“καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν” (Λουκ. 19,2)
“Αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς· δὲν μποροῦσε ὅμως ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καὶ γιατὶ ἦταν μικρόσωμος”
Υπάρχει μια ξεχωριστή λεπτομέρεια σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα περιστατικά της επί γης ζωής και δράσης του Χριστού, που είναι η συνάντησή Του με τον αρχιτελώνη της Ιεριχούς Ζακχαίο.
Πλήθος πολύ συνόδευε τον Χριστό, με αποτέλεσμα ο Ζακχαίος, που ήταν μικρόσωμος, να μην μπορεί να Τον δει, καθώς περνούσε. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Ζακχαίος ανέβηκε πάνω στην συκομορέα, αδιαφορώντας για τις ειρωνείες και τη γελοιοποίηση που τον ανέμενε από το πλήθος, το οποίο δεν είχε και κάποιον λόγο για να τον συμπαθεί λόγω της επιλογής του να είναι ο επικεφαλής των μισητών τελωνών, των φοροειπρακτόρων της εποχής, που έκλεβαν και αδικούσαν τους ανθρώπους. Ο Χριστός τον είδε, πήγε στο σπίτι του και εκεί ο Ζακχαίος διακήρυξε την έμπρακτη μετάνοια για τη ζωή του, λαμβάνοντας από τον Χριστό την άφεση των αμαρτιών. Δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο ο Χριστός, για να αλλάξει ο Ζακχαίος. Εκείνος, ακούγοντας ότι έρχεται, έχοντας μάθει τη ζωή και τη διδασκαλία Του και βλέποντάς Τον από το δέντρο έλαβε την απόφαση και την επιβεβαίωσε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει χωρις μετάνοια. Άλλαξε λοιπόν ριζικά, σώζοντας και τους οικείους του με την μετάνοια.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τον Χριστό Τον ακολουθούσε πλήθος πολύ, και όμως ένας σώθηκε, τουλάχιστον τότε. Αυτός που ήταν ο δεδηλωμένα αμαρτωλός. Δεν άκουσε κήρυγμα μετανοίας από τον Χριστό. Στην πραγματικότητα, δεν άκουσε κανένα κήρυγμα. Μόνο τον είδε. Δεν τον κατακεραύνωσε ο Χριστός για τη ζωή του. Εισήλθε στο σπίτι Του και έφαγε μαζί Του. Δεν έκανε τον κριτή της ζωής του Ζακχαίου. Τους μόνους που κατέκρινε ήταν όσους κατέκριναν τους άλλους και οι οποίοι έσπευσαν να γογγύσουν διότι ο Χριστός μπήκε στο σπίτι ενός αμαρτωλού, ενός αξιοκατάκριτου και κοινωνικά περιθωριοποιημένου, ο οποίος ήταν συνεργάτης των Ρωμαίων και, την ίδια στιγμή, εκμεταλλευτής του λαού. Οι πολλοί δεν γνωρίζουμε αν σώθηκαν. Ο ένας έγινε άγιος, όπως γνωρίζουμε από την μετέπειτα ζωή του αποστόλου Ζακχαίου.
Ήταν μόδα ο Χριστός εκείνα τα τρία χρόνια που δίδαξε επί γης. Όλοι έσπευδαν να Τον ακολουθήσουν, να Τον ακούσουν, ζητούσαν να Τον φιλοξενήσουν, ένιωθαν ότι η ζωή είχε ενδιαφέρον κοντά Του. Προφανώς και μπορεί να είχαν αναζητήσεις ή να γοητεύονταν από τον λόγο ενός προσώπου ξεχωριστού, που έδειχνε ότι ήταν απεσταλμένος εξ ουρανού, ένας νέος προφήτης. Και ήταν μόδα οι προφήτες. Μπορεί κάποιοι να τους μισούσαν. Τα λόγια τους όμως άγγιζαν τον λαό. Η θρησκευτική ηγεσία και οι κατακτητές δεν τους ήθελαν, για προφανείς λόγους. Όμως η μόδα αυτή κρατούσε τον λαό στην πίστη, χωρίς απαραίτητα να αλλάζει τη ζωή των πολλών.
Μόδα ήταν και η Εκκλησία για αιώνες. Στον άνθρωπο που έχει ανάγκη τη θρησκευτικότητα, είτε ως παράδοση, ήθη, έθιμα είτε ως παρηγοριά για την μεταθανάτια πραγματικότητα είτε ως ηθική βάση για να συγκρατιέται η κοινωνία η Εκκλησία υπήρξε μόδα ισχυρή. Ήταν και το καταφύγιο του “ανήκειν”. Δεν γνωρίζουμε πόσοι στην πραγματικότητα ένιωθαν τη ζωή τους να αλλάζει από την πίστη. Γνωρίζουμε όμως ότι επειδή είναι τρία τα κίνητρα της πίστης, ο φόβος, ο μισθός και η αγάπη, ο Χριστός δεν απορρίπτει κανέναν. Ούτε εκείνους που πιστεύουν διότι φοβούνται την κόλαση, ούτε εκείνους που πιστεύουν διότι θέλουν ανταμοιβή για τα καλά τους έργα, αλλά θα ήθελε να κάνουμε πράξη τον λόγο για τον οποίο Εκείνος έγινε άνθρωπος: να γίνουμε παιδιά Του, διαλέγοντας την οδό της αγάπης τόσο προς Εκείνον όσο και προς τον πλησίον. Η μόδα όμως έχει έναν περιστασιακό χαρακτήρα, διότι οι εντυπώσεις περνούνε. Και τότε, όπως στα χρόνια του Χριστού, το “ωσαννά” γίνεται “σταύρωσον”.
Ο Ζακχαίος δεν έμεινε στις εντυπώσεις, αλλά βρήκε στον Χριστό την απάντηση για την βαθιά υπαρξιακή του ανησυχία, για την επίγνωση της αμαρτίας που τον συνείχε. Μπορεί να ζούσε αμαρτωλός και βουτηγμένος στα πάθη, τα οποία ήταν, το πιθανότερο, η φιλοχρηματία, η καλή ζωή, η παρουσία κοντά στους ισχυρούς του καιρού, η αίσθηση ότι μπορούσε να απολαύσει ό,τι ήθελε η καρδιά του και ό,τι επιθυμούσε, μέσα του όμως ένιωσε το βαθύ υπαρξιακό κενό της έλλειψης του Θεού, καθώς έβλεπε ότι τις εντολές του Θεού τις παραβίαζε. Ούτε ελεήμων ήταν, διότι κρατούσε τα πάντα για τον εαυτό του, ούτε δίκαιος, καθώς συκοφαντούσε για να κερδίσει χρήματα, παραβιάζοντας τον Δεκάλογο που ζητούσε από τον πιστό να μην καταθέσει ψευδή μαρτυρία κατά του πλησίον του. Η ανηθικότητά του τον έκανε να μην νιώθει καλά. Ήθελε όμως χρόνο. Ήθελε να δει το πρόσωπο του Χριστού για να ξεκινήσει από την αρχή βάζοντας μετάνοια στον Χριστό και αλλάζοντας ριζικά.
Σήμερα η Εκκλησία έπαψε να είναι μόδα για τους πολλούς. Ξαναγυρίζουμε, συνήθως με γοργούς ρυθμούς, στην εποχή που ο αληθινός χριστιανός θα αισθάνεται ένα μειοψηφικό στοιχείο στην κοινωνία, όπως τα πρώτα 300 χρόνια της εκκλησιαστικής ιστορίας. Μας ενοχλεί αυτό διότι είμαστε βολεμένοι στην εντύπωση της πλειοψηφίας. Μας ενοχλεί διότι στην πραγματικότητα δεν είμαστε χριστιανοί της προσωπικής μετάνοιας, της αγάπης, της ασκητικότητας, του μοιράσματος, αλλά χριστιανοί συσχηματισμένοι με τον κόσμο. Μας αρέσει να κρίνουμε και να κατακρίνουμε ανθρώπους, διότι μοιάζουμε με τις ηγεσίες των καιρών του Χριστού: διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το κριτήριο της αυθεντικής ζωής και δεν είμαστε σε θέση, με απλότητα και ταπείνωση, να ζήσουμε όπως ο Χριστός θέλει και μας ζητά. Επομένως, στο όνομα της πλειοψηφίας διεκδικούμε αλάθητα.
Ας ξαναδούμε την οντολογική αλλαγή του Ζακχαίου, αυτού που δεν ακολουθούσε την μόδα ως οπαδός, αλλά αναζητούσε την αλήθεια. Και έμπρακτα κι εμείς ας μετανοούμε, ώστε ο λόγος μας και η ζωή μας να γίνονται παράδειγμα. Δεν έχασε η Εκκλησία όταν δεν ήταν μόδα. Της δόθηκε η ευκαιρία, χωρίς θόρυβο, να χτίσει κοινότητες πιστών, ενωμένων, αγαπημένων, μετανοούντων, που μοίραζαν και μοιράζονταν. Και πέρασε διωγμούς, αλλά νίκησε. Ίσως φτάσαμε και πάλι σε τέτοιους καιρούς, που δεν πρέπει να μας απασχολεί η απόρριψη, όταν αυτή γίνεται για λάθος λόγους, αλλά να ανεβαίνουμε στο δέντρο που μας κάνει να βλέπουμε στο πλήθος τον Χριστό. Και το δέντρο είναι η Εκκλησία. Όχι των καθαρών, αλλά των μετανοούντων.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός