Ἡ Δύση ἔμαθε ἀπό τό χριστιανισμό ὅτι τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Παρά τίς φιλοσοφίες καί τίς πολιτικές πρακτικές του «θανάτου τοῦ ἀνθρώπου», ὁ χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο. Ἀλλά ἡ ἀνάσταση ἔχει λησμονηθεῖ, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῶν σωμάτων, «τῆς σαρκός», ὅλης τῆς σάρκας τῆς γῆς…
Ἀπό τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ὁ χριστιανισμός τῆς Δύσης τόνισε τή «μερική κρίση», ὡσάν τό πᾶν νά παιζόταν τή στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, ἔγινε μία θρησκεία τῆς «ψυχῆς» μέ τή στενή ἔννοια, τή δυϊστική, πού ἀντιτίθεται στό σῶμα, καί ὄχι θρησκεία τοῦ προσώπου στήν ὁλότητα τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Τό μυστήριο τοῦ Πάσχα, πού ἐγκαινιάζει τόν ὕψιστο σταθμό τῆς κοσμογένεσης, ἔχει χάσει σημασία καί σπουδαιότητα πρός ὄφελος τῶν «ἀξιομισθιῶν», πού «ἐκτήσατο ὑπέρ ἡμῶν» ὁ Ἐσταυρωμένος. Τονίστηκε ἰδιαίτερα ὁ Ἄνθρωπος τῶν πόνων, ἡ «ἱκανοποίηση» τῆς θυσίας του (σάν νά ἦταν ὁ χριστιανισμός θυσία γιά τό Θεό καί ὄχι θυσία τοῦ Θεοῦ). Οἱ λατινικοί ὁρισμοί τοῦ 14ου αἰώνα (τούς ὁποίους ἡ Μεταρρύθμιση θά σκληρύνει ἀκόμη, διακόσια χρόνια ὑστερότερα), βεβαιώνουν πώς, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ ἀτόμου, εὐθύς μετά τή «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται ὁριστικά, ριγμένες ἔτσι γιά πάντα στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλες προχωροῦν στή θέαση τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς μακαριότητας. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν κοινωνική καί δυναμική ἀντίληψη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, πού προσευχόταν (ὅπως κάνει καί σήμερα ἀκόμη στόν ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπέρ πάντων τῶν νεκρῶν, ἐννοώντας καί ἐκείνους πού βρίσκονται στόν Ἅδη, ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος προσμένουν καί προετοιμάζουν τήν ὁριστική καί παγκόσμια νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Μονάχα ἡ προσευχή, στή Δύση, ὑπέρ τῶν ψυχῶν τοῦ Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχεῖο ἀπ\’ αὐτή τήν ἀρχική δράση, ἀλλά μέ προσθῆκες ἐκτιμήσεων κάπως νομικῶν, ἔπειτα μέ ἀπαίτηση χρημάτων, πράγμα πού εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπόρριψή της ἀπό τή Μεταρρύθμιση.
