Ἀμφοῖν ποδῶν σῶν Ἀνδρέα τμηθεὶς ἕνα,
Ἀθλήσεως σῆς ἐκπεραίνεις τὸν δρόμον.
Ὁ τολμηρὸς καὶ ἐλεύθερος στὸ φρόνημα καὶ τὸν λόγο Ὁσιομάρτυρας Ἀνδρέας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου.
Ὅταν αὐτὸς ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ἀνδρέας πληροφορήθηκε τὰ ἔκτροπα ποὺ γίνονταν ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὶς προσκυνοῦσαν, γι’ αὐτὸ ἄφησε τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὴ βία κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση νὰ ἐλέγξει τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ε’ βγῆκε ἀπὸ τὸ παλάτι. Στὴν ἐπιστροφὴ ὁ Ἀνδρέας παραφύλαξε καὶ μὲ θάρρος τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε: «ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;». Ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἐμβρόντητος στὴν ἀρχή. Ἀλλὰ ἔπειτα ἐξοργισμένος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν.
Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστὲς κτύπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ συγχρόνως τὸν ρώτησε: «οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;». Καὶ ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ἑξῆς ἀθάνατο λόγο: «οὐδεὶς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα». Θυμωμένος τότε ἀκόμα περισσότερο ὁ βασιλιάς, διέταξε καὶ μαστίγωσαν ἄγρια τὸν Ἀνδρέα. Ἔπειτα τὸν παρέδωσαν σὲ ὄχλο εἰκονομάχων, ποὺ τὸν ἔσυραν ἐπάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες.
Κατόπιν κάποιος ἀγροῖκος ψαρὰς μὲ κοφτερὸ τσεκούρι, ἔκοψε τὸ πόδι τοῦ Ἁγίου καὶ ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ ὀρθόδοξα χέρια τὸ πῆραν νύχτα καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ σὲ τόπο ὀνομαζόμενο "τῆς Κρίσεως".
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 21η Ὀκτωβρίου, μετὰ τῶν Ἁγίων Στεφάνου, Παύλου καὶ Πέτρου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ Ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ· αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει· καὶ δι’ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοvτάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴv ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου μνήμης, ἅπασαv προσκαλουμένη πόλιv καὶ χώραv· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρὸv μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, Ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχος ἀνδρείας ὀφθεὶς εἰκών, τῶν Εἰκονομάχων, κατεπτόησας τὴν ἰσχύν, καὶ τῷ αἵματί σου, Ἀνδρέα ὑπογράφεις, τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, τιμὴν ἐν Πνεύματι.
Ὅταν αὐτὸς ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ἀνδρέας πληροφορήθηκε τὰ ἔκτροπα ποὺ γίνονταν ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὶς προσκυνοῦσαν, γι’ αὐτὸ ἄφησε τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὴ βία κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση νὰ ἐλέγξει τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ε’ βγῆκε ἀπὸ τὸ παλάτι. Στὴν ἐπιστροφὴ ὁ Ἀνδρέας παραφύλαξε καὶ μὲ θάρρος τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε: «ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;». Ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἐμβρόντητος στὴν ἀρχή. Ἀλλὰ ἔπειτα ἐξοργισμένος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν.
Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστὲς κτύπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ συγχρόνως τὸν ρώτησε: «οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;». Καὶ ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ἑξῆς ἀθάνατο λόγο: «οὐδεὶς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα». Θυμωμένος τότε ἀκόμα περισσότερο ὁ βασιλιάς, διέταξε καὶ μαστίγωσαν ἄγρια τὸν Ἀνδρέα. Ἔπειτα τὸν παρέδωσαν σὲ ὄχλο εἰκονομάχων, ποὺ τὸν ἔσυραν ἐπάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες.
Κατόπιν κάποιος ἀγροῖκος ψαρὰς μὲ κοφτερὸ τσεκούρι, ἔκοψε τὸ πόδι τοῦ Ἁγίου καὶ ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ ὀρθόδοξα χέρια τὸ πῆραν νύχτα καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ σὲ τόπο ὀνομαζόμενο "τῆς Κρίσεως".
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 21η Ὀκτωβρίου, μετὰ τῶν Ἁγίων Στεφάνου, Παύλου καὶ Πέτρου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ Ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ· αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει· καὶ δι’ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοvτάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴv ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου μνήμης, ἅπασαv προσκαλουμένη πόλιv καὶ χώραv· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρὸv μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, Ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχος ἀνδρείας ὀφθεὶς εἰκών, τῶν Εἰκονομάχων, κατεπτόησας τὴν ἰσχύν, καὶ τῷ αἵματί σου, Ἀνδρέα ὑπογράφεις, τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, τιμὴν ἐν Πνεύματι.