Παραθέτουμε τό κείμενο τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἰεροθέου στήν ἡμερίδα πού διοργάνωσε ἡ Ἱερά Σύνοδος γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν
***
Κατ’ ἀρχήν εὐχαριστῶ τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνάθεση σέ μένα αὐτοῦ του κρισίμου θέματος πού ἀπασχολεῖ τήν ἑλληνική κοινωνία αὐτόν τόν καιρό. Δέν πρόκειται νά ἐξαντλήσω τό σοβαρό αὐτό θέμα, ἀλλά θά ὑπογραμμίσω μερικές συνοπτικές ἀπόψεις γύρω ἀπό τήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ζητήματος, ἐνῶ ἄλλοι εἰσηγητές θά τό ἀντιμετωπίσουν ἀπό ἄλλες ἐνδιαφέρουσες πλευρές.
Εἰσαγωγικά θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι σέ εἰδική μελέτη τοῦ κ. Γεωργίου Ἀντουράκη, σήμερα Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, καί μέ τίτλο: “Ταφῆ, καύση καί ἀνάσταση νεκρῶν, μηνύματα ἀπό τήν παράδοση καί τήν τέχνη”, ὑπάρχει πλούσιο ὑλικό γιά τό θέμα αὐτό. Θά ἤθελα ἐδῶ νά παρουσιάσω τρία ἐνδεικτικά σημεῖα.
Πρώτον, ὅτι ὅλοι οἱ πολιτισμένοι λαοί τῆς ἀρχαιότητας φρόντιζαν γιά τούς νεκρούς τους, περισσότερο ἀπό τούς ζωντανούς καί ἀκόμη στούς περισσότερους λαούς ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ ταφῆς καί καύσεως τοῦ σώματος. Θεωρεῖται ὅτι ἡ καύση προῆλθε ἤ ἀπό φόβο στούς νεκρούς ἤ γιά νά ἐξαφανίσουν τά νεκρά πτώματα τά ὁποῖα θεωροῦσαν πηγή μιάσματος. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, κυρίως ἀπό τούς κλασσικούς χρόνους μέχρι σήμερα, ἐπικρατεῖ ἡ παράδοση νά θάπτουν τούς νεκρούς τους4, διότι ἐπίστευαν ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἄταφου νεκροῦ δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη στά “Ἠλύσια πεδία”, ἀλλά περιπλανᾶται, ἕως ὅτου ταφή. Ὡστόσο, στούς ὁμηρικούς χρόνους παρατηρεῖται καί τό φαινόμενο τῆς καύσης τῶν νεκρών6. Τά τελευταῖα χρόνια εἰσήχθη ἡ καύση τῶν νεκρῶν στήν Γαλλία, μετά τήν Ἐπανάσταση, μέ διάταγμα τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1789. Σήμερα σέ εὐρεία κλίμακα ἐφαρμόζεται ἡ καύση τῶν νεκρῶν σέ διάφορες Προτεσταντικές Ἐκκλησίες, στούς ἀπίστους καί τούς Ἐλευθεροτέκτονες.
Δεύτερον. Ὅπου ἐφαρμοζόταν στήν ἀρχαιότητα ἡ καύση τῶν νεκρῶν συνδεόταν πάντοτε μέ δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τό ἕνα ὅτι γινόταν μέ θρησκευτική ἱεροτελεστία, καί τό ἄλλο ὅτι πουθενά δέν ἐφαρμοζόταν ὡς μέθοδος πλήρους ἀποτεφρώσεως, ἀλλά μετά τήν καύση τῶν σωμάτων συνέλεγαν τά ἐναπομείναντα ὀστᾶ, τά τοποθετοῦσαν σέ πολυτελεῖς λάρνακες καί τά ἔθαπταν σέ εἰδικούς τάφους. Δηλαδή, γινόταν καύση καί ταφῆ σωμάτων καί ὄχι ὁλοκληρωτική καί πλήρης ἀποτέφρωση. Ἡ ἀποτέφρωση σέ εἰδικούς κλίβανους εἶναι νεώτερη συνήθεια, ἄγνωστη στούς ἀρχαίους χρόνους. Αὐτό πρέπει ἰδιαιτέρως νά ὑπογραμμισθῆ.
Τρίτον. Δέν ὑπάρχει καμμία μαρτυρία οἰκειοθελοῦς καύσεως σωμάτων στήν Χριστιανική περίοδο, ἀλλά πάντοτε ὁ Χριστιανισμός ἦταν ὑπέρ τῆς ὁλόσωμης ταφῆς τῶν νεκρών. Πρέπει νά πῶ ὅτι δέν ἔχω ἐντοπίσει ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς καί Τοπικῆς Συνόδου πού νά καταδικάζη σαφῶς τήν καύση, ἀκριβῶς γιατί δέν διανοήθηκε κανείς νά θέση ζήτημα καύσεως τῶν σωμάτων. Ἐμμέσως μπορεῖ κανείς νά χρησιμοποιήση τό Ἀποστολικό χωρίο: “εἰ τίς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός” (Ἅ', Κορ. γ', 17) πού εἶναι ἐναντίον κάθε “κακοποίησης” τοῦ σώματος. Ὁ Σπυρίδων Μακρής ἀναφέρει ὅτι μόνο στόν Τερτυλλιανό συναντοῦμε σαφῆ θέση ἐναντίον τῆς καύσεως τῶν νεκρών, ἀλλά δέν μπόρεσα νά ἐντοπίσω τό χωρίο αὐτό. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πάνω στό θέμα αὐτό. “Όταν τό 1960 (σύμφωνα μέ ἐπιθυμία πού ἐκφράστηκε στήν διαθήκη τοῦ) τό νεκρό σῶμα τοῦ σπουδαίου καλλιτέχνη - ἀρχιμουσικοῦ καί ἐπίτιμου ἀκαδημαϊκοῦ Δημ. Μητρόπουλου ἀποτεφρώθηκε σέ κλίβανο καί ἡ στάκτη τοῦ συγκεντρώθηκε σέ μιά πολύ ἁπλή λήκυνθο, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος –παρά τίς παρακλήσεις πολλών– ἀρνήθηκε κάθε ἐπίσημη ἤ ἀνεπίσημη ταφή” ἔστω καί μία ἀνεπίσημη δέηση.
Μετά τά διαφωτιστικά αὐτά εἰσαγωγικά θά ἤθελα νά δοῦμε τήν θεολογία γύρω ἀπό τήν σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα καί μέσα ἀπό αὐτήν θεολογία αὐτή μποροῦμε νά καταλήξουμε στό ποιά εἶναι ἤ πρέπει νά εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων.
1. Ἡ θεολογική προσέγγιση
Ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή καί βέβαια δέν ἔχει τέλος, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι κάθε κτιστό πού ἔχει ἀρχή ἔχει καί τέλος, ὅμως αὐτό δέν ἰσχύει γιά τόν ἄνθρωπο, σύμφωνα μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, αὐτή ἡ σχέση τῆς ψυχῆς πρός τό σῶμα εἶναι πολύ δυνατή καί μποροῦμε νά τήν δοῦμε μέσα ἀπό τήν ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου, τήν διαδικασία τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τόν θάνατό του, δηλαδή μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καθώς ἐπίσης καί μέσα ἀπό τήν ἐκ νέου ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δημιουργία τοῦ εἶναι μιά συγκεκριμένη ὑπόσταση - πρόσωπο πού διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη ὑπόσταση. Καί ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου δέν συγκεκριμενοποιεῖται καί δέν περιορίζεται στήν ψυχή, ἀλλά ἐπεκτείνεται στήν ὅλη ὕπαρξή του. Εἶναι σημαντικά ὅσα ὑποστηρίζει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυς καί Φιλόσοφος, δίδοντας τόν ὁρισμό τοῦ ἀνθρώπου: “τί γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἤ τό ἐκ ψυχῆς καί σώματος συνεστός ζῶον λογικόν; Μή οὔν καθ’ ἐαυτήν ψυχή ἄνθρωπος; Οὗ, ἀλλ’ ἀνθρώπου ψυχή. Μή οὔν καλοῖτο σῶμα ἄνθρωπος; Οὗ, ἀλλ’ ἀνθρώπου σῶμα καλείται”. Καί συνεχίζει γιά νά πῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν καλεῖται γιά ἕνα ἀπό αὐτά, δηλαδή γιά τήν ψυχή ἤ γιά τό σῶμα, ἀλλά “τό ἐκ τῆς ἀμφοτέρων συμπλοκῆς καλεῖται ἀνθρωπος”.
