Ὀρθοδοξία: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
1ον
Ὁ χορὸς τῶν Πατέρων
Μὲ πολλὴ σοφία καὶ σύνεση οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καθόρισαν τὸν ἑορταστικὸ κύκλο τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Ἔχει δὲ ξεχωριστὴ καὶ ἰδιάζουσα σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι συχνὰ ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴν παρουσία καὶ προσφορὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφιερώνοντας στὴ μνήμη τους μερικὲς Κυριακὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ἰδιαίτερη σημασία ἀποδίδει στὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῶν 318 ἁγίων πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 325 μ.Χ. στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ πρώτου χριστιανοῦ ἡγεμόνα, τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, ὡς γνωστόν, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀναίρεση καὶ καταδίκη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱερωμένου Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἀρνοῦνταν τὴν θεότητα τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλώντας τον ὡς «κτίσμα τοῦ πατρός», καὶ συνεπῶς «ἦν καιρὸς ὅτε οὐκ ἦν, καὶ οὐκ ἦ πρὶν ἂν γένηται». Ἡ ἀπόφαση αὐτῆς τῆς συνόδου μὲ περιεκτικὸ λόγο συνόψισε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ διατυπώθηκε στὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως (πιστεύω), καὶ συμπληρώθηκε μὲ τὰ ὑπόλοιπα πέντε ἄρθρα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅλων τῶν συνόδων, ποὺ μνημονεύονται σὲ διάφορες Κυριακὲς τοῦ ἔτους, ἀγωνίστηκαν «ἕως θανάτου» μαρτυρικοῦ, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ ἑκάστοτε τέλεση τῆς μνήμης τους ὑπενθυμίζει τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνες, πολέμους, ποὺ ἔδωσαν σὲ ταραγμένες γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἐποχές. Ἡ ἐπίμονη ἀγωνιστικότητά τους ἐπιβραβεύονταν ἀπὸ τὴν πανσθενουργὸ θεία χάρη καὶ κατέληγε πάντοτε σὲ «ἔγερση τῆς πίστεως».
Οἱ νικηφόροι αὐτοὶ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀποτελοῦν ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ διαβεβαίωση ὅτι: «καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι» τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πλῆθος αἱρέσεων καὶ ἄλλων ἐχθρῶν (ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν) ἤγειραν πολέμους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τὴν ἐξαντλήσουν καὶ ἐξαφανίσουν. Ὅλοι ὅμως οἱ παντοιοτρόπως «πολεμήσαντες ἀπώλοντο». Ἡ δὲ Ἐκκλησία «ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει».
Ἀγωνιστικὴ πορεία
Οἱ γιορτὲς τῶν ἁγίων Πατέρων ἀποδεικνύουν πὼς ἡ Ἐκκλησία πέρασε πιὸ δύσκολες στιγμὲς ἀπ’ τὶς πολύμορφες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει σήμερα. Εἰς πεῖσμα τῶν ἑκάστοτε πολεμίων της ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητα ἑδραιωμένη πάνω στὴ ἀσάλευτη πέτρα τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ παράδοσης. Γι’ αὐτὸ σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες της ἔβγαινε πιὸ λαμπρὴ καὶ φωτεινή. Τὰ κάστρα ποὺ ὕψωναν γύρω της οἱ σεπτοὶ πατέρες πολλαπλασιάζονταν καὶ γίνονταν ἰσχυρότερα. Οἱ θησαυροὶ τῆς ὀρθοδοξίας ἀσφαλίζονταν καλύτερα ἀπ’ τοὺς κλέπτες καὶ λῃστὲς τῶν αἱρέσεων.
Μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν πολύπειρων πολεμιστῶν τῶν ἱερῶν ἀγώνων, οἱ Πατέρες ἀπαντοῦσαν στοὺς νοθευτὲς τῆς ἀλήθειας, τοὺς αἱρετικούς, μὲ τὴν ὁμοφωνία τῶν συνοδικῶν ὅρων, κανόνων καὶ ἀποφάσεων. Σὲ ὅλα αὐτὰ περικλείεται ἡ ὀρθοδοξία καὶ ἡ ὀρθοπραξία, δηλαδὴ ὁ ὀρθὸς τρόπος χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἡ ὀρθὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Μ’ αὐτὲς τὶς κανονικὲς καὶ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, οἱ Θεοκίνητοι Πατέρες ἑρμηνεύουν αὐθεντικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ θεμελιώνουν μὲ τὸν βίο καὶ τὴ διδαχή τους τὴν παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας.
Αὐτὴ ἡ παράδοση εἶναι ὁ ὡραιότερος καὶ ἀσφαλέστερος ἑρμηνευτὴς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, σφικτὰ ἑνωμένη μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ συμφωνία αὐτὴ τῶν ἁγίων πατέρων φανερώνει τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θείας χάριτος.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δόγματος καὶ τὴ ἁγία ζωὴ τους ἀξιώθηκαν τῶν ἐπιλάμψεων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τοὺς «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε», φωτίζοντάς τους νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ νὰ διδάξουν ὀρθὰ τὸ λόγο καὶ τὴ ζωή. Νὰ γιατί ἡ ἁγία ὀρθοδοξία ὀνομάζεται «Ἐκκλησία τῶν ἁγίων πατέρων». Ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης διευκρινίζει σχετικὰ πώς: «Τὴν ὑπερφυᾶ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν μάθαμε διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, οἱ Πατέρες τὴν ἔδωσαν στὸν κόσμο. Τί θὰ ἦταν ἡ Ἐκκλησία χωρὶς τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, τοὺς Θεηγόρους αὐτοὺς ὁπλίτες τῆς παρατάξεως Κυρίου», τὰ ὄργανα αὐτὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος;
Οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοί
Πατέρες εἶναι οἱ ὀξυδερκεῖς ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοί, οἱ φυσικοὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ εὐαγγελίου, ὡς θεωρίας καὶ πράξεως. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στηρίζεται στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ παράδοση, δηλαδὴ στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο καὶ στοὺς ἁγίους Πατέρες. Ὁ ἀγώνας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει νὰ φθάσουν στὴν θεία ἀλήθεια, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ στόχου αὐτοῦ ἀπαιτεῖται ὁ ἔμπειρος ὁδηγός. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τὸ νοῦ καὶ θολώνει τὴν πνευματικὴ ὅραση. Ἀπουσιάζει ἡ κατάλληλη ἐμπειρία ἀσφαλοῦς πορείας. Οἱ κίνδυνοι πολλοί, οἱ παγίδες ποὺ στήνει στὴν πορεία ὁ ἀρχέκακος καὶ μισόκαλος ἐχθρὸς ἀμέτρητες. Γι’ αὐτὸ χρειάζονται πεπειραμένοι ὁδηγοί.
Τέτοιοι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλοι παρὰ μόνο ἡ χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ὀρθοδοξίας. Αὐτοὶ εἶναι οἱ φωτεινότεροι ὁδηγοὶ τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο τῆς προσωπικῆς τους σωτηρίας. Ἔξω καὶ πέρα ἀπ’ τὸ λόγο καὶ τὴν βιοτή τους ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος καὶ κρύβεται ἡ παγίδα τῶν αἱρέσεων. Στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐαγγέλιο καὶ παράδοση εἶναι ἀναπόσπαστα ἑνωμένα. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν θὰ ὑπῆρχε ἂν δὲν τὸ διέσῳζε ἡ παράδοση καὶ δὲν τὸ ἑρμήνευαν αὐθεντικὰ οἱ πνευματέμφοροι Πατέρες. Οὔτε οἱ ἅγιοι νοοῦνται χωρὶς τὴν θεωρία τοῦ εὐαγγελίου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἡ πράξη τοῦ εὐαγγελίου. Αὐτὴ τὴν πράξη μᾶς δείχνει ἡ ὀρθὴ διδασκαλία , ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς ἁγίας ζωῆς, τῆς ὀρθοπραξίας, καὶ ἑνώνει διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς σωτηρίας τὴ ζωὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας, λέει ὁ Χρυσόστομος δὲν εἶναι ὄνομα χωρισμοῦ, ἀλλὰ «ἑνώσεως καὶ συμφωνίας».
Ἂν ἡ θεολογία τῶν Πατέρων ἦταν ἁπλὴ γνώση θρησκευτικῶν θεμάτων, χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη συνέπεια-ἁγιότητα ζωῆς, τότε αὐτὴ ἡ θεολογικὴ γνώση δὲν θὰ διέφερε ἀπ’ τὶς «εὐσεβεῖς φλυαρίες» τῶν αἱρετικῶν. Γιατί, ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι πολλοὶ αἱρετικοὶ ἦταν δεινοὶ στὴ μόρφωση καὶ τὴ γνώση. Ἡ ἔλλειψη ὅμως ἁγιότητας ζωῆς καὶ ταπείνωσης νὰ παραδεχθοῦν ὅτι πλανῶνται, τοὺς ὁδήγησε σὲ σατανικὲς αἱρέσεις. Ἔτσι στερημένοι τῆς θείας χάριτος καὶ τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ παρασύρθηκαν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ δὲ τὸν ἅγιο Κυπριανὸ «ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία».(extra ecclesiam nula salus). Βγαίνοντας κάποιος ἀπ’ τὴν κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς νὰ παραδίδεται στὴν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ.
Ὁ μέγας ἅγιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος εἶναι κατηγορηματικός: «Οἱ γὰρ τῶν ἐκκλησιῶν ἐξωθούμενοι, ἔξω της θείας κηδεμονίας γινόμενοι, ὑπὸ τὴν βουλὴν καὶ δυναστείαν πίπτουσι τοῦ σατανᾶ».
Ὁ αἱρετικὸς νοθεύοντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀποκόπτεται ἀπ’ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλει νὰ ξεχωρίζει, νὰ διαφέρει ἀπ’ τοὺς ἄλλους, ἑκουσίως, τίθεται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς πίστεως, αὐτὸ-ἀφορίζεται. Ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προστατεύσει τὰ μέλη της ἀπ’ τὸν κίνδυνο τῆς πλάνης ἐπισημοποιεῖ αὐτὴ τὴν ἑκούσια ἀποκοπή, ἀφορίζει, τὸν πλανεμένο στερώντας του τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τῶν μυστηρίων, καὶ ὄχι μόνο.
Τὸν κίνδυνο ἔκπτωσης σὲ αἵρεση ἀντιμετωπίζει ὅποιος δικαιολογώντας τὴν φυγή του ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία ἐπιχειρεῖ νὰ ἐνοχοποιήσει τοὺς λειτουργούς της. Μὲ πρόσχημα ἀνθρώπινα λάθη, δῆθεν σκανδαλίζονται καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιλέγουν «ἀνεξάρτητη θρησκευτικὴ ζωὴ» ἔξω ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία, γενόμενοι πρόξενοι χαρᾶς στὸν προαιώνιο ἐχθρὸ τῆς σωτηρίας, τὸν σατανᾶ.
Οἱ λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου
Ἡ «ὁρατὴ κεφαλὴ» κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἀρχιερέας, ὁ συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, «ἱστάμενος εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ». Ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες τελοῦνται ἀπ’ τοὺς ἱερεῖς ἐξ’ ὀνόματος τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν βάση ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἄρνηση τοῦ ἐπισκόπου, σημαίνει ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἄμεσο κίνδυνο ἔκπτωσης σὲ αἵρεση. Ἀφοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο «ὅπου ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία», καὶ ἀκόμα «ὁ δίχα γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τί ποιῶν, διάβολός ἐστιν». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία οἱ πιστοί, μὲ τὸν ἱερέα εὔχονται: «ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου..», καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ τὸν χαρίζει «τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» Του. Ἀπ’ αὐτὸν κρέμονται οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν. Τὸ δικό του παράδειγμα περιμένουν νὰ φωτισθοῦν ὅσοι σταματοῦν στοὺς ἀνθρώπους, καὶ δὲν ἀνηφορίζουν ψηλότερα στὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή.