ΜH XANEIΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ! Τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος

ΜH XANEIΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ!

«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι,
ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν,
ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15-16)

                    

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁ­γίου Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ. Καὶ στὴν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἡ ἁγία μας Ἐκ­κλησία ὥρισε νὰ διαβάζεται μία περικοπὴ ἀ­πὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, τὴν ὁποία μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος στὴν ἐκκλησία τῶν Ἐφεσίων καὶ δι᾽ αὐ­τῆς πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἐκεῖ, μεταξὺ ἄλλων, λέει· «Βλέπετε πῶς ἀ­κριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σο­φοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡ­μέ­ραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,15). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς δώσουμε μία σύντομη ἑρμηνεία βο­η­θούμενοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.
* * *
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἑξῆς. Στὸν κόσμο αὐτὸν οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε «σὰν πρόβα­τα ἀνάμεσα σὲ λύκους» (Ματθ. 10,16). Νὰ προσέχουμε λοι­πόν, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, νὰ μὴν τοὺς δίνουμε ἀφορμὴ γιὰ ἔχθρα καὶ μῖσος. Μόνο σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως νὰ εἴ­μαστε ἀνυποχώρητοι· στὰ ἄλλα ἂς εἴμαστε εἰ­ρηνικοὶ καὶ ἄκακοι. Αὐτὸ εἶνε γνώρισμα τῆς φρο­νι­μάδας τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔτσι θὰ συμ­περιφέρων­ται ὄχι «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί».
Νὰ ζοῦμε, συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν». Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶνε ἕνα πολύτιμο πρᾶγμα. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «χρόνου φείδου». Καὶ σήμερα ἀκοῦμε ὅτι «ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα». Ὅπως δηλαδὴ τὸ χρῆμα τὸ φυ­λᾷς καὶ δὲν τὸ σπαταλᾷς, ἔτσι νὰ βλέπῃς καὶ τὸ χρόνο. Ὁ χρόνος εἶνε τάλαντο. Ὅ­πως τὰ τάλαν­τα, κατὰ τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Κυ­ρίου (βλ. Ματθ. 25,14-30), ὀ­φείλουμε νὰ τὰ ἀξιοποιοῦμε καὶ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα, ἔτσι νὰ κάνουμε καὶ συνε­­τὴ χρῆσι τοῦ χρόνου ποὺ διαθέτουμε.
Ὁ Θεὸς εἶνε αἰώνιος, ἄχρονος, ἐκτὸς χρόνου. Ἐμεῖς ζοῦμε ἐν χρόνῳ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, ὡς «ξένοι» «πάροικοι» καὶ «παρε­πίδη­­μοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,13. Α΄ Πέτρ. 1,1· 2,11). Ὅσα χρόνια καὶ ἂν ζήσουμε, ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶνε μιὰ σταγόνα ἐμπρὸς στὸν ὠκεανὸ τῆς αἰωνιότη­τος. Κάθε στιγμὴ ὅ­μως τῆς ζωῆς μας, αὐτὸς ὁ λίγος χρόνος, ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἀπὸ τὴν ἡ­μέρα τῆς γεννήσεώς μας ὣς τὰ βαθειὰ γεράματα, τὸ διάστημα αὐ­τὸ δὲν εἶνε δικό μας· μᾶς δόθηκε γιὰ ἕνα σκοπό. Ἂν ζήσουμε ὄχι μὲ ἔ­χθρες καὶ μίση, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, τότε «ἐξαγοράζουμε τὸν και­ρόν». Ὅ,τι καὶ ἂν ἀπαιτηθῇ λοιπόν, ἂς τὸ θυσιά­σουμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ κρατήσουμε τὴν πίστι.
Ἀκοῦμε, ὅτι ἕνας πλούσιος, βλέποντας κακοποιοὺς νὰ ἔρχων­ται νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἔδωσε ὅ,τι εἶχε καὶ γλύτωσε. Αὐτός, λέμε, ἐξα­γόρασε τὴ ζωή του μὲ τὰ πλούτη του. Κ᾽ ἐμεῖς ἀξίζει νὰ δώσου­με ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας γιὰ νὰ γλυτώσουμε τὸ μέγα κεφάλαιο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσουμε μ᾽ αὐ­τὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας, διότι «αἱ ἡ­μέ­ραι πονηραί εἰσι». Δὲν φταῖνε βεβαίως οἱ ἡμέρες αὐτὲς καθεαυτές, τὸ φῶς – οἱ ὧρες – τὰ λεπτά τους· φταῖνε οἱ κακοὶ ἄν­θρωποι ποὺ γεμίζουν τὶς ἡμέρες μὲ πονηρὰ ἔργα, καὶ ἔτσι λέμε ὅτι «οἱ ἡμέρες εἶνε πονηρές».
Ὡς πρὸς τὰ ἐπίγεια, τὰ καλύτερα χρόνια τῆς ζωῆς εἶ­νε γιὰ μὲν τὰ παιδιὰ καιρὸς μαθήσεως, γιὰ τοὺς νέους καιρὸς ἡρωικῶν πράξεων, γιὰ δὲ τοὺς ὡρίμους ἄντρες καὶ γυναῖ­κες καιρὸς γά­μου καὶ τεκνογονίας. Κατόπιν οἱ εὐκαιρίες αὐ­τὲς τελειώνουν· δὲν βλέπεις γέροντες οὔτε στὰ σχολεῖα οὔτε στὸ στρατὸ οὔτε στὸ γάμο, γιατὶ ὁ χρόνος πέρασε πλέον.
Ἔτσι, καὶ πολὺ περισσότερο, στὰ μέλλον­τα καὶ οὐράνια. Λένε γιὰ τὸν Τίτο, αὐτοκράτορα τῆς ῾Ρώμης, ὅτι ἦταν ὀπαδὸς τοῦ φι­λοσόφου Πυθαγόρα, ποὺ ὑποχρέωνε τοὺς μαθητάς του κάθε βράδυ νὰ ἐξετάζουν τί ἔκαναν τὴν ἡ­μέ­ρα. Καὶ ὁ Τίτος, ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν ἔκανε κάτι ἀξιόλογο, ἔλε­γε· Ἀλλοίμονο, ἔχασα τὸν καιρό μου! Καὶ στὴ δική μας πνευματικὴ ζωὴ πόσος χαμένος καιρὸς ὑπάρχει!
Πῶς ἐξαγοράζεται – πῶς κερδίζεται ὁ καιρός; Ὅ­ταν δὲν διαφεύγῃ μὲ ἀμέλεια καὶ ἀργία, ἀλ­λὰ δι­­ατίθεται γιὰ κοπιώδη ἐσωτερικὴ ἐργασία, λεπτομε­ρῆ αὐτοεξέτασι, ἐ­πιμελῆ ἄσκησι, ἀκρι­βῆ τήρη­σι τῶν θείων ἐν­τολῶν, ἐκρίζωσι τῶν πα­­θῶν, καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, μόρφωσι κα­τὰ Χριστόν. Ὅταν ὁ πιστὸς ἐκμεταλλεύεται τὸν καιρό, μπορεῖ νὰ ἐλπίζῃ στὸ αἰώνιο μέλλον.

* * *
Ἕνας ἄνθρωπος προετοιμασμένος γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἦταν, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτὸς «ἐξηγοράσατο» – ἐκμεταλλεύθηκε τὸ χρόνο του.
Πῶς ἔζησε; Ἦταν ὀ­λιγογράμματος, ἔβοσκε πρόβατα, ἀλλ᾽ ἄνθρωπος μεγάλης ἀ­γάπης, ἐ­λεήμων καὶ φιλόξενος. Ἦταν ἔγγαμος καὶ μὲ τὴ γυναῖκα του ἀπέκτησαν μιὰ θυγατέρα, τὴν Εἰρήνη· ἀλλ᾽ ἔπειτα πέθαναν καὶ ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη του. Ζοῦσε ἐνάρετα, ἁπλᾶ καὶ ταπεινά. Συμ­περιφερόταν μὲ πραότητα καὶ ἀγαθότητα. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι. Ἔτσι, ὅταν κενώ­θηκε ὁ θρόνος τῆς Τριμυθοῦντος, μιᾶς μικρῆς πόλεως κοντὰ στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, τὸν ἐξέλεξαν παμψηφεὶ ἐπίσκοπό της.
Ὡς ἐπίσκοπος δὲν ἄλλαξε τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς. Εἶχε δὲ τόση παρρησία στὸ Θεό, ὥστε ἔκανε θαύματα μεγάλα.
Κάποτε π.χ., γιὰ νὰ βοηθήσῃ ἕνα φτωχὸ κ᾽ ἐ­­πει­δὴ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε δραχμὴ στὴ τσέπη, μόλις εἶδε ἐκεῖ κοντὰ ἕνα φίδι νὰ κινῆται, ἔκανε τὸ φίδι χρυσό ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐ­μεῖς πιστεύουμε―, κι ἀφοῦ ὁ φτωχὸς ἐξ­υπηρε­τήθηκε ἐπανέφερε τὸ χρυσάφι σὲ φίδι ζων­τα­νό, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ ὁ ἄνθρωπος σὲ πλεονε­ξία καὶ φιλαργυρία, ποὺ εἶνε τὰ χειρότερα κακά.
Πάλεψε ὅμως καὶ μ᾽ ἕνα ἄλλο τρομερὸ φίδι, μὲ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος δὲν πίστευε στὴν ἁγία Τριάδα καὶ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἄχρονος ὅπως ὁ οὐράνιος Πατήρ. Συν­ῆλθε ἡ Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαζεύτηκαν ἐκεῖ 318 πατέρες ἀπ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος μὲ θαῦμα ἀπέδειξε πῶς μποροῦν τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος νὰ εἶνε μία φύσις. Τί ἔκανε· πῆρε στὰ χέρια του ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ πάνω ἡ φωτιὰ ποὺ τὸ εἶχε ψήσει, «καὶ τοῦ Υἱοῦ» κ᾽ ἔφυγε πρὸς τὰ κάτω τὸ νερὸ ποὺ τὸ εἶχε ζυμώσει, «καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» κ᾽ ἔμεινε στὸ χέρι του τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε γίνει. Ἔτσι συνετέλεσε καὶ αὐτὸς στὴν σύνταξι τοῦ «Πιστεύω» ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορά.
Μετὰ τὴν κοίμησί του τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὴν Κωνσταντινούπολι (τὸν 7ο αἰῶνα) καὶ τελικὰ στὴν Κέρκυρα (τὸν 15ο αἰῶνα), ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα.
* * *
Αὐτός, ἀγαπητοί μου, ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων. Ἔζησε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ κατὰ τὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς διδάσκει νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐ­μεῖς ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, «ἐξαγο­ραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Μὴ χάνετε καιρό! μᾶς φωνάζει. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶνε χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνι­ότητα. Κι αὐτὴ ἡ προετοιμασία ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὴ μετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια.
Σὲ λίγο ἔρχονται Χριστούγεννα, ἀ­κούγεται τὸ «Χριστὸς γεν­νᾶται…» (ᾠδ. α΄). Ἂς ἑ­τοιμαστοῦ­με γιὰ θεία κοι­νω­νία. Καὶ ἡ ἑ­τοιμασία εἶνε νὰ ἐξ­ομολογηθοῦ­με τὰ ἁμαρτήμα­τά μας. Στὸ ζήτη­μα αὐτὸ δυσ­τυχῶς εἴμαστε πίσω. Εἶνε ἀμφίβολο ἂν στοὺς δέκα ἕνας ἐξομολο­γῆται· οἱ ἄλ­λοι πῶς θὰ κοι­νω­νήσουν; Ἂς τρέξουμε λοιπὸν νὰ λουστοῦ­με, νὰ καθαριστοῦμε. Τὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, ὅσο πᾶνε, γίνονται σκληρότερα, ἁ­μαρτωλότερα. Βρισκόμαστε σὲ καιροὺς ἀποκαλυπτικούς. Τὸ κακὸ αὐ­ξάνει. Οἱ Χριστιανοί, ὅπως εἴπαμε, εἶνε «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16). Εἶνε λίγοι. Γίνεται μάχη μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Κατὰ τὴν Ἀποκάλυ­ψι θὰ πέσῃ κόσκινο. Οἱ πολλοὶ ἐ­πηρεάζονται, ξεμυαλίζονται, ἀπομακρύνον­ται. Ἔντυπα, ῥαδι­οφωνικοὶ καὶ τηλεοπτικοὶ στα­θμοί, νυχτερινὰ κέντρα, ἀθέμιτες ἀπολαύ­σεις, κρεοφαγία ἀκό­­ρεστη, ἀλκοόλ, κάπνισμα, ναρκωτι­κὰ προκαλοῦν φθορά. Οἱ ἄνθρωποι ξοδεύουν τὰ χρήματά τους στὸ διάβολο. Κι ὅσοι ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, τί τὸ ὄφελος; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς παν­τρεμένους εἶστε δολοφόνοι, σκοτώνετε παιδιά· γι᾽ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔθνος. Ἕνας Ἕλληνας πε­­θαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ δὲ γεννιέται ἄλ­λος· μισὸς γεννιέται. Στὴν Τουρκία ἕνας Τοῦρ­κος πεθαίνει τὸ πρωὶ καὶ ὣς τὸ βράδυ γεννιοῦνται δώδεκα! Νὰ μετανοήσουμε λοιπόν.
Τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων θὰ γίνῃ ἔρανος γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἂς ἐλεήσουμε. «Ὁ ἐλεῶν, λέει, πτωχόν, δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. 19,17).
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους νὰ ἑ­ορτάσουμε τὶς ἅγιες ἡμέρες ποὺ ἔρχονται ὅ­πως θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός, «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμέ­νον» (Ἀπ. 5,6)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Στεφάνου – Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 12-12-1993