Ένας αδελφός πήγε στο όρος της Φέρμης. στον μεγάλο γέροντα, και του είπε: «Αββά, τι να κάνω που χάνεται η ψυχή μου;».
«Γιατί, παιδί μου;» τον ρώτησε ο γέροντας. Ο αδελφός αποκρίθηκε: «Όταν ήμουν στον κόσμο, έκανα στ’ αλήθεια πολλές νηστείες και αγρυπνίες και είχα μέσα μου πολλή κατάνυξη και θέρμη. Τώρα όμως δεν βλέπω μέσα μου κανένα καλό».
«Πίστεψέ με, παιδί μου», του είπε ο γέροντας «όσα έκανες όταν ήσουν στον κόσμο, τα έκανες επειδή η κενοδοξία και ο έπαινος των ανθρώπων έβαζαν μέσα σου αυτή την προθυμία, ο Θεός όμως δεν τα δεχόταν. Γι’ αυτό ούτε ο σατανάς σε πολεμούσε, γιατί δεν τον ένοιαζε να κόψει την προθυμία σου, αφού δεν είχες καμία ωφέλεια από αυτήν.
Τώρα όμως, που είδε ότι έγινες στρατιώτης του Χριστού και βγήκες να τον πολεμήσεις, πήρε και αυτός τα όπλα εναντίον σου. Πλην όμως στον Θεό αρέσει ο ένας ψαλμός που λες τώρα με κατάνυξη, παρά οι χίλιοι που έλεγες στον κόσμο· και δέχεται ο Θεός τη λίγη τωρινή νηστεία σου περισσότερο από τις εβδομάδες που νήστευες στον κόσμο...».
Ο αδελφός απάντησε: «Καθόλου δεν νηστεύω τώρα, αλλά όλα τα καλά που είχα στον κόσμο έφυγαν από εμένα». Και ο γέροντας του είπε: «Αδελφέ, σου φτάνει αυτό που έχεις. Μόνο κάνε υπομονή, και καλά είσαι».
Καθώς όμως ο αδελφός επέμενε και έλεγε: «Αλήθεια, αββά, χάνεται η ψυχή μου», ο γέροντας του είπε: «Πίστεψε, αδελφέ, δεν ήθελα να σου το πω, για να μη βλαφτεί ο λογισμός σου. Επειδή όμως βλέπω ότι ο σατανάς σε έριξε σε αποθάρρυνση, σου λέω:
Το ότι νομίζεις πως όταν ήσουν στον κόσμο έκανες καλά και είχες καλή ζωή, είναι υπερηφάνεια. Έτσι νόμιζε και ο Φαρισαίος και έχασε όλα τα καλά που είχε κάνει.
Επίσης, το ότι τώρα πιστεύεις πως τίποτε καλό δεν κάνεις, σου φτάνει, αδελφέ, για να σωθείς, γιατί είναι ταπείνωση. Έτσι δικαιώθηκε και ο τελώνης, χωρίς να κάνει κανένα καλό.
Γιατί στον Θεό είναι πιο αρεστός ένας άνθρωπος αμαρτωλός και αμελής με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση, παρά εκείνος που κάνει πολλά καλά και έχει την ιδέα ότι γενικά κάνει κάτι καλό».
Από τον Ευεργετινό