει τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα. ”Εἰ γὰρ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν, ἤπουγε μυστικῆς καὶ θείας”, Θεοδώρ. Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορ. Κεφ. Ε΄» (Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σ. 47, Ἐκδ. Στάχυ, 2001).

Καὶ εἰς τὴν  Φιλοκαλίαν: «Ἐὰν ἕξεις φιλίαν μετά τινος, καὶ συμβῇ αὐτὸν εἰς πειρασμὸν πορνείας ἐμπεσεῖν, ἐὰν δύνασαι δὸς αὐτῷ χεῖρα καὶ ἕλκυσον αὐτὸν ἄνω. Ἐὰν δὲ εἰς αἵρεσιν ἐμπέσῃ καὶ μὴ πεισθῇ σοι ἀποστραφῆναι, ταχέως κόψον αὐτὸν ἀπὸ σοῦ, μήποτε βραδύνων συγκασπασθῇς αὐτῷ εἰς τὸν βόθρον».

Ἕνας ἀκόμα παλαιοτέρων χρόνων ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, γράφει πὼς πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ ὁμάδες αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων, γιατὶ διαστρέφουν μὲ τοὺς λόγους τους τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ὅποιος νοσεῖ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἔχει τόσο ἐλαστικὴ συνείδηση, ὥστε παραβλέποντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ λέγει (ὅπως καὶ οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστές: τί πειράζει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο; ἀγάπη χρειάζεται νὰ δείχνουμε), καὶ σὲ τί θὰ μᾶς βλάψει ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς;

Γράφει ὁ Ἅγιος: «Παραιτοῦ συγκάθισμα ἀνδρῶν αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων λαλούντων μηδὲν πιστόν· δίκην γὰρ τοξευμάτων τιτρώσκουσι τὰς καρδίας οἱ λόγοι αὐτῶν. Εἶδόν τινας διαστρέφοντας τὰς ψυχὰς ἐν λόγοις. Τοὺς τοιούτους τάχα διὰ συμβόλων γονορρύεις ἢ λεπροὺς ὁ λόγος καλεῖ... Καὶ ὁ μὲν περὶ πίστεως νοσῶν λέγει· τί γὰρ βλάψει τὸ συμπεριφέρεσθαι παντὶ ἀνθρώπῳ, εἴτε ὀρθῶς πιστεύοντι, εἴτε κακῶς φρονοῦντι, τὸ ὑγιὲς τῆς πίστεως περιοδεύοντες; Οἱ δὲ περὶ τὴν γαστέρα ἀνασχολούμενοι καὶ περὶ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονὰς ἐροῦσι· τί γὰρ βλάψει τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ τρυφᾶν» (Περὶ ἀρετῆς κεφάλαια δέκα, κεφ. ηʹ,).

 

τι ἡ ἐπικοινωνία μὲ καλοὺς ἢ κακοὺς ἀνθρώπους μᾶς ἐπηρεάζει ἀναλόγως, εἶναι κοινὸς τόπος στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γι’ αὐτὴ τὴν καλὴ ἢ κακὴ ἐπίδραση μιλᾶ καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Χρῆναι δέ φημι τοὺς ἑδραῖον ἔχειν ἐθέλοντας φρόνημα καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως τὴν παράδοσιν καθάπερ τινὰ μαργαρίτην τηροῦντας εἰς νοῦν μηδεμίαν διδόναι παρείσδυσιν ἤγουν παρρησίας τόπον τοῖς ἐθέλουσι δεισιδαιμονεῖν· γέγραπται γάρ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”» (Contra Julianum (lib. 1-2).

Καὶ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα).

πως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς, οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι μᾶς παιδαγωγοῦν, μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸ βίο ἄλλου ἁγίου διαβάζουμε: «Εἰ δέ τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας. Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν …ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα … Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται.  Καὶ πάλιν· “Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου, μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”.  Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ» (Callinicus Biogr., ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΥΠΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΡΟΥΦΙΝΙΑΝΑΙΣ).

Εἶναι φανερὸ λοιπόν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι διδασκαλία μεμονωμένων μόνον Πατέρων, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάζουμε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν ἔκδοση τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ὥσπερ γὰρ τὰ χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστατά πώς ἐστι πρὸς τὸ θεραπεῦσαι, ἢ τάχα που καὶ εἰς ἅπαν ἀρνεῖται τοῦτο, οὕτω καὶ ψυχὴ διεστραμμένων ἐννοιῶν καὶ δογμάτων σηπεδόνι ἀρρωστήσασα, δυσαπόβλητον ἔχει τὸ πάθος» (Μελετίου Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 358).

Αὐτὴ τὴ διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων, πὼς ἡ ἐπικοινωνία μὲ διεφθαρμένους ἀνθρώπους καὶ αἱρετικοὺς μολύνουν καὶ τοὺς ὑγιεῖς στὴν πίστη χριστιανούς, παραδόξως τὴν ξεχνοῦν ὁλοτελῶς οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστές. Γιατί, ἂν ἤθελαν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ ὅσα διακηρύττουν, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐργαστοῦν στὸ χῶρο τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, νὰ τοὺς κατηχήσουν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν στὴν πίστη (βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν), νὰ τοὺς ἐνημερώσουν καταλλήλως, νὰ συζητήσουν μαζί τους γιὰ τοὺς Διαλόγους, νὰ ἄρουν τὶς παρεξηγήσεις καὶ κατόπιν, ἔχοντας σύμφωνο ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ προχωρήσουν σὲ «Διαλόγους» καὶ σὲ κάποιες «οἰκονομίες», ἂν χρειαστεῖ. Τώρα ὅμως, ὄχι μόνο δὲν ἔχουν κάνει αὐτό, ἀλλὰ ὑποτιμοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑβρίζουν τοὺς πιστοὺς –ποὺ ἀντιδροῦν μὲ τὸν δικό τους τρόπος– ὡς φανταμενταλιστὲς καὶ ταλιμπάν, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ τοὺς αἱρετικοὺς τοὺς ὑποδέχονται μὲ τιμές, «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις». Δὲν εἶναι, βέβαια, πάντα οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁπλῶν πιστῶν ἄμοιρες ἀκροτήτων, ἀλλὰ ἀσφαλῶς οἱ ἀκρότητες αὐτὲς τοῦ ἀποίμαντου λαοῦ εἶναι εὐλογημένες, ὅταν μὲ τὸν τρόπο του ὑπερασπίζεται τὴν πίστη ποὺ οἱ ποιμένες προδίδουν.

Ἕνα τελευταῖο κείμενο (σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα εἶναι) τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι,  μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα). Γράφει:  «Συγκαταμιαίνονται δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ θιγγάνοντες, ἤτοι κολλώμενοι, κατὰ σχέσιν δὲ δηλονότι τῆς ταυτοβουλίας, ἤγουν ταυτοεργίας·  “Φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”· καί, “Μερὶς μὲν οὐδεμία πιστῷ μετὰ ἀπίστου”· πολέμιον δὲ καὶ ἀσύμβατον τῷ σκότῳ τὸ φῶς. Καὶ ἀληθές, ὅτι “Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”...». Οἱ συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ πικρὰ καὶ ἰοβόλα... ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει»  μολύνει «κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν (κάθε)  ψυχή, ἥτις ἂν ἅψηται αὐτῶν». Καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «πρό γε τῶν ἄλλων οἱ τὰ ὀρθὰ διαστρέφοντες καὶ τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον» (Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας).

Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ διαφθείρουν «τὸ πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί σήμερα ἐκλαμβάνονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες; Σήμερα δὲν μολύνουν; Ἢ ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνο δὲν ἐλέγχονται, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐπαινοῦνται καὶ τιμοῦνται στὰ συνέδρια, τὰ συμπόσια καὶ τὶς ἄλλες εἴτε διαχριστιανικὲς εἴτε ὀρθόδοξες συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν, μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερο καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν μολυσμὸ στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς; Μήπως ἐπίσης αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία;

Διαφωτιστικότατο γιὰ τὸ θέμα μας καὶ τὸ παρακάτω κείμενο ἀπὸ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διά Κλήμεντος):

 «Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· …τοὺς ἀθέους αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς. Οὗτοι γάρ εἰσιν ἀντίδικοι καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διαφθείροντες τὸ ποίμνιον καὶ μολύνοντες τὴν κληρονομίαν, οἱ δοξόσοφοι καὶ παμπόνηροι … Οὗτοί εἰσιν, περὶ ὧν ὁ Κύριος πικρῶς καὶ ἀποτόμως ἀπεφήνατο λέγων, ὅτι εἰσὶν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι…, οἱ Θεὸν τὸν ἐπὶ πάντων βλασφημοῦντες καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ καταπατοῦντες καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος διαπτύοντες, οἱ τοὺς θείους λόγους ἀρνούμενοι ἢ μεθ' ὑποκρίσεως προσποιούμενοι δέχεσθαι, ἐφ' ὕβρει Θεοῦ καὶ ἀπάτῃ τῶν προσιόντων αὐτοῖς, οἱ τὰς ἱερὰς γραφὰς ἐνυβρίζοντες...

