Στην Εκκλησία δεν καταλαβαίνουμε πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα από τους στολισμούς, τα λαμπάκια και τα μελομακάρονα, αλλά από την πρώτη φορά που θα ψαλλούν οι καταβασίες τους.

Αύριο, όταν ακουστεί το πρώτο «Χριστός γεννάται δοξάσατε», θα είναι σαν ν' ανοίγει πάλι ο ουρανός.


Στην Εκκλησία δεν καταλαβαίνουμε πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα από τους στολισμούς, τα λαμπάκια και τα μελομακάρονα, που κι αυτά έχουν τη χάρη τους και τα χαιρόμαστε και τα απολαμβάνουμε κι εμείς. Καταλαβαίνουμε πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα από την πρώτη φορά που θα ψαλλούν οι καταβασίες τους.
Αύριο λοιπόν, στον Όρθρο, θα ψάλλουμε για πρώτη φορά για φέτος:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε! Χριστός εξ ουρανών απαντησατε! Χριστός επί γης υψώθητε! Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται!».
Ο υμνογράφος ξεκινά από τότε που οι Ισραηλίτες πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα και είδαν ότι ο Θεός τους έσωσε. Τότε είπαν αυτό το «δεδόξασται». Η Εκκλησία το τοποθετεί στην αρχή των Χριστουγέννων για να μας δείξει ότι η Γέννηση είναι έργο της σωτηρίας μας. Ο Θεός μπαίνει στην ιστορία με τρόπο ανατρεπτικό και η δημιουργία καλείται ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή τη φανέρωση Του. Η φράση δεν περιγράφει απλώς τη χαρά της εορτής, είναι αναγγελία σωτηρίας. Ο υμνογράφος δεν λέει «ήρθε η γιορτή» αλλά «δεδοξάσθη ο Θεός γιατί επενέβη». Η Γέννηση είναι θεϊκή ενέργεια ανάλογη με την έξοδο από την Αίγυπτο, είναι νέο Πάσχα, νέα διάβαση, αυτή τη φορά όχι από τη θάλασσα αλλά από τη φθορά στη ζωή.

«Τω προ των αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιώ, και επ' εσχάτων εκ Παρθένου, σαρκωθέντι ασπόρως, Χριστώ τω Θεώ βοήσωμεν, ο ανυψώσας το κέρας ημών, Άγιος ει Κύριε».
Εδώ εκφράζεται η καρδιά της Χριστολογίας. Ο Χριστός υπάρχει πριν από κάθε χρόνο, γεννημένος από τον Πατέρα χωρίς αρχή και στα έσχατα λαμβάνει σάρκα από την Παρθένο, χωρίς ανθρώπινη συμβολή. Η Εκκλησία δεν επιχειρεί να εξηγήσει το πώς. Διατυπώνει το γεγονός όπως το παρέλαβε. Ο Υιός γίνεται άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση ανακτά την αξιοπρέπειά της. Το «ανύψωσας το κέρας ημών» δηλώνει αυτήν ακριβώς την αποκατάσταση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είδαν εδώ όχι έναν γενικό «εξευγενισμό» του ανθρώπου αλλά την πραγματική αναστήλωση της φύσεώς μας, που είχε ταπεινωθεί από την αμαρτία. Είναι ο Χριστός που σηκώνει το βάρος του ανθρωπίνου προσώπου και το επαναφέρει στο ύψος που είχε προοριστεί: Στην κοινωνία με Τον Θεό.

«Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας, εξ όρους ο αινετός, κατασκίου δασέως, ήλθες σαρκωθείς εξ απειράνδρου, ο άϋλος και Θεός, δόξα τη δυνάμει Σου Κύριε».
Ο υμνογράφος εδώ στηρίζεται άμεσα στην προφητεία του Ησαΐα για τη ρίζα του Ιεσσαί, δείχνοντας ότι ο Χριστός έρχεται από τη γενεαλογία του Δαβίδ αλλά γεννιέται με τρόπο που υπερβαίνει τη φυσική σειρά της καταγωγής. Το «εκ της Παρθένου ανεβλάστησας» δηλώνει ότι η Γέννηση δεν προέρχεται από ανθρώπινη σπορά αλλά από τη θεία ενέργεια που δρα μέσα στη μήτρα της Παρθένου. Η φράση «εξ όρους κατασκίου δασέως» δεν είναι ποιητική υπερβολή αλλά βιβλική εικόνα της θείας σκιάς που καλύπτει τον τόπο της φανέρωσης Του Θεού και εδώ το «όρος» είναι η Θεοτόκος που γίνεται χώρος της επισκίασης, όπως προαναγγέλλεται στον Ευαγγελισμό. Το «σαρκωθείς εξ απειράνδρου» επιβεβαιώνει την αειπαρθενία της Παναγίας και δηλώνει ότι ο άϋλος Λόγος προσλαμβάνει πλήρη ανθρώπινη φύση χωρίς ν' αλλοιώνει τη θεότητά Του, φανερώνοντας ότι η Γέννηση είναι πράξη σωτηρίας και όχι αποτέλεσμα φυσικών όρων. Οι Πατέρες που εντρυφούν στη Γέννηση, τονίζουν ότι το μυστήριο της, δεν είναι απλώς θαυμαστό αλλά σωτηριώδες, γιατί εδώ συναντιούνται άφθαρτη θεότητα και φθαρτή ανθρωπότητα χωρίς σύγχυση και χωρίς διάλυση και μέσω αυτής της ένωσης, θεραπεύεται η ρίζα της ανθρώπινης τραγωδίας.

«Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής Σου τον Άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον απέστειλας ημίν, όθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, εκ νυκτός ορθρίζοντες δοξολογούμεν σε Φιλάνθρωπε».
Ο Χριστός ονομάζεται Άγγελος της Μεγάλης Βουλής και πάλι από τον προφήτη Ησαΐα. Άγγελος σημαίνει Εκείνος που φανερώνει. Η Βουλή είναι το θέλημα Του Θεού για τον άνθρωπο, το σχέδιο της σωτηρίας. Ο Χριστός έρχεται ως ειρήνη που δίνει στον άνθρωπο καθαρή και σωτηριώδη κατεύθυνση. Η θεογνωσία παρουσιάζεται ως φως που ανοίγει τον νου. Η μετάβαση από τη «νύχτα» στην «ορθρία» δεν είναι ποιητική εικόνα αλλά πατερικός τρόπος να δηλωθεί η κάθαρση του νου από τη σκοτεινιά της πλάνης. Ο άνθρωπος, μέσα στην παρουσία Του Χριστού, παύει να ζει διστακτικά και τυφλά και αρχίζει να βαδίζει με επίγνωση προς Τον Θεό.

«Σπλάγχνων Ιωνά, έμβρυον απήμεσεν, ενάλιος θηρ, οίον εδέξατο, τη Παρθένω δε, ενοικήσας ο Λόγος και σάρκα λαβών, διελήλυθε φυλάξας αδιάφθορον, ης γαρ, ουχ υπέστη ρεύσεως, την τέκουσαν κατέσχεν απήμαντον».
Όπως ο Προφήτης Ιωνάς βγήκε από την κοιλιά του κήτους χωρίς φθορά, έτσι και ο Χριστός περνά από τη μήτρα της Παρθένου χωρίς να θίξει την ακεραιότητά της. Αυτό και πάλι δεν είναι σχήμα αλλά διατύπωση του μυστηρίου της αειπαρθενίας. Ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση με τρόπο που τη διατηρεί ακέραιη. Οι Πατέρες βλέπουν εδώ τον τύπο της αδιάφθορης εισόδου και εξόδου της θεότητας μέσα στην ανθρώπινη φύση, που δεν τραυματίζει αλλά θεραπεύει. Η Παρθένος μένει αδιάφθορη όχι μόνο σωματικά αλλά και ως εικόνα της Εκκλησίας, που δέχεται μέσα της Τον Χριστό και παραμένει καθαρή όταν ζει εν μετανοία.

«Οι Παίδες ευσεβεία συντραφέντες, δυσσεβούς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός απειλήν ουκ επτοήθησαν, αλλ’ εν μέσω της φλογός εστώτες έψαλλον, ο των Πατέρων Θεός ευλογητός ει».
Οι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα δείχνουν ότι η παρουσία Του Θεού προστατεύει τη φύση ακόμη και μέσα στη φλόγα. Η φωτιά δεν τους άγγιξε γιατί ήταν εκεί ο Θεός. Μ’ αυτή την εικόνα η Εκκλησία εξηγεί ότι και στη Γέννηση η θεότητα δεν καταστρέφει την ανθρώπινη φύση. Την αποκαθιστά, τη διατηρεί και τη στηρίζει.

Κι αυτό βρίσκει συνέχεια παρακάτω:
«Θαύματος υπερφυούς η δροσοβόλος, εξεικόνισε κάμινος τύπον, ου γαρ ους εδέξατο φλέγει νέους, ως ουδέ πυρ της Θεότητος, Παρθένου ην υπεδύ νηδύν, διό ανυμνούντες αναμέλψωμεν, ευλογείτω η κτίσις πάσα Τον Κύριον και υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας.»
Η δροσοβόλος κάμινος γίνεται η Παναγία. Όπως η φωτιά δεν έκαψε τους Τρείς Παίδες, έτσι και η θεότητα δεν έθιξε τη Θεοτόκο. Η χάρη Του Θεού ενεργεί με τρόπο που προστατεύει την ανθρώπινη φύση. Η Εκκλησία καλεί όλη την κτίση να ευλογήσει Τον Θεό γιατί μέσα στη Γέννηση ενώνονται ο ουρανός και η γη. Εδώ το «δροσοβόλος» δηλώνει ότι η παρουσία Του Θεού γίνεται παρηγορητική και ζωοποιός, όχι καταστρεπτική για τον άνθρωπο. Το μυστήριο της Γέννησης είναι η πρώτη μεγάλη αποκάλυψη της νέας, αποκατεστημένης σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπου η θεία φωτιά δεν κατακαίει αλλά δροσίζει, δεν αφανίζει αλλά ζωοποιεί.

Βλέπουμε λοιπόν πως οι καταβασίες των Χριστουγέννων, δεν μας εισάγουν απλώς στην περίοδο των Χριστουγέννων. Μας διδάσκουν. Μας διδάσκουν ότι ο Θεός δεν κατεβαίνει για ν' αλλάξει εξωτερικά όσα βλέπουμε αλλά για ν' αλλάξει βαθιά όσα είμαστε. Και κάθε φορά που ακούγεται αυτό το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», νιώθω ότι η Εκκλησία μας υπενθυμίζει πως η σωτηρία δεν είναι κάτι που περιμένουμε παθητικά αλλά κάτι που αρχίζει μέσα μας όταν στρέφουμε τον νου μας εκεί όπου φανερώνεται ο Θεός. Δεν είναι μια γιορτή που περνά, είναι μια αρχή, που μπορεί να ξαναγεννηθεί μέσα μας, κάθε χρόνο, αν δεν της (Του) δημιουργήσουμε χώρο. Αν το θελήσουμε.

Και ίσως το μεγαλύτερο όφελος τους να είναι ότι πριν φτάσουμε στη σπηλιά της Βηθλεέμ, μας περνούν απ' όλη την ιστορία της σωτηρίας. Μας θυμίζουν την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ησαΐα, τον Ιωνά, τους Τρεις Παίδες, τη σκιά Του Θεού, τη φωνή των προφητών, την υπόσχεση που κρύφτηκε μέσα στους αιώνες. Μας διδάσκουν ότι η Γέννηση δεν έγινε ξαφνικά αλλά ήταν το τέλος μιας μακράς πορείας όπου ο Θεός ετοίμαζε τον κόσμο Του και έκτοτε συνεχίζει να ετοιμάζει την καρδιά του καθενός μας.

Κι έτσι, μέσα στο ναό, πριν καν δούμε δέντρο, πριν δούμε φάτνη, πριν ακούσουμε κάλαντα, πριν μιλήσουμε για άστρο και μάγους, η Εκκλησία βάζει μπροστά μας το πιο ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα: Ότι ο Θεός έρχεται! Ότι η ανθρώπινη φύση έχει μέλλον! Ότι η ζωή μας δεν τελειώνει στην αδυναμία! Ότι ο κόσμος, όσο κι αν σκοτεινιάζει, έχει ήδη δεχθεί φως που δεν σβήνει!

Και σκέφτομαι πως αν οι άνθρωποι άκουγαν με προσοχή και καταλάβαιναν τι λένε πραγματικά αυτές οι καταβασίες, θ' αντιλαμβάνονταν ότι τα Χριστούγεννα δεν εορτάζουμε μια όμορφη ιστορία αλλά μια θεϊκή υπόσχεση που έγινε πράξη. Που έγινε σώμα. Τον Θεό που διάλεξε να σταθεί δίπλα στον άνθρωπο. Τον Θεό που δεν φοβήθηκε τη φτώχεια μας αλλά την έκανε κατοικία Του, που δεν ντράπηκε το σκοτάδι μας, αλλά μπήκε μέσα σ' αυτό για να το φωτίσει από μέσα.

Αύριο, όταν ακουστεί το πρώτο «Χριστός γεννάται δοξάσατε», θα είναι σαν ν' ανοίγει πάλι ο ουρανός. Και τότε καταλαβαίνει κανείς ότι τα Χριστούγεννα δεν τα φέρνουν τα λαμπάκια. Τα φέρνει ο Λόγος που γίνεται άνθρωπος. Αυτός που μπαίνει στη ζωή μας κάθε φορά που Του κάνουμε χώρο. Αυτός που μας σηκώνει όταν δεν έχουμε τη δύναμη να Τον σηκώσουμε εμείς.
Αυτός που γεννιέται για ν' αναστηθεί μέσα μας..!