Περὶ ἁμαρτίας καὶ ἐξομολογήσεως

 


Λόγος 24ος, “Περὶ ἁμαρτίας καὶ ἐξομολογήσεως” (Παράγραφοι 51-59)

  1. Ὅταν λοιπὸν διαπράξεις ἁμαρτία, μὴν περιμένεις τὴν ἐκ μέρους ἄλλου κατηγορία, ἀλλὰ πρὶν νὰ κατηγορηθεῖς κατηγόρησε ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου γιὰ τίς πράξεις σου. Διότι ἐὰν ἄλλος σὲ ἐλέγξει, τότε τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς σου ἐξομολογήσεως, ἀλλὰ ἡ διόρθωση ἐπέρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κατηγορίας ἐκείνου. Ἐξομολόγηση δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν ἄλλων, ἀλλὰ πρῶτοι ἐμεὶς νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτὸ μας καὶ νὰ μὴν περιμένουμε τὸν ἔλεγχο ἐκ μέρους ἄλλων. Διότι ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἄρνηση (τότε ποὺ ἀρνήθηκε πὼς γνωρίζει τὸν Κύριο), ἐπειδὴ ἀμέσως ἀναγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν κατηγορήσει, καὶ τὸ ἔγκλημά του ὁμολόγησε καὶ πικρὰ ἔκλαψε, τόσο τέλεια καθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἄρνησή του, ὥστε ἔγινε πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
  2. Ἐὰν δηλαδὴ ὁ Ἱερέας ἔλαβε ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες διαπράττουμε πρὸς τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἀπαλλάξει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τίς ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες κάνουμε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἄρχων εἶναι καὶ ὁ Ἱερέας καὶ μάλιστα ἄρχων περισσότερο σεβαστὸς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιά. Διότι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ τοῦ βασιλιὰ τὴν ὑπέταξαν στὰ χέρια τοῦ Ἱερέα. Καὶ ὅταν παραστεὶ ἀνάγκη γιὰ νὰ ζητηθεῖ ἡ Βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς καταφεύγει πρὸς τὸν Ἱερέα καὶ ὄχι ὁ Ἱερέας πρὸς τὸν βασιλιά.
  3. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν κατέβασε Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ τοὺς κάνει διδασκάλους τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐπιτιμοὺν (γιὰ νὰ μὴ μᾶς κάνουν παρατηρήσεις) συχνότερα καὶ αὐστηρότερα οἱ Ἄγγελοι, λόγῳ τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους φύσεως καὶ λόγῳ τῶν ἀδυναμιὼν τίς ὁποῖες ἔχουμε ἐμεὶς ὡς ἄνθρωποι. Ἀντὶ τῶν Ἀγγέλων μᾶς ἔδωσε ὡς διδασκάλους καὶ Ἱερεῖς ἀνθρώπους θνητούς, ἔχοντας τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὥστε ὁ κίνδυνος νὰ ὑποπέσουν καὶ αὐτοὶ στὰ ἴδια σφάλματα νὰ συγκρατεῖ τὴ γλῶσσα καὶ τὴ δικιά τους, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ μὴν ἐλέγχουν τοὺς ἄλλους αὐστηρότερα ἀπὸ ὅσο πρέπει.
  4. Γιὰ ποιόν λόγο τὰ εἴπα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ μὴν λέτε ὅτι «ἐσὺ ἐπειδὴ δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἐπειδὴ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ πόνο ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐπιτίμηση τοῦ Ἱερέα, μὲ μεγαλύτερη τόλμη προξενεῖς σὲ ἐμᾶς (στὴν ψυχή μας) πληγή». Πρῶτος ὅμως αἰσθάνομαι ἐγὼ τὸν πόνο, διότι καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ὑπόκειμαι στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τίς πράξεις μας» (Σοφία Σειράχ, 8, 5) καὶ «ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά;» (Παροιμίες Σολομῶντος, 20, 9).
  5. Ὥστε δὲν σᾶς ἐλέγχω ἐπειδὴ μοῦ ἀρέσει νὰ ἐπικρίνω τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, οὔτε κινούμενος ἀπὸ ἀπανθρωπιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον μου γιὰ σᾶς. Διότι ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ τοὺς γιατροὺς οἱ ὁποῖοι θεραπεύουν τὰ σώματα, ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος προξενεῖ τὴν πληγή, τίποτα δὲν αἰσθάνεται ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὁ μόνος ὁ ὁποῖος σπαράσσεται ἀπὸ τὸν πόνο εἶναι ὁ ὑφιστάμενος τὴν ἐγχείρηση. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τοὺς Πνευματικοὺς (Ἱερεῖς Ἐξομολόγους), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀποστολὴ νὰ θεραπεύουν τὰ ψυχικὰ τραύματα, δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἐκτὸς βεβαίως ἐὰν κάνω λάθος, κρίνοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου τὸ τί συμβαίνει στοὺς ἄλλους Πνευματικούς. Πρῶτος ὑποφέρει ψυχικὰ ὁ Πνευματικός, ὅταν ἐπιτιμᾷ τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Διότι δὲν πονάμε τόσο πολὺ ὅταν ἐλεγχόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅσο ὑποφέρουμε ὅταν ἐλέγχουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τίς ἁμαρτίες τους, γιὰ τίς ὁποῖες ἐμεὶς εἴμαστε ὑπεύθυνοι.
  6. Θέλετε νὰ μάθετε πόσο σπουδαῖο κατόρθωμα εἶναι τὸ νὰ θυμάται κανεὶς τὰ ἁμαρτήματά του; Ὅταν πρόκειται νὰ δαπανήσουμε χρήματα, ἀφοῦ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, προτοῦ νὰ τὰ διαθέσουμε γιὰ κάποια ἀγορὰ ἢ νὰ τὰ μεταχειριστοῦμε γιὰ κάποια δημόσια ἢ ἰδιωτικὴ συναλλαγή, ἀφοῦ καλέσουμε τὸν διαχειριστή μας ζητάμε λογαριασμὸ γιὰ ὅσα δαπανήθηκαν προηγουμένως, γιὰ νὰ δοῦμε τί δαπανήθηκε κακῶς καὶ τί ξοδεύθηκε καλῶς, καὶ ἐπίσης πόσο ὑπόλοιπο ἔχει μείνει. Καὶ ἂν δοῦμε ὅτι τὸ περίσσευμα εἶναι μικρό, προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ βροῦμε τρόπο κέρδους, μὴν τυχὸν καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα.
  7. Αὐτὸ λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τίς πράξεις μας, καὶ ἀφοῦ ἐξετάσουμε τὴ συνείδησή μας, ἂς συζητήσουμε μαζί της περὶ τῶν λόγων μας (γιὰ τὸ τί λόγια ἔχουμε πεῖ), περὶ τῶν πράξεών μας, περὶ τῶν σκέψεών μας, ἀς ἐξετάσουμε τί δαπανήθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὀρθῶς (γιὰ τὸ καλὸ) καὶ τί ξοδεύτηκε πρὸς βλάβη δική μας, ποιός λόγος μας σπαταλήθηκε γιὰ ὀνειδισμοὺς (γιὰ νὰ χλευάσουμε τοὺς ἄλλους), γιὰ αἰσχρολογίες, γιὰ ὕβρεις, ποιά σκέψη κίνησε τὸν ὀφθαλμό μας σὲ ἀκολασία, ποιός λόγος μας ἔγινε πράξη ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἀπὸ τὴ γλῶσσα μας ἢ καὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα μας ἀκόμα πρὸς δική μας ζημιὰ (δηλαδὴ ποιά ἄσχημα λόγια ποὺ εἴπαμε μᾶς ὁδήγησαν σὲ ἄσχημες πράξεις). Καὶ ἀς φροντίσουμε νὰ σταματήσουμε κάθε ἄσκοπη δαπάνη, ἀντὶ δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δαπανήσαμε γιὰ τὸ κακὸ (π.χ. ἀντὶ τῶν κακὼν λόγων μας, τῶν κακῶν πράξεών μας, κλπ.), γιὰ νὰ ἀποκομίσουμε κάποιο ἄλλο (καλὸ) κέρδος, τώρα νὰ δαπανήσουμε ὅλα ὅσα πρέπει γιὰ τὸ καλό, νὰ προσφέρουμε εὐχὲς ἀντὶ νὰ λέμε τὰ ἄσχημα καὶ περιττὰ καὶ ἄσκοπα λόγια ποὺ λέγαμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες καὶ νηστεῖες ἀντὶ νὰ κινοῦμε σὲ ἀκολασία τὰ βλέμματά μας.
  8. Διότι ἐὰν πρόκειται νὰ ξοδεύουμε ἀσκόπως (νὰ ἁμαρτάνουμε δηλαδὴ), ἐὰν πρόκειται νὰ μὴν ἀποταμιεύουμε οὔτε νὰ ἀποθησαυρίζουμε κανένα ἀγαθὸ ἔργο πρὸς ὠφέλειά μας, τότε ἀφοῦ περιέλθουμε στὴν μεγαλύτερη πείνα (στὴν ψυχικὴ πείνα), χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, θὰ στείλουμε οἱ ἴδιοι τὴν ψυχή μας στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ εἶναι ἀσύγκριτα καλύτερο νὰ ἀνταλλάξουμε τὴν πρόσκαιρη κατάνυξη καὶ τὸν ὀδυρμὸ (τίς θλίψεις δηλαδὴ ποὺ θὰ μᾶς βροὺν στὴ ζωὴ αὐτή, κάνοντας τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ), μὲ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη Θεία ἡδονή, παρὰ νὰ περάσουμε γελῶντες (καλοπερνῶντας καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴ Σωτηρία μας) τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀπέλθουμε ἐκεῖ, ὅπου θὰ κολασθοῦμε αἰώνια!
  9. Ἐὰν ὁ Παῦλος, ὁ τόσο μεγάλος καὶ τόσο σπουδαῖος, ὁ ὁποῖος διέτρεξε τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη σὰ νὰ εἶχε φτερά, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ἀνώτερος τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσει τὰ ἄρρητα (ἀνεκδιήγητα) ἐκείνα λόγια (ὅταν ἐνῶ ἀκόμα βρισκόταν στὴ ζωὴ αὐτή, ὁ Κύριος τὸν μετέφερε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ θαυμάσει τὰ Μεγαλεῖα Του), λόγια τά ὁποῖα μέχρι σήμερα κανεὶς ἄλλος δὲν ἄκουσε, ἐὰν λοιπὸν αὐτὸς ὅταν ἔγραφε ἔλεγε «ταλαιπωρὼ τὸ σώμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, μήπως ἐγὼ ὁ ὁποῖος κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ ἔλαβα τὰ βραβεία, ἀποδειχθῶ ἀνάξιος βραβείου» (Α’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, 9, 27), τί μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐμείς, οἱ ὁποῖοι σηκώνουμε τὸ βάρος τόσων ἁμαρτημάτων καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἐπιδεικνύουμε τόση ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ αὐτά; Μήπως ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔχει ποτὲ διακοπή; Πάντοτε πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ ξύπνιοι καὶ οὐδέποτε νὰ μένουμε ἥσυχοι, διότι δὲν εἶναι ὁρισμένος (δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς) ὁ χρόνος τῆς ἐναντίον μας ἐπιθέσεως, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν διάβολο.
Πηγή