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό σῶμα δέν εἶναι ἁπλῶς τό φυλακτήριο τῆς ψυχῆς, ὅπως ἰσχυρίζονταν τά ἰδεολογικά φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητος, ἀλλά τό ἕνα στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή βρίσκεται πανταχοῦ τοῦ σώματος, μέ τήν ἐνέργειά της, καί ζωοποιεῖ τό σῶμα. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἱερός Δαμασκηνός στά νεκρώσιμα τροπάριά του, μιλώντας γιά τό ἄψυχο σῶμα πού βρίσκεται στόν τάφο, τό ὀνομάζει κατ’ εἰκόνα Θεοῦ: “καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ φθαρεῖσαν ἠμίν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον μή ἔχουσαν εἴδος”. Δηλαδή, τό νεκρό σῶμα εἶναι καί λέγεται κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Αὐτό δέν νοεῖται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ Θεός ἔχει σῶμα, ἀλλά μέ δύο σημασίες. Πρώτον, μέ τό ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐνηνθρώπησε, εἶναι τό πρωτότυπο καί τό ἀρχέτυπό του ἀνθρώπου καί δεύτερον, μέ τό ὅτι, ὅπως ὁ Θεός ζωοποιεῖ τήν κτίση ὁλόκληρη, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα.
Πράγματι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμενος στό γεγονός ὅτι τό κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό κατ’ εἰκόνα τῶν ἀγγέλων, ἄν καί οἱ δύο ἔχουν τά λεγόμενα “εἰκονικά ὑποδείγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος”, ἤτοι νοῦ, λόγο καί πνεῦμα, διδάσκει ὅτι αὐτό συμβαίνει γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πνεῦμα ζωοποιεῖ τό συνημμένο μέ αὐτήν σῶμα, τό ὁποῖο δέν ἔχουν οἱ ἄγγελοι. Δηλαδή, τό κατ’ εἰκόνα τῶν ἀγγέλων ἔχει μέν πνεῦμα, ἀλλά ὄχι πνεῦμα ζωοποιό, ἀφοῦ δέν ἔχει λάβει σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ νοερά καί λογική φύση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή κτίστηκε μαζί μέ τό γήινο σῶμα, “καί ζωοποιόν ἔλαβε τό πνεῦμα παρά τοῦ Θεού”. Καί βέβαια, ἡ ψυχή ἔχει τέτοια συνάφεια καί μάλιστα ἀγάπη πρός τό σῶμα “ὡς μηδέποτε ἀπολιπεῖν τοῦ ἐθέλειν, μηδ’ ἀπολείπειν ὅλως, μή βίας ἐπενεχθείσης ἐκ νόσου δή τινός μεγίστης ἤ πληγῆς ἔξωθεν”.
Ἡ μεγάλη καί ἰσχυρά ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαντλεῖται στήν ψυχή, ἀλλά ἐπεκτείνεται στόν ὅλο ἄνθρωπο πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὁλόκληρη ἡ λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στόν ὅλο ἄνθρωπο. Ἁγιάζεται τό νερό καί μέσα στό ἁγιασμένο νερό ἐμβαπτίζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχή καί σῶμα, μέ τήν ἀναγέννησή του καί τήν ἐν Πνεύματι ζωή, εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε μέλη πραγματικά της τεθεωμένης σαρκός τήν ὁποία προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία. Ἡ σχέση μας μέ τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδεολογική, μυστικιστική, ἀλλά πραγματική, ἀφοῦ ἀποτελοῦμε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο πνευματικά, ψυχικά καί ψυχολογικά, ἀλλά καί σωματικά. Καί βέβαια, ὅταν κάνουμε λόγο γιά σωτηρία, ἐννοοῦμε τήν διατήρηση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Ἡ λέξη σωτηρία προέρχεται ἀπό τό σῶον + τηρῶ. Εἶναι χαρακτηριστικό το χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιᾶσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη” (Ἅ' Θεσ. ε', 23).
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπόσταση, ὡς πρός τήν ὁλοκληρωτική ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν θέλει νά ἀποχωρισθῆ ἀπό τό σῶμα καί μέ αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατο. Τό φοβερό μυστήριο τοῦ θανάτου δέν ἔγκειται ἁπλῶς στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος χάνει καί ἀποχωρίζεται ἀγαπημένα τοῦ πρόσωπα, ἀλλά στό ὅτι ἡ ψυχή ἀποχωρίζεται τό ἀγαπημένο τῆς στοιχεῖο, δηλαδή τό σῶμα. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: “Ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καί τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι ἀποτέμνεται”. Ὑπάρχει φυσικώτατος δεσμός μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ἐπικρατεῖ ἁρμονία μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο στοιχείων τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί, ἑπομένως, ὁ χωρισμός μεταξύ ψυχῆς καί σώματος γίνεται βιαίως καί τελικά μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά καί ἀκόμη μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση. Καίτοι ἡ ψυχή ἀποχωρίζεται ἀπό τό σῶμα ἐν τούτοις ἡ ὑπόσταση παραμένει ἀχώριστη καί θά λέγαμε ἄτμητη. Αὐτή τήν θεολογική ἀλήθεια μποροῦμε νά τήν δοῦμε σέ δύο βασικά σημεῖα.
Τό ἕνα ὅτι ἡ ψυχή, χωριζομένη τοῦ σώματος, διατηρεῖ μέσα της τίς ἀναμνήσεις του. Αὐτό μποροῦμε νά τό δοῦμε σέ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου: “Ὁ ἅδης Λόγε, συναντήσας σοί ἐπικράνθη, βροτόν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτόν της μώλωψι καί πανσθενουργόν”. Ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ ἅδης εἶδε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ γεμάτον ἀπό μώλωπες, ἀλλά πανσθενουργό. Καί ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πολύ ὀρθόδοξα καί πατερικά, ὅτι στόν ἅδη κατέβηκε ἡ ψυχή μαζί μέ τήν θεότητα, ἐνῶ τό σῶμα παρέμεινε στόν τάφο μαζί μέ τήν θεότητα. Ὁπότε οἱ μώλωπες πού εἶδε ὁ ἅδης ἔπρεπε νά εἶναι ἤ τῆς θεότητος ἤ τῆς ψυχῆς. Τό πρῶτο ἀποκλείεται γιατί ὅταν ἔπασχε ἡ ἀνθρώπινη φύση στόν Σταυρό, δέν συνέπασχε ἡ θεότητα, ἀφοῦ παρέμεινε ἀπαθής. Ἑπομένως, οἱ μώλωπες πού εἶδε ὁ ἅδης ἦταν οἱ μώλωπες τῆς ψυχῆς. Πῶς ὅμως ἐννοεῖται αὐτό, ἀφοῦ οἱ μώλωπες ἔγιναν στό σῶμα; Ἀπό τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἄλλες ἐνεργοῦν χωρίς τήν συνέργεια τοῦ σώματος (νοῦς, διάνοια καί δόξα) καί ἄλλες χρειάζονται καί τήν συνέργεια τοῦ σώματος (ἡ φαντασία καί ἡ αἴσθηση). Ἐπειδή τά στίγματα τοῦ Χριστοῦ ἦταν αἰσθητά, γι’ αὐτό καί κοινά ἦταν τά στίγματα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἔτσι, ὅταν μαστιζόταν ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ καί ἔπασχε, τότε “εἰκόνες καί τύποι καί φαντασίαι τινές ἀμυδραί τῶν μαστίγων καί παθῶν καί εἰς αὐτήν ὑπεχαράττοντο τήν ψυχήν• ὅθεν ἀκούομεν ὅτι καί αἵ ψυχαί τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπάγονται εἰς τόν ἄδην, τά στίγματα καί σημεῖα τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν περιφέρουσαι”.
Τό δεύτερο σημεῖο, πού δείχνει ὅτι παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν διασπᾶται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή, παρά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα καί τήν διάσπαση τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, γνωρίζει τά μέλη της καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτά. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ἡ ψυχή ἐπιγινώσκει τό δικό της τεμάχιο καί ὁδηγεῖται ἀπό τά σημεῖα πού βρίσκονται στά λείψανα στήν ἀναγνώριση τῶν μελῶν τοῦ ὅλου σώματος. Ἔτσι ἡ ψυχή δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τό δικό της σῶμα “οὔτε εἰ ἐν τῇ κοινωνία τῶν συντριμμάτων οὔτε εἰ πρός τό ἀκατέργαστόν της τῶν στοιχείων ὕλης καταμιχθείη”. Καί βέβαια γιά νά καταλήξη στό συμπέρασμα αὐτό χρησιμοποιεῖ δύο παραδείγματα ἀπό τήν ζωγραφική καί τήν κεραμική τέχνη.
Ἑπομένως, ἡ ψυχή καί μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, γνωρίζει καί ἀναγνωρίζει τά στοιχεῖα καί τά μέλη τοῦ σώματος, ὁπότε μέ τήν δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ θά εἰσέλθη πάλι στό δικό της σῶμα καί ἔτσι θά γίνη ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται θαυμάσια αὐτή ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων (Ἰεζ. λζ', 1-14).
Φυσικά το σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θά εἶναι τό ἴδιο, ἀλλά ἄφθαρτο, ἀθάνατο καί ἀνακαινισμένο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει περί αὐτοῦ: “οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορά, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσία• σπείρεται ἐν ἀτιμία, ἐγείρεται ἐν δόξη• σπείρεται ἐν ἀσθενεία, ἐγείρεται ἐν δυνάμει• σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν” (Ἅ' Κορ. ἴε', 42-44) Δηλαδή, τό ἀναστημένο σῶμα θά ἔχει τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ὑποστάσεώς του, ἀλλά θά εἶναι ἀνακαινισμένο, ἀφοῦ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά γίνη νέα ἀνάπλαση, ἀνακαίνιση, χωρίς νά ὑπάρχουν τά στίγματα τῆς φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος, θά εἶναι ὅπως ἦταν τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὕας πρό τῆς πτώσεως καί ὅπως ἦταν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάστασή Του. Τό ὅτι θά γίνη καινούρια πλάση, χωρίς νά καταργηθοῦν τά σημεῖα τῆς ὑποστάσεώς του, φαίνεται ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία θά ἀποκατασταθοῦν καί ὅλες οἱ ἀσθένειες, δηλαδή καί ὅλες οἱ ἐλλείψεις τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ μάρτυς καί φιλόσοφος λέγει ὅτι ἐάν ὁ Χριστός κατά τήν πρώτη ἔλευσή Του στήν γῆ θεράπευσε τίς ἀσθένειες τῆς σαρκός καί ἔκανε ὁλόκληρό το σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀναπληρώνοντας τά ἐλλείποντα μέλη, “πολλῶ μᾶλλον ἐν τῇ ἀναστάσει τοῦτο ποιήσει, ὥστε καί ἀκέραιον καί ὁλόκληρον ἀναστῆναι τήν σάρκα”.
Ἑπομένως, ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράστηκε στήν Ἁγία Γραφή καί στά πατερικά κείμενα, βεβαιώνει ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ψυχῆς καί τοῦ σώματος, καί ὅτι παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐν τούτοις δέν καταστρέφεται οὔτε διαλύεται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ ψυχή γινώσκει καί ἀναγνωρίζει τά αὐθεντικά μέλη της καί βέβαια ὁλόκληρό το σῶμα μεταμορφωμένο καί ἀνακαινισμένο θά ἀναστηθῆ στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
2. Ποιμαντικές καί ἐκκλησιολογικές ἐπιπτώσεις
Ἡ θεολογική αὐτή τοποθέτηση πού εἴδαμε προηγουμένως πρέπει νά περάση μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί νά δοῦμε τίς ποιμαντικές καί ἐκκλησιολογικές παραμέτρους, ἀκριβῶς γιατί ζοῦμε σέ μιά κοινωνία ἐκκοσμικευμένη. Λέγεται αὐτό γιατί οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί ἔτρεφαν ἀπεριόριστο σεβασμό στά λείψανα τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα, ἀκόμη καί τότε πού ὑφίσταντο τά μαρτύρια καί ἐνδεχομένως ἐκαίγονταν, τά συνέλεγαν ἀπό τήν φωτιά καί τά τοποθετοῦσαν μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια σέ ἰδιαιτέρους χώρους καί τά προσκυνοῦσαν. Σέβεται κανείς καί τά μικρά ὑπολείμματα, ἀκριβῶς γιατί καί “μερισθέντος τοῦ σώματος ἀμέριστος ἡ Χάρη διαμένει”. Δηλαδή, στούς ἁγίους γίνεται κατά ἀναλογία ὅ,τι ἔγινε καί στόν Χριστό. Ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ χωρίστηκε ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὅμως ἡ θεότητα παρέμεινε ἀδιαίρετη, ἀφοῦ ἡ ψυχή μαζί μέ τήν θεότητα κατέβηκε στόν ἅδη, καί τό σῶμα μαζί μέ τήν θεότητα παρέμεινε στόν τάφο. Αὐτό κατά ἀναλογία γίνεται καί στούς ἁγίους, ἀφοῦ ὅταν ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, τότε στό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παραμένει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ ἔκδηλα σημεῖα.
Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοί δέν βλέπουν ἔτσι τά πράγματα καί συζητοῦν καί τό ἐνδεχόμενο ἀποτεφρώσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων. Πῶς ἀντιμετωπίζουμε αὐτήν τήν κατάσταση ἀπό πλευρᾶς ποιμαντικῆς καί ἐκκλησιολογίας; Θά ἤθελα στό σημεῖο αὐτό πολύ συνοπτικά νά ὑπογραμμίσω δύο σημεῖα.
Πρώτον. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά δεχθῆ γιά τά μέλη της ἤ νά υἱοθετήση τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων. Καί αὐτό γιατί σέβεται τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού τό θεωρεῖ ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἕνα στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δεδομένου δέ ὅτι, παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὑφίσταται αὐτή ἡ ἑνότητα, μιά τέτοια βίαιη πράξη μπορεῖ νά εἶναι ἕνας “βιασμός” τῆς φύσης, ἀφοῦ τό φυσικό εἶναι ἡ ἀποσύνθεση καί, βέβαια, κάθε βιασμός τῆς φύσης δημιουργεῖ οἰκολογικό πρόβλημα. Ἄλλωστε, ἐμεῖς δέν δεχόμαστε τίς πλατωνικές θεωρίες περί φύσει θνητοῦ σώματος καί φύσει ἀθανάτου ψυχῆς, καί περί δύο διακεκριμένων πραγματικοτήτων, ἀνεξαρτήτων μεταξύ τους. Ἀκόμη, δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων, γιατί ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν τό πιθανότερο εἶναι νά δέχωνται τίς πλατωνικές καί ἀρχαῖες φιλοσοφικές ἀντιλήψεις περί τοῦ σώματος, ὅτι τό σῶμα εἶναι δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς ἤ ὅτι δέν πρόκειται νά ἀναστηθῆ καί ὅτι εἶναι σκεῦος ἡδονῆς πού πρέπει νά ἀποκοπῆ καί περιφρονηθῆ, ὥστε νά σωθῆ ἡ ψυχή. Ἔτσι, λοιπόν, κάτω ἀπό τήν ἐπιθυμία καύσεως κρύπτεται ἡ περιφρόνηση πρός τό σῶμα, ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύχωση καί ἴσως νά κρύπτεται καί ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο.
Βέβαια, ὑπάρχουν περιπτώσεις πού τά σώματα τῶν ἁγίων κάηκαν ἤ καί σώματα ἀνθρώπων πυρπολήθηκαν ἀπό διάφορες αἰτίες. Τό θέμα αὐτό διαφέρει ἀπό τήν οἰκειοθελῆ καί βίαιη πυρπόληση. Ἄλλο ἡ καύση τοῦ σώματος χωρίς νά τό ἐπιδιώκη κανείς, καί ἄλλο ἡ οἰκειοθελής ἀποτέφρωση τοῦ σώματος. Τό πρῶτο γίνεται χωρίς τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί τότε ὁ Θεός δέν θά καταμαρτυρήση ἀσέβεια πρός τό σῶμα. Τό δεύτερο γίνεται μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό δείχνει ἀπιστία. Φυσικά καί στήν μία καί στήν ἄλλη περίπτωση ὁ Θεός θά ἀναστήση καί θά κατασκευάση καί πάλι τό σῶμα ἀπό τήν τέφρα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, εἴτε ὑπέστησαν διωγμούς, εἴτε φαγώθηκαν ἀπό ζῶα, εἴτε κάηκαν ἀπό φωτιά, ἀλλά ὅμως ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ ἰδέα πού κρύπτεται κάτω ἀπό τήν ἐπιδίωξη μιᾶς ἀποτεφρώσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στέκεται πολύ προσεκτικά ἀπέναντί σε τέτοια φαινόμενα. Ἐκτός ἀπό τούς θεολογικούς λόγους, ὑπάρχουν καί ἄλλοι λόγοι, ψυχολογικοί, κοινωνικοί πού δέν εὐνοοῦν τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν σωμάτων, ἀλλά ἄλλοι εἰσηγητές θά ἀναλύσουν αὐτήν τήν πλευρά.
Δεύτερον. Ὅσοι δεχθοῦν, μέ ἐλεύθερη συγκατάθεση, νά ἀποτεφρωθοῦν τά σώματά τους, ἐπειδή ἔχουν διαφορετική ἀντίληψη γιά τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, τήν ἀνάσταση τοῦ σώματος καί τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά συγχρόνως ἐπιθυμοῦν τήν ἐκκλησιαστική κήδευση, θά δημιουργήσουν μεγάλο προβληματισμό στήν Ἐκκλησία. Τί θά κάνη ἡ Ἐκκλησία; Θά κηδεύση καί θά ἐνταφιάση μιά τέφρα; Θά δεχθῆ νά κάνη τήν κηδεία τοῦ νεκροῦ σώματος, ὅταν μετά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τό σῶμα θά ὁδηγῆται στόν κλίβανο γιά τήν ἀποτέφρωση; Θά ἐνταφιάζη τήν τέφρα στά κοιμητήρια;
Τα ἐρωτήματα αὐτά προκαλοῦν ποιμαντικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα, τά ὁποῖα ἅπτονται ὅπως εἶπα προηγουμένως καί θεολογικῶν προβλημάτων, ἀνάλογα μέ τίς ἰδέες πού κρύπτονται κάτω ἀπό τήν ἐνέργεια αὐτή. Καί πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά λάβη σαφῆ θέση ἀπέναντι στά ποιμαντικά αὐτά θέματα.
Κατά τήν γνώμη μου ἡ ἐνδεχόμενη ἀπάντηση μπορεῖ νά εἶναι συνάρτηση δύο παραμέτρων. Πρώτον, ὅτι ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ ὅραση ἀνθρωπίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τα τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο, καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευταῖο ἀσπασμό κλπ. Πῶς, λοιπόν, θά γίνεται κηδεία χωρίς σῶμα; Δεύτερον, ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική ἀκολουθία τῆς ταφῆς ἔχει σχέση μέ ἐνταφιασμό σώματος καί ὄχι μέ ἐνταφιασμό τέφρας. Ὁπότε καί τά δύο αὐτά σημεῖα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνεται ἐξόδιος ἀκολουθία πρό τῆς καύσεως ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἐφ’ ὅσον στήν πρώτη περίπτωση δέν θά ἀκολουθήση ταφή καί στήν δεύτερη δέν θά ὑπάρχη σῶμα, ἀλλά τέφρα.
Συμπερασματικά, θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά μείνη ἀνεπηρέαστη ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί νά ἐξακολουθῆ νά κηδεύη καί νά ἐνταφιάζη τά σώματα τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι καί λείψανα, καί τά ὁποῖα θά κοιμοῦνται ἀναμένοντας τήν ἀνάστασή τους καί ὅταν γίνεται ἐκταφή νά μπορῆ νά διαπιστώνεται ἡ ἁγιότητα τοῦ κεκοιμημένου. Διότι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ θαυματουργία τῶν λειψάνων εἶναι τεκμήριο θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται καί σέ ὁλόκληρό το σῶμα. Καί βέβαια, ἡ βεβαίωση ὑπάρξεως ἑνός ἁγίου ἔχει βαθειά σημασία, γιατί τότε θά ξέρουμε ὅτι οἱ πρεσβεῖες του θά συντελοῦν καί στήν δική μας σωτηρία.
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 38 Μάρτιος 1999.
Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr