Ὁ μητρ. Κυθήρων Σεραφεὶμ (τὸν ὁποῖο τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ ἱστολόγια παρουσιάζουν σὲ φωτογραφία μέσα σὲ φῶς λὲς καὶ εἶναι ἅγιος!!!) στὸ παρακάτω ἄρθρο του ἐκφράζει τὴν ἀνησυχία τοῦ σχετικὰ μὲ ὅσα συνέβησαν στὴν συνάντηση Πάπα καὶ Βαρθολομαίου στὴν Νίκαια καὶ τονίζει ὅτι σήμερα «εἶναι ἀπαραίτητη μία νέα «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» διά νά καταδειχθῆ τί εἶναι Ὀρθόδοξο καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἐκκλησιαστικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἱεροκανονικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παρακαταθήκη καί τί δέν εἶναι καί τέλος τί εἶναι «ὑγιαίνουσα διδασκαλία» καί τί εἶναι αἵρεσις, κακοδοξία καί ἑτεροδιδασκαλία». Κι ἐμεῖς ὡς ἀφελεῖς ἀλλὰ ἀποροῦντες πιστοὶ ρωτᾶμε:
Α) Δὲν γνωρίζετε σεβασμιώτατε, ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες, τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, τὶς διδαχὲς τῶν Ἁγίων καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τί εἶναι ὀρθόδοξο, ἐκκλησιαστικὸ ἱεροκανονικὸ καὶ τί δὲν εἶναι; Ὅταν δώσατε τὶς ὑποσχέσεις σας ὡς ἐπίσκοπος, δὲν γνωρίζατε τί πρέπει νὰ ὑπερασπίσετε; Δὲν ξέρετε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τί εἶναι ὑγιαίνουσα διδασκαλία, τὴν ὁποία ὡς ἐπίσκοπος παραλάβατε, καὶ τί εἶναι αἵρεση καὶ κακοδοξία; Δὲν γνωρίζετε ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῶν τελευταίων 500 αἰώνων καταδίκασαν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση, τὸν δὲ Οἰκουμενισμὸ ὡς Παναίρεση καὶ προειδοποίησαν γιὰ τὴν προδοσία τῶν κληρικῶν ποὺ βιώνουμε σήμερα; Δὲν γνωρίζετε ὅτι κανεὶς Ἅγιος δὲν εἶχε κοινωνία οὔτε μὲ τὴν ὅποια αἵρεση, οὔτε μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους ποὺ αἰρέτιζαν καὶ κακοδοξούσαν; Τότε πρὸς τί ὁ σχολιασμός σας; Μήπως γιὰ νὰ δικαιολογήσετε τὴν δειλία σας ρίχνοντας στάχτη στὰ μάτια τοῦ ποιμνίου;
Β) Μιλᾶτε λὲς καὶ αὐτὰ γίνονται γιὰ πρώτη φορά. Αὐτοὶ δὲ ποὺ σᾶς ἁγιοποιοῦν κάνουν ὡσὰν νὰ μὴν γνωρίζουν ὅτι συνέχεια λέτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, γνωρίζετε ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ κακοδοξοῦντες, ἀλλὰ δὲν κάνετε τίποτα. Σᾶς ξαναθυμίζουμε λοιπόν: Γιὰ τὶς σχέσεις Βαρθολομαίου καὶ τοῦ προηγούμενου Πάπα Φραγκίσκου ἀπαντήσατε σὲ ἐρώτηση ποὺ σᾶς ἔγινε:
« Ποιά εἶναι ἡ ἄποψή σας γιά τούς διαχριστιανικούς διαλόγους καί τίς συχνές ἐπαφές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη μέ τόν Πάπα;
Ἀπάντησις : Ὁμολογουμένως, οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι, τόσο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, πού ἐπιμένουν στήν διατήρησι τῆς Οὐνίας καί τίς αἱρετικές τους ἀποκλίσεις ἀπό τά ὀρθόδοξα δόγματα καί τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὅσο καί μέ τούς Ἀγγλικανούς, μέ τήν χειροτονία γυναικῶν σέ «ἱερεῖς» καί «ἐπισκόπους» καί τίς διάφορες αἱρέσεις τους, διέρχονται βαθειά κρίσι καί καρκινοβατοῦν, ἐπειδή, προφανῶς, δέν γίνονται ἐν φόβῳ Θεοῦ καί ὡς κατενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος… Δέν τολμοῦν νά ἀποπτύσουν τίς αἱρετικές τους θέσεις καί διδασκαλίες καί νά ἀσπασθοῦν τά ὀρθόδοξα δόγματα καί τήν κοινή ἀνόθευτη ὀρθόδοξη παράδοσι τῶν 9 πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Οἱ ἐπαφές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μέ τόν Πάπα… Ὅταν, ὅμως, ἐξελίσσονται σέ συμπροσευχές, ὄχι ἁπλῶς σέ ἕνα σπίτι -πού κι' αὐτό καταδικάζει ὁ 10ος Ἀποστολικός Κανών, ὁρίζων ὅτι «εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω»-, ἀλλ' εἴτε κατά τήν Θρονικήν ἑορτήν τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἤ σέ λατρευτική ἐκδήλωσι τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στή Ρώμη, προεξάρχοντος τοῦ Πάπα, ὑπάρχει σοβαρό κανονικό πρόβλημα, διότι αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό συμπροσευχή, καί ὑπολείπονται, βεβαίως, τῆς πλήρους συλλειτουργίας, πού προϋποθέτει τό κοινόν ποτήριον.
Ὅμως, οἱ ἐν ὥρᾳ λατρείας συμπροσευχές ἐγγίζουν τά κράσπεδα τῆς συλλειτουργίας, ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης εὐλογεῖ τόν ρωμαιοκαθολικό διάκονο πρός τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί ὁ Πάπας τόν Ὀρθόδοξο. Εἰσέρχεται ὁ ἡγέτης τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν διά τῆς Ὡραίας Πύλης στό Ἱερό Βῆμα. Εἰρηνεύουν ἀμφότεροι τό ἀλλότριο γι΄ αὐτούς ποίμνιο, ἀνταλλάσσουν τόν λειτουργικό ἀσπασμό καί συμπροσευχόμενοι ἀπαγγέλλουν στό ἀλλότριο χριστιανικό πλήρωμα τό Σύμβολο τῆς πίστεως καί τήν Κυριακή προσευχή. Καί ταῦτα, ἐνῷ ὑφίστανται ἀβυσσαλέες δογματικές καί ἐκκλησιολογικές διαφορές καί γίνονται ἑκατέρωθεν προσπάθειες νά γεφυρωθοῦν μέ τήν «ἀγαπολογία» καί ὄχι μέ τήν ἀκραιφνῆ θεολογία καί ἐκκλησιολογία, τήν Ἀποστολική καί Ἁγιοπατερική καί τά δεδομένα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.» (Εδώ).
Μάλιστα τὸ 2014 ὄχι μόνο εἴχατε πεῖ τὰ ἴδια, ὄχι μόνο ξεκάθαρα δείξατε ὅτι γνωρίζετε, τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας (ἄρα δὲν χρειάζεται ἀνανέωση διδασκαλίας Της), ποιός εἶναι αἱρετικός, ἀντικανονικός, ἀντιεκκλησιαστικὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἀλλὰ δηλώσατε ξεκάθαρα, ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ διακοπὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνίας μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν λαμβάνουν ὑπόψη τὰ παραπάνω δηλ. τοὺς Οἰκουμενιστές: « Γιά το πολύ σοβαρό αυτό θέμα των συμπροσευχών με τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους προστρέχουμε και αναζητούμε την θέσι της Αγίας μας Εκκλησίας, η οποία διατυπώνεται και εκφράζεται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνας της Αγιωτάτης ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες μας απεφάνθησαν διά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ως και διά των υπ’ αυτών αναγνωρισθεισών Τοπικών (Συνόδων) και Κανόνων Αγίων Πατέρων, διά τα σπουδαία αυτά κανονικά και εκκλησιολογικά θέματα και η συμμόρφωσις προς τις επιταγές των Ιερών αυτών Κανόνων είναι υποχρεωτική και ανυπέρθετη.
Κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνας οι ακοινώνητοι, οι αιρετικοί και οι εθνικοί θεωρούνται ότι είναι εκτός της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Με αυτούς δηλ. δεν επιτρέπεται η εκκλησιαστική κοινωνία.
…διότι εάν εκκλησιάζωνται με τους πιστούς οι τοιούτοι και υπάρχει εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς, χωρίς προηγουμένως να ανανήψουν και να αποπτύσουν την αίρεσι, την πλάνη και την κακοδοξίαν των, τότε, κατεχόμενοι από το πνεύμα της πλάνης, της αιρέσεως και της κακοδοξίας, δεν θα αφυπνισθούν ποτέ πνευματικά και ημείς οι Ορθόδοξοι πιστοί, λαικοί και κληρικοί, έχουμε μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό και κοινωνούμε εν προκειμένω «αμαρτίαις αλλοτρίαις.
Οι παπικοί, για να απαντήσω στην ερώτησί σας, κατά τους Ιερούς Κανόνας, τις αποφάσεις Πατριαρχικών συνόδων της β’ χριστιανικής χιλιετίας και την διδασκαλία Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας (όπως του Μ.Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κ.λπ., θεωρούνται ακοινώνητοι και αιρετικοί
Γιά τους ακοινωνήτους και αιρετικούς οι Ιεροί Κανόνες, ενδεικτικώς, ορίζουν τα εξής: Όποιος συμπροσεύχεται με ακοινώνητο, ακόμη και σε ένα σπίτι, ας αφορίζεται (10ος Αποστολικός). Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος εάν συμπροσευχήθηκε μόνο με αιρετικούς, ας αφορίζεται. Αν όμως επέτρεψε σ’ αυτούς να κάνουν κάτι (να ιερουργήσουν) ως κληρικοί, ας καθαιρείται (45ος Αποστολικός). Να μην επιτρέπεται στους αιρετικούς να εισέρχωνται στον οίκο του Θεού, εφ’ όσον επιμένουν στην αίρεσι (6ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Εκείνους που επιστρέφουν από τις αιρέσεις, είτε ήσαν κατηχούμενοι, είτε πιστοί κατ’ αυτούς, να μην τους προσδέχεσθε, πριν αναθεματίσουν κάθε αίρεσι, και κατ’ εξοχήν αυτήν (την αίρεσιν), στην οποία ήσαν αιχμάλωτοι (7ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει να παίρνουμε ευλογίες από τους αιρετικούς, οι οποίες είναι αλογίες μάλλον, παρά ευλογίες (32ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί ότι δεν πρέπει με αιρετικούς ή σχισματικούς να συμπροσευχόμαστε (33ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Όσο για τις συμπροσευχές με τους αλλοθρήσκους οι Ιεροί Κανόνες διατάσσουν τα εξής : Όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή γενικά από τον κατάλογο των Κληρικών, νηστεύει με τους Ιουδαίους, ή εορτάζει μαζί τους, ή δέχεται από αυτούς τα της εορτής των (δηλ. άζυμα) ή κάτι παρόμοιο ας καθαιρείται. Αν δε είναι λαικός, ας αφορίζεται (7ος και 70ος Αποστολικός, 37ος και 38ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει με τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) να συνεορτάζουμε και να κοινωνούμε με την αθεότητά τους (39ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί, αν κάποιος Χριστιανός μεταφέρη λάδι σε ιερό εθνών (μη χριστιανικό ναό), ή σε συναγωγή Ιουδαίων, στις γιορτές τους, ή ανάβει λυχνάρια, ας αφορίζεται (71ος Αποστολικός).
Μετά την δειγματοληπτική παράθεσι των ως άνω Ιερών Κανόνων είναι προφανές το τι πρέπει και τι δεν επιτρέπεται να γίνεται μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Οι συμπροσευχές και η είσοδος ακοινωνήτων και αιρετικών από την Ωραία Πύλη του Ορθοδόξου Ναού δεν συγχωρούνται, ούτε φυσικά κάτι το περισσότερο από αυτό π.χ. η ευλογία του ορθοδόξου ποιμνίου από αυτούς, η ανάγνωσις του Ιερού Ευαγγελίου εν ώρα Θ. Λατρείας από διάκονο των παπικών κ.λπ.). Ούτε πρέπει να γίνωνται συμπροσευχές με ετερόδοξους και ετεροθρήσκους, σαν κι αυτές που έγιναν στους κήπους του Βατικανού ανήμερα της Πεντηκοστής του λήγοντος έτους 2014…» (Εδώ).