Διαμέσου αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς σκέψεως, ἡ ἔμμονη σχεδόν θέαση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου προκάλεσε αὐτό πού ἕνας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ὁ Ζὰν Ντυβινιό, ὀνομάζει «τραυματισμό τῆς Δύσεως». Κατά τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ἔπειτα σέ μερικά ρεύματα τῆς Ἀντιμεταρρυθμίσεως, τό κήρυγμα μέ ἐπίκεντρο τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, ὁ πολλαπλασιασμός, στήν τέχνη, «τῶν μακάβριων χορῶν», ἔπειτα ἡ ἀλλόκοτη θεατροποίηση τῶν κηδειῶν, μιὰ θεολογία πού, ἐκτός ἀπ\’ τό Λούθηρο, φαίνεται ν’ ἀγνοεῖ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν νά μετατρέψουν τό χριστιανισμό σέ θρησκεία τῆς τραγωδίας καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς παρά σέ θρησκεία τῆς πασίχαρης ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, τά σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ’ ἀρχαῖα ἀγάλματα, μέ τή μαρμάρινη γύμνια, πού ξεθάβουν οἱ οὐμανιστές, ἀλλά ὁ χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στήν οὑμανιστική παιδεία χωρίς νά τήν ζωογονεῖ. Τότε, ἐπίσης, τά κινήματα τῆς εὐαγγελικῆς πτώχειας ξαναβρίσκουν στήν Ἀποκάλυψη τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπίγειας χιλιετοῦς βασιλείας γιά τούς ἀναστημένους δικαίους. Ἀλλ’ αὐτή ἡ βασιλεία δέν ὁδηγεῖ σέ μιὰ δημιουργική ἁγιότητα, ἀναγγέλλεται διά πυρός καί σιδήρου ἄσκοπων ἐξεγέρσεων, πού καταπνίγονται τό ἴδιο ἄσκοπα. Ὁ οὑμανισμός, οἱ οὐτοπίες μέ ὁρίζοντα καθαρά ἐπίγειο καταλήγουν σήμερα στή θέληση νά λησμονηθεῖ ὁ θάνατος.
Ἔτσι, ἡ Δύση κράτησε ἀπό τό χριστιανισμό τή βεβαιότητα γιά τό μοναδικό χαραχτήρα τοῦ προσώπου, ἤ, καλύτερα, τοῦ ἀτόμου, ἀλλ’ ὄχι τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἀρχαῖες ἀποκρίσεις στό αἴνιγμα τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράδεχτες γιά κεῖνον πού ξέρει πώς εἶναι μοναδικός. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαλυθεῖ στήν ἀπεραντοσύνη (διάλυση πού μαρτυροῦν ὅσοι πολιτισμοί ἀποτεφρώνουν τά πτώματα), σάν νά ἦταν τό ἄτομο ἕνα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στό μεγάλο παιγνίδι τοῦ σύμπαντος. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει κανείς στή μετεμψύχωση (transmigration) — πού μαρτυρεῖται ἀπό παλιά στίς λαϊκές παραδόσεις, στήν Εὐρώπη ἐπίσης — μετεμψύχωση, κατά τήν ὁποία, γιά τούς πνευματικούς τῆς Ἰνδίας κανείς δέν μετεμψυχώνεται, ὁριστικά, παρά μονάχα τό ἀπόλυτο, ὁ μοναδικός Ἑαυτός ὅλων τῶν ὑπάρξεων. Δέν μπορεῖ κανείς νά πεθάνει μέ τή φυσική εἰρήνη τῶν Ἀσιατῶν, καί μάλιστα ἐκείνων τῶν Ρώσων χωρικῶν, πού θαύμασαν ὁ Τολστόη καί ὁ Σολζενίτσυν. Γι’ αὐτό ὁ θάνατος ποτέ δέν ἦταν τόσο γυμνός, ἕνας θάνατος τόσο ὠμός, θά λέγαμε, καί συνεπῶς ἀκατανόητος. Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί σημαίνει τότε, πῶς νά σκεφθεῖ ὅτι κάποιος δέν ὑπάρχει πιά; Ὁ ἀκατανόητος καί ὠμός θάνατος, ἰδού ἡ καθαρή ἀγωνία, ἰδού ἡ κόλαση.
Ὅταν ὁ θάνατος ἔχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στόν ἡλικιωμένο. Ὅπως τό παιδί ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, ἔτσι κι αὐτός, ἀλλά πατέρας του δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ὁ Θεός. Τότε ὁ γέρος γίνεται ὅλος μνήμη καί ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐπιτρέπει ν\’ ἀποκρυπτογραφήσει τά πάντα στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα ὀπισθοχωροῦμε μέ τά νῶτα πρός τό θάνατο, πιστεύουμε πώς βοηθᾶμε τούς γέρους κάνοντάς τους νά μαϊμουδίζουν τούς νέους, ἀλλά οἱ γέροι δέν ἔχουν πιά τίποτα νά μᾶς ποῦν, τίποτα νά διηγηθοῦν στά παιδιά, δέν ἔχουν πιά μνήμη μιᾶς καί δέν ἔχουν πιά ἐλπίδα.
Τό 17ο αἰώνα, τόν καιρό τοῦ θριάμβου τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔκλειναν στά φρενοκομεῖα τούς «ἠλίθιους» καί τούς «ἀγαθιάρηδες», μάρτυρες τῆς εὔθραυστης φυσικῆς ὕπαρξης, μάρτυρες τῶν ἀβύσσων: ἄλλοτε ἀπό ἐνόχληση καί φρίκη, ἄλλοτε γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τή σοφία τους… Τόν «αἰῶνα τῶν φώτων», σκέπασαν τίς ὀστεοθῆκες πού ἔχασκαν μέσα στό Παρίσι καί μάζεψαν τά λείψανα σέ νεκροταφεῖα γύρω ἀπό τίς πόλεις, κάτω ἀπό τίς βαριές πλάκες τῆς οἰκογενειακῆς ματαιοδοξίας. Στήν ἐποχή μας, κλείνουν τούς γέρους σέ ἄσυλα ὑγιεινῆς, ἄν δέν τούς παρατοῦν νά φυτοζωοῦν καί νά πεθαίνουν ὁλομόναχοι. Ἔτσι τούς λησμονοῦν, γιά νά πείσουν καλύτερα τόν ἑαυτό τους πώς εἶναι ἀκόμη νέοι, μέσα στήν παχυλή βεβαιότητα ἑνός ἀτέλειωτου χρόνου. Ἐπίσης, oἱ βαριά ἄρρωστοι ἀφήνονται στήν ἐπιστημονική ἀπομόνωση τῶν νοσοκομείων, ὅπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι ἀπό καθετῆρες καί βελόνες, συχνά χωρίς αὐτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων ἐκείνη τήν προσευχή πού ὁδηγεῖ τήν ψυχή στούς δρόμους τοῦ ἀόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, γιά τόν ἑτοιμοθάνατο, ν\’ ἀφήσει στούς διπλανούς του μία λέξη πού ἔρχεται ἤδη ἀπό ἀλλοῦ καί πού τούς ἑτοιμάζει καί τούς ἴδιους σ’ αὐτό τό πέρασμα…
Ἔχουν τά πάντα εἰπωθεῖ γιά τή δόλια ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου στή σύγχρονη Δύση, καί τά πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα, φαίνεται, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου τά νεκροταφεῖα εἶναι συχνά ἐγκαταλελειμμένα καί εὔκολα καταστρέφονται γιά νά δώσουν τή θέση τους σέ στάδια: τόπο στή ζωή! Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μακιγιάρουν τούς νεκρούς γιά μιὰ στερνή τελετή — Keep smile ἀκόμη μία φορά —, τά νεκροταφεῖα ἁπλώνονται σέ μεγάλες πρασιές, ἀθῶες σάν λησμονιά. Σέ κάποιο καντόνι τῆς Ἐλβετίας, οἱ κάτοικοι, γιά νά ξεφύγουν τό ψυχολογικό σόκ τῆς τοποθετήσεως τοῦ νεκροῦ στό φέρετρο, μεταφέρουν τή σορό πάνω σέ φορεῖο, ὅπως ἕναν ἄρρωστο ἤ ἕναν πληγωμένο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τούς νεκρούς, μολονότι τό πρόσωπο μερικῶν νεκρῶν, εἰρηνικό καί ὄμορφο, θά μποροῦσε ν’ ἀνοίξει τά παιδικά μάτια στό μυστήριο. Δέν ξενυχτοῦν πιά τούς νεκρούς οὔτε λένε στούς βαριά ἀρρώστους πώς θά πεθάνουν σέ λίγο. Γιά νά τούς τό ἀνακοινώσουν, γιά νά ξενυχτήσουν, θάπρεπε νά ἤξεραν ν\’ ἀναλάβουν τόν ἄλλο μέσα στήν τρυφερότητα καί τήν προσευχή, στήν Ἐκκλησία. Παρουσιάζουν τήν ἀρρώστεια, τό θάνατο σάν τυχαῖα γεγονότα, πού δέν ἔχουν καμιά σημασία καί προπάντων τή σημασία πώς αὐτά θέτουν σέ ἀμφισβήτηση τήν ἐπάρκεια τοῦ κόσμου τούτου. Τά πάντα μένουν σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦν εἶναι νά ἐξαλείψουν τίς ἀρρώστειες, νά ἐπιβραδύνουν τό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καί πεθαίνουν, καί, ἐφ’ ὅσον τίποτα ἄλλο δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, οἱ ἐπιζῶντες δέν μποροῦν τίποτα νά σκεφθοῦν καί νά ποῦν. Ἡ βουβαμάρα τῶν νεκρῶν μᾶς προσβάλλει ὅλους. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν σέ διάφορες τεχνικές μεθόδους, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ «θεραπευτική μανία» εἶναι παράλογος παροξυσμός. Ἀλλ’ αὐτή ἡ μανία, ἄν δημιουργεῖ πρόβλημα, τοῦτο ὀφείλεται σέ οἰκονομικούς προπάντων λόγους.
Καί ἡ ἀγωνία φαρμακώνει τά πάντα, προκαλεῖ μία ἀληθινή πνευματική νεύρωση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου — μέ τή σημασία πού μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη, μ’ ἕναν τρόπο ὁλότελα θετικό, «γιά τόν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν» — ἀποταμιεύεται ἀντίστροφα σέ μιὰ νευρωτική κατανάλωση. Ἡ ψυχοσωματική ἰατρική γνωρίζει τή βουλιμία τῶν ἀγχοτικῶν. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας ἔχει προσβληθεῖ ἀπ’ αὐτή, βουλιμία γιά τροφή, γιά ἐντυπώσεις, γιά εἰκόνες, γιά ἤχους, καί μάλιστα γιά τέρψεις «πολιτιστικές». Σ’ αὐτή τή βουλιμία, ἀναφαίνεται, βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, γίνεται ἱστορική δομή τό «προπατορικό ἁμάρτημα», αὐτή ἡ ὑφαρπαγή πού ἀναδιπλώνεται στόν ἑαυτό της, ὥστε ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ 6ου αἰῶνα, νά ὁρίζει τή συμπεριφορά τοῦ Ἀδάμ σάν μίαν «ἄρνηση τῆς στερήσεως». Ἐπίσης, μπορεῖ κανείς νά ξεγελᾶ τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία μέ τήν προσμονή, λυρική ἤ βίαιη, μιᾶς τέλειας κοινωνίας…
Ἔτσι, ἀναπτύσσεται ὁ πολιτισμός τῶν ναρκομανῶν: χάπια εὐφορίας ἤ ἠρεμιστικά, τά ὁποῖα συνεχῶς αὐξάνει ἡ ἰατρική βιομηχανία, προβολή στούς ἄλλους, στούς ἐχθρούς, τούτης τῆς σκιᾶς πού μᾶς κυνηγάει καί στήν ὁποία οἱ ἀρχαϊκοί πολιτισμοί ἔβλεπαν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου εἰδώλου ἤ τῆς ψυχῆς. Καί οἱ μεγάλοι φόβοι καί τά μεγάλα θεωρητικά μίση τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἐρωτισμός, τά ναρκωτικά, μία κάποια χρήση τῆς μουσικῆς καί τῆς ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι ἐκστάσεως ξεριζωμένες ἀπ’ τό ἀρχικό τους περιβάλλον: Οἱ ἄνθρωποι θάθελαν νά δώσουν στή ζωή τέτοια ἔνταση πού νά μήν ὑπῆρχε πιά σ’ αὐτή οὔτε σκιά οὔτε θάνατος. Ὅμως ὁ θάνατος ἔχει πάντα τήν τελευταία λέξη. Τίποτα δέν τούς ἀφήνει τόσο μόνους, σέ μία παγερή μοναξιά, ὅσο ἕνας παροξυσμός. Ἀπομένει τό παιχνίδι μέ τήν αὐτοκτονία —τό ἀντίστροφο ἴσως μιᾶς καταφυγῆς σέ βοήθεια— ἤ, ἡ ἐπιθυμία νά δολοφονήσουν τήν κοινωνία. Γιατί ὄχι μόνον ἀπ\’ τήν ἐποχή τοῦ Ρουσσώ, ἀπ’ τήν ἐποχή τοῦ Μάρξ κυρίως, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τήν κοινωνία ὡς ὑπεύθυνη γιά κάθε κακό, ἀλλά γιατί ἀνακαλύπτουν ξαφνικά, ὅταν πέσουν οἱ μάσκες, πώς αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς εὐτυχίας εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας πολιτισμός τοῦ θανάτου.
Στό τέλος τό παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αὐτοκτονοῦν σήμερα γιατί, κατά τή γνώμη τους, δέν ὑπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις πού γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν ἀθεράπευτες ἀπ’ τή μέθοδο τοῦ Φρόϋντ καί ἑρμηνεύονται μονάχα μ’ αὐτή τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος; Ὁ πειρασμός τῆς αὐτοκτονίας ἐξαπλώνεται ὁλοένα, ἀπειλεῖ τό ἀνθρώπινο εἶδος. Μέ τόν τεχνικό χωρισμό τῆς παιδοποιίας ἀπ\’ τή σεξουαλικότητα, ἡ γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στίς βιομηχανικές χῶρες, στήν Ἀνατολή περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι στή Δύση. Ἡ τάση αὐτή φτάνει σήμερα ὥς τήν Ἰαπωνία, τήν Κίνα, τή νοτιανατολική Ἀσία. Ἡ αὔξηση τοῦ μηδενισμοῦ καθιστᾶ ἔκτοτε δυνατή, κατά τόπους, τήν αὐτοκτονία τοῦ εἴδους.
Σήμερα ἡ σιωπή ἔσπασε. Τό θέμα τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται ἔντονα στή φιλοσοφική, ἱστορική καί ἰατρική σκέψη. Καταγγέλλεται τό σκάνδαλο ὅτι τόσοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί καί χωρίς αὐτοσυνείδηση, ὅτι τόσοι γέροι ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στήν ἀγωνία πού τούς λυσσοτρώει. Ἔτσι, ἑτοιμάζεται, ἴσως, μία μεταμόρφωση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Φαίνεται πώς ἔρχεται ὁ καιρός μιᾶς λεπτῆς καί θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ἐλπίδα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι, ὀρφανοί, θά σιμώνουν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο μέ ρίγος, περιβάλλοντας τούς ἑτοιμοθάνατους μέ τρυφερή, κι ὡστόσο, ἄδεια στοργή, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἄνθρωποι θά πεθαίνουν μέσα σ’ ἕνα εἶδος ἔκστασης, πού θά προκαλοῦν τά ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι ἀπό φίλους. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή στό μηδέν θά τελειώνει σάν μία αἱμομιξία: Πραγματικά, ἀκόμα κι ἐκεῖ στήν ἔσχατη ἀπογύμνωση, δέν θά ὑπάρχει θέση γιά τόν Πατέρα…
Πρέπει νά τό ποῦμε; Κάτι τέτοιο δέν θά σημαίνει τή θεραπεία τῆς μεγάλης νεύρωσης τῆς Δύσης. Θά σημαίνει τήν ἐποχή μεγάλων πνευματικῶν κρίσεων, πού θά σημαδεύονται ἀπό ἀπόπειρες σάν τίς προχριστιανικές, ἀλλά καί ἀπό ἀνανέωση τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως.
Ἤδη, οἱ γιατροί πού μελέτησαν λόγια καί συμπεριφορά προσώπων πού ξαναγύρισαν ἀπ\’ τά σύνορα τοῦ θανάτου, μᾶς θυμίζουν ἐκεῖνο πού ὅλοι οἱ πολιτισμοί ἤξεραν, ἐκτός ἀπ’ τό δυτικό πολιτισμό τῶν δύο τελευταίων αἰώνων: Ὅτι τό πλησίασμα τοῦ θανάτου δέν προξενεῖ μονάχα μίαν ἀπότομη ἀλλαγή (εἶναι μιὰ στιγμή ποὺ δέν διαρκεῖ πολύ, τουλάχιστο στούς ἡλικιωμένους), ἀλλ\’ ἀκόμη τήν εἰρηνική ἀποδοχή, τό ἐνδιαφέρον, τήν περιέργεια· ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ, χωριζόμενη τοῦ σώματος, ἀκολουθήσει μία μακριά σήραγγα, παρόμοια μ’ ἐκείνη πού ἀπεικόνισε ὁ Ἱερώνυμος Μπός, βγαίνει σ\’ ἕνα ὁλότελα διαφορετικό φῶς, ὅπου τήν περιμένουν, γιά νά τήν καλωσορίσουν καί νά τήν συντροφέψουν, ἀγαπημένες ὑπάρξεις πού πέθαναν πρίν ἀπ’ αὐτήν ὅτι τότε ἡ ψυχή ξαναβλέπει καί κρίνει τό παρελθόν της μέσα σέ τοῦτο τό φῶς, ὅπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ἀνακεφαλαιώνονται καί βρίσκουν ἕνα ἀπροσδόκητο νόημα. Καί μετά; Ποτέ κανείς, σ’ αὐτές τίς μαρτυρίες, δέν ὑπερπήδησε τό τελευταῖο σύνορο, ἀφοῦ πρόκειται γιά ἄντρες καί γυναῖκες πού ξαναγύρισαν στή ζωή. Μήπως ἡ ψυχή πηγαίνει τότε νά διαλυθεῖ μέσα στό φῶς ἤ καταφεύγει σ\’ αὐτό γιά ν’ ἀναγεννηθεῖ, μέσα σέ μιὰ μήτρα, ὅπως ὑποσημαίνει τό «Βιβλίο τῶν Νεκρῶν» του Θιβέτ; Ἤ μήπως πηγαίνει στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καθαρθεῖ, νά εἰρηνεύσει, νά προετοιμασθεῖ καί ἴσως νά συνεργασθεῖ στήν τελική μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, σ’ αὐτή τήν ἀνακαίνιση τοῦ «οὐρανοῦ» καί τῆς «γῆς», τήν ὁποία ἡ ψυχή θά πραγματοποιήσει σ’ ἕνα «σῶμα δόξης», ποὺ τό σπέρμα του φέρνει ἀπ’ ἐδῶ κάτω;
Σ’ αὐτές τίς προοπτικές, προαισθανόμαστε πώς ἡ δυτική ἀγωνία, πού ἀποβαίνει οἰκουμενική (ἕνας ἀπελπισμένος Κινέζος ἐθνοφρουρός φαίνεται τό ἴδιο μηδενιστής μ’ ἕναν Δυτικό), συνιστᾶ καθαρά σήμερα τήν κόλαση, ὅπου κατεβαίνει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, ἀπό κεῖ καί ἀπό κανένα ἄλλο μέρος, μᾶς ἀνασταίνει ὁ Ἀναστάς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν ἀνάσταση. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφορο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».
Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ’ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», «οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μιὰ εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ, σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».
Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμού· καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστεια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό κεῖ (ὅπως λέμε, στό Παρίσι, ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν – Notre Dame des Champs), ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο»; ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Σ’ ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει· εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὅρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν’ ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.
Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιὰ διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ’ τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ’ αὐτή τήν τέχνη, τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ’ αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ\’ αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ\’ τόν οὐρανό.