Φεύγετε οὖν τῆς κοινωνίας αὐτῶν καὶ τῆς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνης ἀλλότριοι τυγχάνετε· περὶ αὐτῶν γὰρ ὁ προφήτης ἀπεφήνατο, λέγων, ὅτι “Οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, λέγει Κύριος”. Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ κρύφιοι λύκοι, οἱ ἐνεοὶ κύνες οἱ οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν, οἳ νῦν μὲν εἰσὶν ὀλίγοι, προκόψαντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῆς συντελείας ἐγγιζούσης πλείονες καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται, περὶ ὧν ὁ Κύριος ἔλεγεν, ὅτι “Ἆρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;”. Καί· “Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, καὶ ἐλεύσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα ἐν τῷ οὐρανῷ, ὥστε εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπατῆσαι”. … Καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς, διερχόμενοι τὰ ἔθνη καὶ ἐπιστηρίζοντες τὰς Ἐκκλησίας, τοὺς μὲν ἐν πολλῇ νουθεσίᾳ καὶ λόγῳ ἰατικῷ ὑγιάσαντες ἐπανηγάγομεν μέλλοντας ὅσον οὐδέπω θνήσκειν ἀπάτῃ, τοὺς δὲ ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀρνίοις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἄχραντα, ὑγιῆ καὶ ἄσπιλα διαμείνῃ Κυρίῳ τῷ Θεῷ».

Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀπαγορεύεται καὶ ὁ συνεκκλησιασμὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς (ἑρμην. Περὶ τοῦ θείου ναοῦ, κεφ. κη΄).

Τὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ εἶναι μολυσμός: «...Εἴτε πατὴρ εἴτε μήτηρ εἴτε ἀδελφὸς ἢ ὁστισοῦν ἄλλος κατελείφθη μέχρι θανάτου κοινωνῶν τῇ αἱρέσει, ...μὴ μνημονεύεσθαι ἐν τῇ λειτουργίᾳ...· πῶς γὰρ ἂν ὁ ἔτι ζῶν μετέχων τε τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ οὕτως ἐκκομισθεὶς ληφθήσεται ἐν μνημοσύνοις κατὰ τὴν μυσταγωγίαν τῶν ὀρθοδόξων; οὐδαμῶς» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, 552, Λύσεις διαφόρων κεφαλαίων).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς παραγγέλλει νὰ μὴ δίνουμε τὴν Θ. Μετάληψη στοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ λαμβάνουμε τὴ δική τους: «Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. “Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν”, φησὶν ὁ Κύριος, “μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων”, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Περὶ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων…μυστηρίων, κεφ. ιγ΄). Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης πάλι, λέγει ὅτι ἡ μετάληψη τῶν αἱρετικῶν εἶναι φάρμακο «μελαῖνον καὶ σκοτίζον» τὴν ψυχή: «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον» (Ἐπιστ. κδ΄, Ἰγνατίῳ τέκνῳ, l. 9-10).

Γράφει ὀδυρόμενος ὁ Μ. Βασίλειος τὰ παρακάτω, καὶ εἶναι σὰν νὰ περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς ἡμέρες μας καὶ τὴν ἐκκοσμικευμένη σύγχρονη νοοτροπία:

«Γίνεται ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν)  μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. σμγ΄).

Καὶ ὅπως λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις γιὰ τὸν αἱρετικό: «Τὸν τοιοῦτον, ἀφ’ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται, καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος, ...ὅσον εἶναι δυνατόντὸν ἀποστρεφόμεθα· καὶ τοῦτο διὰ δύο αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα· καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τόν... συστείλωμεν μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται νὰ γένη ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο δὲν ἀκολουθήση) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.

»Ἔχομεν περὶ τούτου σαφῆ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν. “Εἰ ἡ χείρ σου...σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ” (Ματθ. ΙΗ΄ 8)... Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν. “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον...παραιτοῦ”...”Δεῖ τῶν πονηρῶν ἀπέχεσθαι, ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’ ἑαυτῶν ἐκβαλεῖν”(Χρυσοστόμου ἐκ τῆς Σειρ. εἰς Ματθ.).  Ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μὴ τῆς ἰδίας κακίας μεταδῷ καὶ τοῖς ἄλλοις” (Θεοφύλ. Ὑπόμν. εἰς τὸ Ματθ. ΙΗ΄). Καὶ τὸ αὐτὸ πάντοτε οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες, καὶ τὴν εὐσέβειαν ἀκριβῶς  τηροῦντες ἔπραττον» (Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 43-44).