Ἐπαναλαμβάνεστε συνέχεια, σεβασμιώτατε, καὶ λέτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, χωρὶς νὰ κάνετε ἀπολύτως τίποτα. ἀντιθέτως συγκαλύπτετε μὲ τὴν στάση σας τοὺς ἐνόχους. Σταματῆστε, λοιπόν, τὴν ὑποκρισία εἰς βάρος τοῦ ποιμνίου. Κι ἂν δὲν πρόκειται γιὰ ὑποκρισία, τότε πρόκειται γιὰ δειλία ποὺ κι αὐτὴ δὲν ἁρμόζει σὲ ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο καὶ ἀποτελεῖ μεγάλη ἁμαρτία. Ἡ πίστη καὶ οἱ δηλώσεις ἐπισκόπου δὲν εἶναι μέσο ἀκροαμματικότητας καὶ δημοφιλίας ἀλλὰ ὁμολογία Πίστεως καὶ πιθανότατα ἐπιφέρουν κόστος, τὸ ὁποῖο ὅμως πράγματι τότε ἴσως σᾶς ὁδηγήσουν στὴν ἁγιότητα!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ: “ἐπιχειρεῖται νά καταρριφθῆ τό ἀσάλευτο δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.”

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Ἐν Κυθήροις τῇ 1ῃ Δεκεμβρίου 2025
Ἀριθ. Πρωτ.: 457
«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)
Διά τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Τόν ὄγδοον αἰῶνα μετά Χριστόν, κατά τόν ὁποῖον ὠργίαζε καί ἐμαίνετο ἡ δεινή αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας, ὁ μέγας δογματικός Θεολόγος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τήν τριλογίαν του «Πηγή Γνώσεως» περιελάμβανε καί τά ἀντιαιρετικά καί θεολογικο-δογματικά ἔργα του· «Αἱρέσεων Ἱστορία» (ἀναίρεσις ἑκατόν τριῶν αἱρέσεων) καί «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», πού εἶναι «ὁ πλέον ἀσφαλής ὁδηγός κάθε χριστιανοῦ σχετικά μέ δογματικά θέματα καί ἕνα μνημεῖο τῆς Χριστιανικῆς Παραδόσεως»[1]. Μέ τήν ἀναίρεσιν τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων καί τήν κατάδειξιν τῆς «βασιλικῆς καί οὐρανοδρόμου ὁδοῦ τοῦ ἱεροῦ δόγματος» ὁ ἅγιος Ἰωάννης διέλαμψε εἰς τόν ἀγῶνα κατά τῶν εἰκονομάχων καί διεφώτισε τό Ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, προφυλάσσων αὐτό ἀπό τήν λύμην τῶν αἱρέσεων καί αἱρετικῶν καί κακοδόξων δοξασιῶν.
Καί εἰς τήν τεταραγμένην καί συγκεχυμένην ἐποχήν μας, ὅπου φυσοῦν «οἱ ἄνεμοι καί τά ρεύματα» τῆς «νέας ἐποχῆς», τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς «παγκοσμιοποίησης» καί τῆς πανθρησκείας εἶναι ἀπαραίτητη μία νέα «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» διά νά καταδειχθῆ τί εἶναι Ὀρθόδοξο καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἐκκλησιαστικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἱεροκανονικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παρακαταθήκη καί τί δέν εἶναι καί τέλος τί εἶναι «ὑγιαίνουσα διδασκαλία» καί τί εἶναι αἵρεσις, κακοδοξία καί ἑτεροδιδασκαλία.
Α’.
Εἰς τά ἐρωτήματα αὐτά θά λάβωμεν τήν ἀπάντησιν, πρωτίστως μέν ἀπό τό Ἱερόν Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τό Σύμβολον Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου συνοψίζεται ἡ Θεοπαράδοτος Πίστις τῆς Μιᾶς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἀκολούθως ἀπό τήν Ὁμολογίαν Πίστεως, τήν ὁποίαν κάμνει ὁ Ἐψηφισμένος Ἐπίσκοπος, πρό τῆς εἰς Ἀρχιερέα Χειροτονίας του, εὐθύς ἀμέσως μετά τήν Ἀνάγνωσιν τοῦ Ἱεροῦ μας Συμβόλου «Πιστεύω εἰς Ἕνα Θεόν…», ὅπου ἡ ἁγία καί ἀμώμητος Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων συμπυκνοῦται.
«Πρός δέ τούτοις, ὁμολογεῖ ὁ Ἐψηφισμένος Ἐπίσκοπος, στέργω καί ἀποδέχομαι τάς Ἁγίας ἑπτά Οἰκουμενικάς Συνόδους, καί τῶν Τοπικῶν, ἅς ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπί φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας Δογμάτων ἀθροισθεῖσαι. Ὁμολογῶ πάντας τούς ὑπ’ αὐτῶν, ὡς ὑπό φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας Ὅρους τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, καί τούς Ἱερούς Κανόνας, οὕς οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι, πρός τήν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καί τῶν ἠθῶν εὐταξίαν, κατά τάς Ἀποστολικάς Παραδόσεις καί τήν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς Θείας Διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνστερνίζομαι, καί κατ’ αὐτούς, ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τήν Θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καί κατ’ αὐτούς διατελέσω διδάσκων πάντα τόν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορίᾳ πεπιστευμένον Ἱερόν Κλῆρον καί τόν περιούσιον Λαόν τοῦ Κυρίου.
Προὐργιαίτατα δέ μοι ὁμολογεῖται, ἵνα τηρῶ τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, πάντα μέν, ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει, ταῦτα πρεσβεύων κἀγώ καί πιστεύων, μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλλων, μήτε τῶν Δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλά τούτοις ἐμμένων καί ταῦτα μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγαθῆς συνειδήσεως διδάσκων καί κηρύττων, πάντα δέ ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ταῦτα κἀγώ ἀποδοκιμάζων καί ἀποδιοπομπούμενος διά παντός… καί ἐπιμελήσομαι ὅση μοι δύναμις περίεστι ὀρθοτομεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας εἰς δόξαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Μιᾶς ὑπερουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Ἑνός καί Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν»[2].
Ὅ,τι καί ὅσα, λοιπόν, δέν ἀποτελοῦν τήν «ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν» τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί γενικώτερον τῆς Ἁγίας Γραφῆς· ὅ,τι ἀντίκειται εἰς τήν διδαχήν, τούς Ὅρους, τάς Ἐκκλησιαστικάς Παραδόσεις καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ὑπ’ αὐτῶν κυρωθεισῶν Τοπικῶν (Συνόδων)· ὅ,τι καί ὅσα ἀφοροῦν εἰς τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως, ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, καί πρεσβεύουσα δογματίζει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων· καί ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ὁ Ἐπίσκοπος πρωτίστως, ἀλλά καί ὁ Ἱερός Κλῆρος μετά τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ πιστοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀσπάζονται ἤ ἀπορρίπτουν.
Β’.
Ἐπειδή προκαλοῦνται ἀπορίες καί ἀνησυχίες καί διατυπώνονται ἐρωτήματα καί προβληματισμοί ἐντός τῆς Ποιμαντικῆς μας δικαιοδοσίας, καί ὄχι μόνο, δι’ ὅσα διημείφθησαν εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, ἐπί τῇ 1700ῇ ἐπετείῳ ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), καί εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐπί τῇ Θρονικῇ ἑορτῇ τῆς 30ῆς Νοεμβρίου ἐ.ἔ., καθ’ ἥν ἑορτάζεται πανηγυρικῶς ἡ ἱερά μνήμη τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, θεωροῦμεν ὡς ποιμαντικόν καθῆκον καί ὑποχρέωσίν μας νά ἐπισημάνωμεν τά ἀκόλουθα:Ὁ ἑορτασμός τῆς 1700ῆς ἐπετείου ἀπό τῆς συναθροίσεως ἐν Νικαίᾳ τῶν 318 Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γεγονός μέγα καί ἱστορικόν διά τήν πορείαν τῆς ἐπί γῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, δέν εἶχε, ὡς θά ἀνεμένετο, Πανορθόδοξον Σύναξιν διά τῆς συμμετοχῆς τῶν Μακ. Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Δύο (2) ἐκ τῶν 14 Πρωθιεραρχῶν συμμετέσχον. Καί τοῦτο συνέβη, προφανῶς, ἕνεκα τῆς παρουσίας καί συμμετοχῆς τοῦ ἑτεροδόξου καί μή δεκτοῦ, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν Πάπα Ρώμης (βλ. Κανόνας Ἀποστολ. ι’, ια’, ιβ’ καί ιγ’, Ἀντιοχ. β’, στ’, Καρθαγ. θ’, Λαοδικείας λγ’).
Ἀπό 60ετίας, ὅτε ὑπό τοῦ τότε Οἰκουμ. Πατριάρχου καί τοῦ τότε Πάπα Ρώμης ἤρθησαν ἑκατέρωθεν τά γενόμενα ἀναθέματα ἐν ἔτει 1054, κατά τήν ἀπόσχισιν τῶν Λατίνων, χωρίς προηγουμένως νά ὑπογραφῇ λίβελλος καί καταδίκη – ἀπόπτυσις τῶν αἱρετικῶν καί κακοδόξων διδασκαλιῶν καί καινοτομιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἀτόνησε, δυστυχῶς, ἡ ἀπαγόρευσις τῆς κοινωνίας μετά τῶν ἀκοινωνήτων, αἱρετικῶν, κακοδόξων καί σχισματικῶν, τήν ὁποίαν ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς προηγουμένης παραγράφου, καί τοιουτοτρόπως παρατηροῦνται αἱ συμπροσευχαί μετά ἑτεροδόξων, καί ἀλλοθρήσκων ἀκόμη, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης. Διά τόν λόγον αὐτόν, καί παρά τούς Ἱερούς Κανόνας, πού ἀναφέραμε, ἔγινε δεκτός «ἐν Ἐκκλησίᾳ (Ὀρθοδόξου) λαοῦ» ὁ Πάπας τῆς Ρώμης κατά τήν πρός ὑποδοχήν του γενομένην ἐπίσημον Δοξολογίαν καί κατά τήν Πατριαρχικήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου (Θρονική ἑορτή).
Ὑπεγράφη κοινή διακήρυξις ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τόν Πάπα Ρώμης, κατά τήν ὁποία δηλώνουν ὅτι «συνεχίζουμε νά βαδίζουμε μέ στέρεη ἀποφασιστικότητα ἐπί τῆς ὁδοῦ τοῦ διαλόγου, ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ (Ἐφεσ. 4, 15), πρός τήν ἐλπιζόμενη ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας». Εὐχῆς ἔργον θά ἦτο ἡ πλήρης ἐφαρμογή τοῦ Παυλείου ρήματος· «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», καταργουμένης τῆς «Οὐνίας» καί ἀναιρουμένων τῶν καινοτομιῶν εἰς τά θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Παραδόσεως, καθώς καί τῶν ἀναφυεισῶν, μετά τήν ἀπόσχισιν τῶν Παπικῶν (1054), αἱρέσεων, αἱρετικῶν καί κακοδόξων δοξασιῶν καί βασιλευούσης τῆς ἀποκαλυφθείσης ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί σῳζούσης Εὐαγγελικῆς Ἀληθείας. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32), ἐντέλλεται ὁ Θεῖος Διδάσκαλος Ἰησοῦς Χριστός.
Οἱ θεολογικοί διάλογοι τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν καρκινοβατοῦν, κατά τήν ὁμολογίαν ἐπισήμων ἐκπροσώπων των. Ἄν δέν ἀναιρεθοῦν «ἡ θεωρία τῶν κλάδων» καί «τῶν δύο πνευμόνων» καί ἄν δέν ἀναθεωρηθοῦν, μέ ὀρθόδοξα κριτήρια, οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς αὐτῆς στό Τορόντο («Δήλωση τοῦ Τορόντο» 1950, πού ἀναγνωρίζει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία» εἶναι περιεκτικότερη τῶν ἐπί μέρους ὁμολογιακῶν ἐκκλησιῶν καί ἑπομένως εἶναι εὐρύτερη τῆς Ὀρθοδοξίας) καί στό Πόρτο Ἀλέγκρε («κάθε Ἐκκλησία [μέλος τοῦ ΠΣΕ, Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες], εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε ἐκκλησία πληροῖ τήν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [μέλη τοῦ ΠΣΕ, Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες]. Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι»), πού εἶναι ἐντελῶς ἀντορθόδοξες καί ἀντιπαραδοσιακές, τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Πλήρωμα δέν ἀναμένει τίποτε τό λυσιτελές. Γιατί ἔτσι ἐπιχειρεῖται νά καταρριφθῆ τό ἀσάλευτο δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς τήν κοινήν διακήρυξιν Οἰκουμ. Πατριάρχου καί Πάπα σημειώνονται καί τά ἑξῆς: «Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ὁ ἑορτασμός μνήμης αὐτῆς τῆς σημαίνουσας ἐπετείου μπορεῖ νά ἐμπνεύσει νέα καί θαρραλέα βήματα ἐπί τῆς ὁδοῦ πρός τήν ἑνότητα. Μεταξύ τῶν ἀποφάσεών της ἡ Α’ Σύνοδος τῆς Νικαίας παρέσχε ἐπίσης τά κριτήρια γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, κοινῆς γιά ὅλους τούς Χριστιανούς… Πέραν τῆς ἀναγνώρισης τῶν κωλυμάτων, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τήν ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν … πρέπει νά ἀναγνωρίζουμε ὅτι αὐτό τό ὁποῖο μᾶς συνδέει εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στό Δόγμα τῆς Νικαίας».
Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας, κατά τούς διακεκριμένους Κανονολόγους Ζωναρᾶν καί Βαλσαμῶνα, «γέγονε … κατά Ἀρείου, γεγονότος πρεσβυτέρου τῆς κατά Ἀλεξάνδρειαν Ἐκκλησίας, ὅς ἐβλασφήμει κατά Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγων μή ὁμοούσιον εἶναι αὐτόν τῷ Θεῷ καί Πατρί, κτίσμα δέ· καί ὅτι ἦν, ὅτε οὐκ ἦν· ὅν καί καθεῖλε ἡ Ἁγία Σύνοδος αὕτη, καί ἀνεθεμάτισε μετά τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ· ἐδογμάτισε δέ ὁμοούσιον τῷ Πατρί τόν Υἱόν, καί Θεόν ἀληθινόν, καί Δεσπότην, καί Κύριον, καί Κτίστην τῶν κτιστῶν ἁπάντων· ἀλλ’ οὐ κτίσμα, οὐδέ μέντοι γε ποίημα».
«Ἡ συστηματικωτέρα ἐκδήλωσις τῆς ἀντιτριαδικῆς θεωρίας διά τῆς καταπολεμήσεως τῆς Θεότητος τοῦ Ἰ. Χριστοῦ περιέχεται ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου Ἀλεξανδρείας Ἀρείου» (Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, ἀείμνηστος Καθηγητής Κανονικοῦ Δικαίου εἰς τό Ε.Κ.Π.Α.). Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας ἐστερέωσε οὕτω πως τό κορυφαῖο Δόγμα τοῦ Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο ἐσαλεύθη καί σαλεύεται ὑπό τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν διά τοῦ Filioque, παρά τό ὅτι δέν τό ἐξεφώνησε εἰς τήν Νίκαιαν ὁ Ποντίφηξ τοῦ Βατικανοῦ. Εἶναι ζήτημα δογματικῆς διδασκαλίας τῶν Παπικῶν, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναθεωρηθῇ καί νά ἀνασκευασθῇ ἐκ βάθρων.
Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα, καθώρισεν ἡ ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν χρόνον τῆς ἐπιτελέσεώς του καί τόν μή συνεορτασμόν μετά τῶν Ἰουδαίων, καί, κατ’ ἐπέκτασιν, μετά τῶν ἑτεροδόξων, αἱρετικῶν καί ἀλλοθρήσκων.
