Eις τον Iέρωνα.
Ὢ πῶς, Ἱέρων οὐδὲν ἐξ εὐτολμίας
Ἄτολμον εἶδεν, οὐδ’ ἀγενὲς πρὸς ξίφος!
Eις τους τριακονταδύω.
Διὰ ξίφους ἀνεῖλον ἄνδρας τρὶς δέκα,
Ἄνδρες πονηροί, καὶ μίαν ξυνωρίδα.
Ουδ’ ἔλαθ’ ἑβδομάτῃ Ἱέρων ξίφει αὐχένα τμηθείς.
Τα ονόματα των Αγίων Ματρύρων είναι: Ιέρων, Νίκανδρος, Ησύχιος, Βαράχος (ή Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ή Ξανθιάς), Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ή Ουστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και άλλος Ιέρων.
Ο πρώτος απ’ αυτούς, ο Ιέρων, ήταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του πέθανε γρήγορα και την ανατροφή του, καθώς και των δύο αδελφών του, Ματρωνιανού και Αντωνίου, ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ’ όλο που ο Ιέρων πήρε αρκετή μόρφωση, ασχολήθηκε με το γεωργικό επάγγελμα. Οι ειδωλολάτρες τέτοιες ενασχολήσεις τις θεωρούσαν υποτιμητικές. Αλλά οι χριστιανοί ήξεραν ότι ο Χριστός δεν απαξίωσε τον ιδρώτα του ταπεινού εργάτη. Και ότι κάθε τίμια εργασία είναι αρετή και μόνο η αργία, πού φέρνει την αμαρτία, αποτελεί για τον άνθρωπο στίγμα. Άλλωστε, ο θεόπνευστος λόγος της Αγίας Γραφής περιγράφοντας τη ζωή των Αποστόλων και κατ’ επέκτασιν, όλων των χριστιανών, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίοις χερσί» (Α’ προς Κορινθίους, δ’ 12). Κοπιάζουμε, δηλαδή, εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια.
Όταν επί Διοκλητιανού άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Αγρικόλας συνέλαβε τον Ιέρωνα με την κατηγορία ότι τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές περιφερόταν και κήρυττε το Χριστό στους εργάτες, με αποτέλεσμα να αποσπάσει πολλούς από την ειδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οι δύο αδελφοί του και τριάντα ακόμα συνεργάτες του στη διακονία του Ευαγγελίου. Αφού φυλακίστηκαν και φρικτά βασανίστηκαν, τελικά ο έπαρχος Αγρικόλας τους αποκεφάλισε έξω από την πόλη Μελιτινή.
Λιγότερα (-)
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόροι ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε τριάδα τὴν Ὑπερούσιον δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς κατεφαίδρυνε, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν· Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἱέρων ὁ ἔνδοξος, καὶ σὺν αὐτῷ ὁ χορός, Μαρτύρων ὁ ἔνθεος, τῆς ἀθεΐας πυράν, τοῖς αἵμασι σβέσαντες, τὰς διαιωνιζούσας, ἀπολαύσεις κληροῦνται, καὶ τοὺς τῶν ἀσθενούντων, ἰατρεύουσι πόνους· Αὐτῶν Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.