Σχετικὰ γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (στὸ Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ προσκυνήσεως, τ. 2ος, Λόγος Η΄, ὅπ. παρ., σελ. 212).: «Τοῦτό τοι δρᾷν ἔθος τοῖς ἀπαιδεύτοις αἱρετικοῖς. Πεπλάνηνται μὲν γὰρ ὁμολογουμένως, οἱ τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀμαθίας γεγονότες καθηγηταί· λείψανα δὲ ὥσπερ τῆς ἑαυτῶν δυσσεβείας τοῖς ἰδίοις παρακατέθεντο μαθηταῖς· οἱ δέ, καὶ λίαν ἀσμένως προσίενταί τε καὶ εἰσοικίζονται κατὰ νοῦν, καὶ δυσαπόνιπτον ἔχουσι μολυσμόν, θνησιμαίων ὥσπερ κρεῶν ἐπαφώμενοι, ἃ δυσωδίας ἐστὶ τῆς ἐσχάτης καὶ ἀκαθαρσίας ἔμπλεω». Μτφρ.: «Αὐτὸ συνηθίζουν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἀπαίδευτοι αἱρετικοί. Ὁμολογουμένως βρίσκονται σὲ πλάνη αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν καθηγητὲς τῆς ἀμαθείας ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτούς, καὶ ποὺ ἔχουν ἀφήσει κάποια λείψανα τῆς ἀσεβείας τους ὡς παρακαταθήκη στοὺς μαθητές τους... Καὶ οἱ μαθητὲς τὰ δέχονται μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση καὶ τὰ ἐγκαθιστοῦν μέσα στὸ νοῦ τους, ἀπαντώντας ἔτσι στὸ μολυσμὸ ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ τὸν καθαρίσουν, σὰν νὰ ἔχουν ἀγγίξει κρέατα θνησιμαῖα».

Ἀπαντώντας ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν ἐρώτηση «πῶς χρὴ διακεῖσθαι τοὺς πάντας περὶ τὸν ἀπειθῆ" μᾶς λέγει, πὼς «πρῶτον μὲν συμπάσχειν πάντας χρὴ ὡς νενοσηκότι μέλει»· ἕπειτα πρέπει νὰ προσπαθήσει ὁ Ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερέας «αὐτοῦ τὴν ἀρρωστίαν ἐπανορθοῦσθαι», ἀρχικὰ κατ’ ἰδίαν. Ἂν δὲν διορθωθεῖ ὁ ἔλεγχος νὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὅμως ὁ ἀπειθεὶς ἀρνεῖται τὴν θεραπεία καὶ τὴν διόρθωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ προσφέρει, («τῷ μέντοι ὀκνηρῶς διακειμένῳ πρὸς τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου») πρέπει ὁ Ἐπίσκοπος (ἢ ὁ ἱερέας) μὲ αὐστηρότερο τρόπο νὰ τὸν ἐλέγχει μπροστὰ σὲ ὅλους· «μὴ ἐντρεπόμενον δὲ μετὰ πολλὴν νουθεσίαν», καὶ μὴ ἀποδεικνύοντα ὅτι θεραπεύεται «ἐν τοῖς ἔργοις, ὡς αὐτὸν ἑαυτοῦ λυμεῶνα ὄντα, κατὰ τὴν παροιμίαν, μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων, ὅμως δ' οὖν ὡς διεφθαρμένον μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν, τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν… ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν...

» Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεί, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου· Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων· Ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Κεφαλ. τῶν κατὰ Πλάτος Ὅρων, Ἐρώτ. κηʹ).

 

 γ) Ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς ΣΤΕΡΕΙ

          τῆς παρρησίας ἐνώπιον Χριστοῦ

 Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»:

«Ἐπειδὴ ὅμως ἔφθασε ἕως ἐμὲ ἡ διάδοσις ὅτι μερικοὶ ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μένουν μαζί μὲ τὴν ἀγάπην σου εὑρίσκονται εἰς αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὸ ὀρθὸν δόγμα περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μὲ διεστραμμένας γνώμας (των), ἔκρινα ἀναγκαῖον νά… περιέχῃ ἡ ἐπιστολή μας κάτι σχετικόν, τὸ ὁποῖον θὰ δύναται καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ τὰς ψυχάς… Διὰ τοῦτο λοιπὸν παρακαλοῦμεν ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἰδέαι αὐταὶ νὰ τύχουν ἐκκλησιαστικῆς διορθώσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ γνωρίζετε ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» [Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται] (Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).

Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Οὗτοι τὴν πρὸς Χριστὸν οἰκειότητα παρωθούμενοι, γεγόνασι κατὰ τὸ ἀληθὲς ἀνθρώποις ἀλλογενέσι, καὶ σπερμάτων ἠνέσχοντο διαβολικῶν, καρποφοροῦντες ἐν πλάνῃ τὰ πλάνης ἔργα καὶ ἀπωλείας» ( Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας).

Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης συνιστοῦσε οἱ πιστοί  –ἰδιαιτέρως δὲ οἱ ἱερεῖς– νὰ μὴ “κοινωνοῦν” μὲ τοὺς αἱρετικούς: «προσοχὴν περὶ τοῦ μὴ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων οἱ ἱερεῖς» (Ἑρμηνεία περί τε τοῦ θείου ναοῦ..., κεφ. ογ΄, P.G. 155, 725B).

◊ ◊ ◊

Ἔτσι, ἡ φροντίδα τῶν Πατέρων ἦταν μήπως οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ ἐπηρεάζονταν καὶ βλέποντας τοὺς ποιμένες νὰ συγχρωτίζονται μὲ αἱρετικούς (οἱ ὁποῖοι θὰ τὸ ἐχρησιμοποίουν αὐτὸ προπαγανδιστικά), ἔκαναν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ ἀποτρεπτικά.

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε πόση μεγάλη σημασία δίνουν οἱ Πατέρες στὶς μετὰ τῶν αἱρετικῶν σχέσεις μας, ἂς ἀναθυμηθοῦμε –ποιμένες καὶ ποιμενόμενοι– ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποφεύγουν διὰ τῆς “παραιτήσεως”, ὄχι μόνο τοὺς ζώντας αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τεθνεώτας! Τοῦτο μάλιστα ἀποτέλεσε καὶ θέμα τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ὁ ἁγίας μνήμης Κύριλλος ἠκολούθησε τὰ ἀποστολικὰ λόγια, “αἱρετικὸν ἄνθρωπον..παραιτοῦ”, διετύπωσε τὴν διδασκαλίαν, ὅτι ”φευκτέοι εἰσὶν οἱ τοιοῦτοι, εἴτε ἐν τοῖς ζῶσίν εἰσιν, εἴτε μή”». Εἰς δὲ τὸ «ἐρώτημα, πῶς δεῖ ”φεύγειν τοιούτους”», ἡ Σύνοδος ἀπαντᾷ διὰ τῆς παραιτήσεως”, δηλαδὴ διὰ πλήρους ἀποκοπῆς τους ἀπὸ κάθε Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν» (Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σ. 342 καὶ ὑποσ. 56α).

Ἂς παραχωρήσουμε, ἐδῶ, τὸ λόγο σ’ ἕνα σύγχρονο θεολόγο νὰ συνοψίσει: «Ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοὶ συνιστοῦν μέγαν κίνδυνον, δι’ ὃ καὶ δέον νὰ διασφαλιστοῦν ἔναντι αὐτῶν οἱ πιστοί, ἰδίᾳ διὰ τῆς ἀποφυγῆς οἱασδήποτε μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνίας, ἐπιτρεπομένης μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας τὰς προϋποθέσεις ἀναλήψεως τοῦ κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν ἀγῶνος καὶ τέλος καταπολεμήσεως δι’ ὅλων τῶν μέσων τῆς αἱρέσεως ὡς καὶ ἀσκήσεως δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων ἰδίᾳ δὲ διὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀγάπης τοῦ ἔργου τῆς ἐπαναφορᾶς τους» στὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία.

Καὶ κατακλείει: Ὅμως «ἀποκλειστικὸς καὶ μοναδικὸς δεσπόζων παράγων εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν σχέσεων τῶν ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν» (Μουρατίδου Κ., Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 66-67).

Κατανοοῦμε ἐξ αὐτῶν, ὅτι οἱ Πατέρες γνώριζαν καλὰ τὸ κίνδυνο ἐκ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἀγάπη τους ἀπέβλεπε στὴ διαφύλαξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἐξασκεῖ πάντα τὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀρνοῦνται τὴν προσπάθεια γιὰ ἐπάνοδο καὶ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρία, ἀλλὰ μὲ τρόπο καὶ μέθοδο ἀσφαλῆ.

Πληροφορεῖ κάποιο πνευματικό του παιδὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πὼς καὶ τὰ ὀρθόδοξα κείμενα οἱ αἱρετικοί, τὰ παρουσιάζουν διαστρεβλωμένα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτρέπει τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους, στηριζόμενος στὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὧν οὐ δεῖ ὡς ἔτυχεν προσίεσθαι φωνὴν οὔτε μὴν συναίρειν λόγον αἱρετικοῖς παρὰ τὴν ἀποστολικὴν νομοθεσίαν. Τὸ λοιπὸν σῴζοιο, τέκνον, καί με σῴζεσθαι προσεύχου» (Ἐπιστολαί, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, P.G. 99, 1224Β).

Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε κοινωνία μὲ αὐτούς» (P.G. 160, 1097AB, 105C).

 Καὶ στὰ παρακάτω κείμενα ὁ Μ. Ἀθανάσιος μιλάει γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ διαστρέφουν τὶς Γραφές, διαβάλλουν καὶ συκοφαντοῦν τοὺς ἁγίους, χρησιμοποιοῦν ἀπάτη γιὰ τὴν ἐπέκταση καὶ ἑδραίωση τῆς κακοδοξίας τους, ἡ ὁποία εἶναι  πνευματικὴ ἀσθένεια μολυσματική.

«Οἱ γὰρ τολμῶντες διαβάλλειν τὰ καλῶς ὁρισθέντα, καὶ γράφειν ἐπιχειροῦντες ἄλλα παρ' ἐκεῖνα, τί ἕτερον ποιοῦσιν ἢ κατηγοροῦσι μὲν τῶν Πατέρων, προΐστανται δὲ τῆς αἱρέσεως, καθ' ἧς ἐκεῖνοι γεγόνασί τε καὶ ἀπεφήναντο; Καὶ γὰρ καὶ νῦν ἃ γράφουσιν, οὐκ ἀληθείας φροντίζοντες γράφουσι, καθὰ προεῖπον, ἀλλὰ μᾶλλον παίζοντες καὶ τέχνῃ τοῦτο ποιοῦντες, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵν' ἐν τῷ διαπέμπεσθαι τὰς ἐπιστολάς, τὰς μὲν τῶν λαῶν ἀκοὰς ἀπασχολεῖσθαι περὶ ταῦτα ποιήσωσι, κερδάνωσι δὲ τὸν χρόνον τοῦ κατηγορεῖσθαι αὐτοί, καὶ λαθόντες ὡς ἀσεβοῦντες, ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ» (Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν, κεφ. 5,).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει συμμορία τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση νόσο τῆς διανοίας: «Ἔτι δὲ Διόσκορος καὶ Σεβῆρος καὶ ἡ πολυπληθὴς ἀμφοτέρων συμμορία μίαν τινὰ καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόστασιν ἀπεδέξαντο, ὁρίσαντες ὁμοίως μίαν καὶ τὴν φύσιν εἶναι, "μὴ εἰδότες ἃ λέγουσι μήτε νοοῦντες περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται". Νόσος δέ τις ἢ πλάνη τῆς διανοίας αὐτῶν ἐν τούτῳ ἦν, ὅτι ταὐτὸν εἶναι φύσιν καὶ ὑπόστασιν ἐννόησαν» (Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι, Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους).

◊ ◊ ◊

 

Συμπληρώνουμε τὸ θέμα, μὲ κάποια κείμενα καὶ τὴν ἀποσπάσμα ἀπὸ τὴν ἀνάλυση ποὺ κάνει σὲ μία ἀπὸ τὶς μελέτες του, ὁ ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς:

Στήν Δευτέρα, ὁμιλία του «Περί Ἀκαταλήπτου» ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.

»Ὁ μὲν γὰρ ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἀκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος· ἐκεῖνόν τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν, ἐφελκόμενοί τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι, πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος» (ΕΠΕ 35,74).

Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι, οἱ ἀσθενέστεροι κατά τήν πίστι, πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνωνται ἀπό κάθε αἱρετικό, διότι αὐτοί θά ὑποστοῦν μεγαλυτέρα βλάβη, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεσι. Δυστυχῶς ἐσεῖς, πατέρες, διδάσκετε τά ἐντελῶς ἀντίθετα.

 Οἱ Ἀποστολικές ὅμως Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί, μάλιστα, διδάσκουν τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσο κίνδυνο πού διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως ἀπό ἕναν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πατέρες, εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νά γράφετε αὐτά τά πράγματα. Ἀναφέρουν λοιπόν τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων».

Δηλαδή, τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ Διαταγές, εἶναι ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεσι∙ ὁ ποιμένας θά φέρη τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθῆ γιά τήν ἰδική μου ζημία. Οἱ δικαιολογίες τίς ὁποῖες ἀναφέρετε ἐσεῖς, πατέρες, ὑπερασπιζόμενοι τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος εἶναι παρόμοιες.

Ἀναφέρετε ἀμέσως κατωτέρω τά ἑξῆς: «Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται γιά αἵρεση». Ἀναφέρατε σέ ἄλλα σημεῖα τῆς κριτικῆς μελέτης σας καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει Κανόνας πού νά τιμωρῆ ὅσους δέν ἀποτειχίστηκαν, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προαρπάζουν τήν κρίσι τῆς Συνόδου, ὅτι τό ἔργο τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως εἶναι ἔργο τῶν Ἐπισκόπων καί δή τῆς Συνόδου κλπ.