Εἴχαμε μίαν δυσάρεστον ἐμπειρίαν, κατά τό παρελθόν θέρος, εἰς μίαν Θείαν Λειτουργίαν τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ Χώρας – Κυθήρων, ὅταν νεαρή γυναίκα, Ρωμαιοκαθολική κατά τό δόγμα, ἀπό Εὐρωπαϊκή χώρα, ἐπηρεασμένη ἀπό τήν ἰδέα τοῦ Κοινοῦ Πασχαλίου, ἡ ὁποία εὐρέως διεδίδετο ἐκεῖνο τόν καιρό, προσῆλθε διά τήν Θεία Κοινωνία, λέγουσα μέ ἐνθουσιασμό ὅτι: «τώρα πιά εἴμαστε ἀδέλφια». Ἀντιλαμβάνεσθε ποιά ἐκμετάλλευσις γίνεται στό Ἐξωτερικό τοῦ Κοινοῦ Πασχαλίου, πού παραπέμπει εἰς τό Κοινό Ποτήριο, ἀπροϋποθέτως!«Ἡ ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», κατά τήν κοινή διακήρυξι, «πέραν τῆς ἀναγνώρισης τῶν κωλυμάτων τά ὁποῖα τήν ἐμποδίζουν», προϋποθέτει ἀπαραιτήτως τήν προσήλωσιν καί τήν ἀποδοχήν κατά πάντα τῆς Εὐαγγελικῆς καί τῆς καθόλου Ἁγιογραφικῆς Ἀληθείας καί τῆς μακραίωνος Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως (Θεία Λατρεία, Ἅγια Μυστήρια, Ἀποστολική καί Ἁγιοπατερική Παράδοσις, Θεόπνευστα Δόγματα, Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες).
Στή Δύσι, φερ’ εἰπεῖν, Παπικοί καί Προτεστάντες «εὐλογοῦν» «γάμους» ὁμοφύλων ἀτόμων. Μάλιστα δέ οἱ δεύτεροι (Προτεστάντες), πού ἔχουν «ἀρχιεπίσκοπο» γυναίκα καί «χειροτονοῦν ἱέρειες» κάνουν ἀκατονόμαστους «γάμους» ὄχι δύο μόνον ὁμόφυλων ἀτόμων, ἀλλά τεσσάρων («πολυγαμία»!).
Εἶναι δυνατόν, ὅταν παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ καί ἐκτραχηλισμοῦ καί καταλύσεως τῶν ἠθικῶν καί πνευματικῶν ἀξιῶν, πού ξεπερνοῦν τά σοδομητικά ὄργια τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἐποχῆς, νά γίνεται λόγος γιά «ἀποκατάσταση πλήρους κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν»; καίΤά συμβάντα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο (Νίκαια καί Κωνσταντινούπολι) τό τελευταῖο τριήμερο τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. μιά μερίδα συνανθρώπων μας, πού εἶδαν τήν κίνησι αὐτή μέ ἀνθρωπιστικά κριτήρια, τούς ἱκανοποίησαν καί μιά ἄλλη μερίδα, ἡ μεγαλύτερη, πού διαθέτουν πνευματικά κατά Θεόν αἰσθητήρια μέ συνεπῆ χριστιανική ζωή τούς ἐπροβλημάτισαν καί ἐδυσαρέστησαν. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Παυλείου λόγου «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», μέ τήν ἀκριβή χριστιανική ἔννοια καί σημασία τῶν δύο αὐτῶν ὅρων· ἀλήθεια καί ἀγάπη, εὐαγγελική ἀλήθεια καί χριστιανική ἀγάπη, ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν λύσιν τοῦ προβλήματος.
Ἡ εἰρήνη καί συνύπαρξη τῶν λαῶν, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στήν κοινή διακήρυξι, ἀναφερόμενη στόν «αὐθεντικό διαθρησκειακό διάλογο, μακράν τοῦ νά ἀποτελεῖ αἰτία συγκρητισμοῦ καί σύγχυσης» εἶναι κάτι τό καλό καί σημαντικό. Ἡ εἰρήνη, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κάθε ψυχῆς εἶναι θεῖο δῶρο καί καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό ζητούμενο καί ποθούμενο γιά τήν χριστιανική κοινωνία καί τόν κάθε συνειδητό Χριστιανό.
«Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν, ἀδελφοί. Ἀμήν».
†ὁ Κυθήρων & Ἀντικυθήρων Σεραφείμ
[1] Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Δ’ , Δεκέμβριος, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 47-48.
[2] Ἀρχιερατικόν, ἔκδοσις ἈποστολικῆςΔιακονίας, Ἀθῆναι 1999, Τάξις γινομένη ἐπί Χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου, σελ. 111-112.