Ὁ σκοπός λοιπόν τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν εἶναι νά δηλώση τήν εὐθύνη πού ἔχει ὁ κάθε πιστός λαϊκός· εὐθύνη τόσο μεγάλη πού νά κινδυνεύη ἡ σωτηρία του, ἐάν ἀκολουθῆ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καὶ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτόν, ἀναμένει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἐνῶ ἐσεῖς, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τόν ἀποκοιμίζετε καί τοῦ συνιστᾶτε ἀναμονή στήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου∙ τόν καθησυχάζετε ὅτι δέν πρόκειται νά βλαφθῆ ἀκολουθώντας αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ τόν φοβίζετε ὅτι θά κάνη σχίσμα, θά βγῆ ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., καί στήν καλύτερη περίπτωσι τοῦ συνιστᾶτε πόλεμο μέ χαρτοπόλεμο. Πόσο ἀλήθεια διαφέρει ἡ διδασκαλία σας ἀπό αὐτή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων! 

Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές διδάσκουν ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος καί θά κατασπαράξη τόν πιστό, κι ἐσεῖς διδάσκετε: «δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου». Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἐπιτάσσουν «Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» κι ἐσεῖς τά ἐντελῶς ἀντίθετα: «Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο».

Τελικῶς, φθάνετε εἰς τό σημεῖο, νά κακοποιήσετε τελείως τό κείμενο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καί νά τό φέρετε στά μέτρα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Γράφετε τά ἑξῆς: «Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, “...διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”, θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς: “Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Προφανῶς, πατέρες, μόλις γίνει ἡ διάγνωσις τῆς Συνόδου, μεταμορφώνεται ὁ Ἐπίσκοπος σέ λύκο, ἀποκτᾶ δόντια κοφτερά καί εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς. Ἐνῶ, πρίν καταδικασθῆ –κατὰ τὴν κρίση σας– ἦταν ἀρνάκι ἄκακο! Τώρα, τί πειράζει, ἐάν αὐτό δέν τό διδάσκει ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ Ἀποστολικές Διαταγές καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι; Ἀρκεῖ πού προσαρμόζεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.

 (σελ. 71-72).

 

Μερικὰ ἀκόμα κείμενα, γιὰ τὸ πῶς ἐξηγεῖ ἡ ὀρθόδοξη Παράδοση τὸ ἀποστολικὸ χωρίο:

«Μετὰ τὴν ἄφιξίν μου, ἐλεύσονται εἰς ὑμᾶς λύκοι βαρεῖς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν... Οἵτινες εἰσελεύσονται ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ὑπάρχοντες αὐτοὶ λύκοι ἅρπαγες. Τὰ μὲν ρήματα γλυκέα ἔχοντες, τὴν δὲ καρδίαν μεστὴν χολῆς καὶ πικρίας. Καὶ ἐσθῆτα μὲν κατηφῆ περικείμενοι, μαθηταὶ δὲ ὑπάρχοντες τοῦ ἀπ' ἀρχῆς βασκαίνοντος ἡμᾶς Διαβόλου· διὸ δὴ καὶ τῶν ἐκείνου τυγχάνουσι ζιζανίων σπορά...

Μὴ οὖν καθεσθῆτε μετὰ συνεδρίου ματαιότητος αὐτῶν, καὶ μὴ ἰχνηλατήσητε τρίβον διανοίας αὐτῶν. Οὐ διαφέρει γὰρ δαίμονι συνοικῆσαι, ἢ μετὰ ἀποστάτου ἀνδρὸς παρανόμου· ἐφορκιζόμενος γὰρ ὁ δαίμων, ὑποσταλεὶς φεύξεται, μὴ ἰσχύων μεῖναι ἔνθα Χριστὸς κατ' αὐτοῦ ὀνομάζεται» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Τοῦ ὁσίου Ἐφραῒμ διαθήκη).

«ηʹ. Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἐὰν οἱ ποιμένες λύκοι γίνωνται. Πρὸς γὰρ ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους διαλεγόμενος Παῦλος ὁ ἀπόστολος ἔλεγεν, ὅτι Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα. Ὥστε μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς, ἔχων ἔξωθεν σχῆμα ἀγγελικόν, καὶ ἔσωθεν διαβολικόν. Διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς ἔλεγεν· Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Κἀγὼ δὲ πάλιν τὰ ὅμοια ἐρῶ· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ, μήτε ἀπὸ τῶν ἔσωθεν, μήτε ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, μὴ ἐπίσκοπος, μὴ πρεσβύτερος, μὴ διάκονος, μὴ ἀναγνώστης, ἤ τις ἐὰν ᾖ λαλῶν διεστραμμένα· Οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες· οἵτινες ἔχουσιν μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν, καὶ ψευδοδιδασκάλων, καὶ ἀθέων αἱρετικῶν...).

«Οἶδα ὅτι μετὰ τὴν ἄφιξίν μου εἰσελεύσονται πρὸς ὑμᾶς λύκοι βαρεῖς, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα. Τριπλοῦς ὁ πόλεμος, ἡ φύσις τῶν θηρίων, ἡ χαλεπότης τοῦ πολέμου, τὸ μὴ ἀλλοτρίους, ἀλλὰ καὶ οἰκείους εἶναι τοὺς πολεμοῦντας· διὰ τοῦτο χαλεπώτερος· εἰκότως. Ἂν μὲν γὰρ ἔξωθέν μέ τις βάλλῃ καὶ πολεμῇ, ῥᾳδίως αὐτοῦ περιγενέσθαι δυνήσομαι· ἂν δὲ ἔνδοθεν ἀπὸ τοῦ σώματος φύῃ τὸ ἕλκος, δυσίατον γίνεται τὸ κακόν· ὃ δὴ καὶ τότε ἐγένετο» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὸν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον ἀρχιεπίσκοπον Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης).

«γʹ. Καὶ ὅρα· οὐχ ἁπλῶς εἶπε, Λύκοι, ἀλλὰ προσέθηκε, Βαρεῖς, τὸ σφοδρὸν αὐτῶν καὶ ἰταμὸν αἰνιττόμενος· καὶ τὸ χαλεπώτερον, ὅτι αὐτοὺς τούτους ἐξ αὐτῶν ἀναστήσεσθαι λέγει· ὃ καὶ σφόδρα ἐστὶ βαρὺ, ὅταν καὶ ἐμφύλιος ὁ πόλεμος ᾖ. Καὶ καλῶς εἶπε, Προσέχετε, δεικνὺς περισπούδαστον σφόδρα τὸ πρᾶγμα (Ἐκκλησία γάρ ἐστι), καὶ ὅτι μέγας ὁ κίνδυνος (αἵματι γὰρ αὐτὴν ἐλυτρώσατο), καὶ ὅτι πολὺς ὁ πόλεμος καὶ διπλοῦς. Ταῦτα τοίνυν ἐδήλωσεν, εἰπών· Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα, τοῦ ἀποσπᾷν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις...).

«Παραφυλακτέον δὲ καὶ ἡμῖν αὐτοῖς, τοῖς ἐν Χριστῷ δεδικαιωμένοις καὶ διὰ τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως τὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαχοῦσι μέθεξιν, τὸ ἐπιμίσγεσθαί τισιν, οἵπερ ἂν εἶεν διεστραμμένοι τὸν νοῦν, βέβηλοί τε τὰς φρένας, καὶ τὴν πίστιν ἔχοντες οὐκ ὀρθήν. ἀλλογενεῖς γὰρ οὗτοι καὶ βαρβαρόφωνοι καὶ "λαλοῦντες διεστραμμένα·" οἷς εἰ ἐπιμίσγεταί τις, πάντη τε καὶ πάντως καταμιανθήσεται. γέγραπται γὰρ "Ὁ ἁπτόμενος πίσσης μολυνθήσεται." ἐξὸν οὖν ἄρα καρποφορεῖν νοητῶς ἐν Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τίς ἂν γένοιτο λόγος τοῦ θέλειν ἑτέραις οἱονείπως συνάπτεσθαι, καὶ κοινωνεῖν βεβήλοις συναγωγαῖς, καὶ καταθήγειν ἐφ' ἑαυτοῖς τὸν τῶν ὅλων Θεόν;» (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις Ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν προφήτην Ὠσηέ).

«Πολλήν τινα καὶ ὑπερβάλλουσαν τήν τε πρὸς ἀλλήλους καὶ τὴν πρὸς τὰς θείας Γραφὰς διαφωνίαν τῶν πολλῶν ἐθεώρουν· καὶ τὸ φρικωδέστατον, αὐτοὺς τοὺς προεστῶτας αὐτῆς ἐν τοσαύτῃ μὲν τῇ πρὸς ἀλλήλους διαφορᾷ γνώμης τε καὶ δόξης καθεστῶτας, τοσαύτῃ δὲ τῇ πρὸς τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐναντιότητι χρωμένους, καὶ διασπῶντας μὲν ἀνηλεῶς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἐκταράσσοντας δὲ ἀφειδῶς τὸ ποίμνιον αὐτοῦ, ὡς καὶ ἐν αὐτοῖς πληροῦσθαι νῦν, εἴπερ ποτὲ, τῶν Ἀνομοίων ἐπιφυέντων τὸ ὅτι, Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα, τοῦ ἀποσπᾷν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Μ. Βασιλείου,  Περὶ κρίματος Θεοῦ).