Κατά την περίοδο της κομμουνιστικής δικτατορίας στην Ρουμανία, απ' όλους τους ιεράρχες της Εκκλησίας, ο μόνος που είχε το κουράγιο να διαλέξει την οδό της ανοιχτής αντίρρησης ήταν ο Nicolae Popoviciu (Νικόλαος Ποποβίτσιου) επίσκοπος Οράντεα. Αμέσως μετά τον πόλεμο, αυτός ήταν ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη υποστήριξη στην Ιερά Σύνοδο να γίνει Πατριάρχης της Ρουμανικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά η απόλυτη αντίθεση των σοβιετικών δυνάμεων και των Ρουμάνων κομμουνιστών εμπόδισε την άνοδό του στην ανώτερη εκκλησιαστική θέση.
Αν και απειλούνταν απροκάλυπτα, ο επίσκοπος της Οράντεα
πολέμησε τον αθεϊσμό και εναντιώθηκε στην καταστροφή της χώρας και του λαού του
από το νέο καθεστώς. Παρότι προειδοποιήθηκε ότι το καθεστώς επιδιώκει να τον
απομακρύνει από την ιεραρχία και συμβουλεύθηκε από «φίλους» να εγκαταλείψει τη
γραμμή αντίστασης έναντι των αρχών, ο επίσκοπος απάντησε ότι η Εκκλησία δεν
μπορεί να ταπεινωθεί μπροστά σε κανένα πολιτικό καθεστώς, επειδή είναι ανώτερη
από οποιαδήποτε προσωρινή κυβέρνηση.
Πεπεισμένος ότι το κομμουνιστικό κράτος
δεν θα ικανοποιηθεί από την απλή υποταγή της Εκκλησίας, αλλά θα επιδιώξει την
καταστροφή της, ο επίσκοπος Νικόλαος προσπάθησε με όλα τα μέσα να
υπερασπίσει τη χώρα και την Εκκλησία από την επιρροή των μπολσεβίκων. Υπέβαλλε
δηλώσεις στο Υπουργείο θρησκευμάτων, στις οποίες υποστήριζε το κυρίαρχο
δικαίωμα του επισκόπου να διορίζει τους πρωτοπρεσβύτερους. Ζήτησε επίσης να μην
συλλαμβάνονται οι ιερείς χωρίς να ειδοποιείται ο επίσκοπος και αυτός να μπορεί
να παρεμβαίνει στην υπεράσπιση των συλληφθέντων. Αντιτάχθηκε στην ένωση της
Ουνιτικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξη, θεωρώντας πως ό,τι γίνεται βίαια δεν έχει
νομιμότητα και διάρκεια. Επίσης επεδίωξε να περιορίσει την επιρροή του
συνδικάτου της επισκοπής, του δούρειου ίππου των κομμουνιστών στη ζωή της
Εκκλησίας.
Στα φλογερά κηρύγματά του, ο επίσκοπος Νικόλαος απέρριψε τις υποδείξεις του Υπουργείου Θρησκευμάτων, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί
να πει ψέματα στην Εκκλησία. Έτσι, αρνήθηκε να μιλήσει για τα οφέλη της
κολεκτιβοποίησης, για τον αγώνα υπέρ της ειρήνης και για άλλα θέματα που οι
κομμουνιστές ήθελαν να προωθούνται από τους ιερείς. Τόσο στα κηρύγματα, όσο και
στα διοικητικά θέματα και τις εκκλησιαστικές εκλογές, ο ιεράρχης ομολόγησε την
ορθόδοξη πίστη και την αντίθεσή του στον αθεϊσμό, στην ιδέα του μίσους και της
ταξικής πάλης, στη δίωξη των ανθρώπων για θρησκευτικούς και κοινωνικούς λόγους
κλπ. Αποκάλυψε επανειλημμένα τις παρανομίες των μπολσεβίκων, υποστηρίζοντας ότι
ένα σύστημα που βασίζεται στην αδικία, τη βία και το μίσος δεν μπορεί να
αντέξει και προφήτευσε την πτώση του κομμουνισμού όχι μόνο στη Ρουμανία, αλλά
και στον κόσμο ολόκληρο.
Σε ένα κήρυγμά του που εκφωνήθηκε στη Μονή Izbuc, τον Μάιο
του 1950 ο επίσκοπος είπε «Σήμερα οι
ηγέτες δεν είναι με το Θεό, ούτε πιστεύουν σ' αυτόν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα
πετύχουν τα σχέδιά τους, διότι χωρίς Θεό δεν μπορεί να γίνει τίποτα...»
Μετά από ένα κήρυγμα στο θεολογικό Ινστιτούτο του
Βουκουρεστίου, στο οποίο μίλησε για τη χριστιανική τόλμη, ένας από τους
συμμετέχοντες δήλωσε ότι ο επίσκοπος της Οράντεα «μίλησε σαν τον Χριστό. Οι
ιερείς ήθελαν να πάνε να τον αγκαλιάσουν. Με τέτοιους επισκόπους οι
κομμουνιστές δεν θα καταφέρουν να καταστρέψουν την Εκκλησία».
Στο κήρυγμα που εκφώνησε το Πάσχα του 1950, ο επίσκοπος
ανέφερε στους πιστούς ότι «για τη δικαιοσύνη και την πίστη, οι μαθητές του
Χριστού βασανίσθηκαν, χλευάσθηκαν, υπέφεραν διωγμούς και περιορισμούς, που
επιβάλλονταν από τους νόμους εκείνων των καιρών. Μερικοί έχασαν ακόμη και τη
ζωή τους. Όπως στο παρελθόν η Εκκλησία βγήκε νικήτρια, όπως ο Ιησούς νίκησε
όλους τους εχθρούς Του, έτσι και η Εκκλησία θα νικήσει όλους όσους την
πολεμούν... Πολεμήστε για την υπεράσπιση της πίστης του Χριστού. Πολεμήστε για
την υπεράσπιση της Εκκλησίας Του. Μη φοβάστε, μην είστε προδότες του Ιησού,
αγαπήστε Τον. Όποιος αγαπάει τον Ιησού υποφέρει γι' Αυτόν και δεν φοβάται
τίποτα».
Για
την Ασφάλεια, τέτοια κηρύγματα ήταν πραγματικές
εξεγέρσεις εναντίον του καθεστώτος, επομένως ο επίσκοπος της Οράντεα
έγινε
ανεπιθύμητος στο καθεστώς, ένας στόχος που έπρεπε να εξαφανισθεί και για
αυτό είχε τεθεί υπό μόνιμη επιτήρηση από τις αρχές. Η αγάπη του λαού
και του
κλήρου προς έναν άνθρωπο με απόλυτη ειλικρίνεια και με έμπρακτη η αγάπη
για τους
άπορους ήταν μια δύσκολη ασπίδα για να σπάσει. Η αντι-κομμουνιστική
αντίσταση στην Τρανσυλβανία, θα μπορούσε να ενισχυθεί μόνο από την
παρουσία του. Οι μυστικές υπηρεσίες επέβαλαν επίσης έναν δικό τους
άνθρωπο, τον συνεργάτη τους Αντρέι Κομάν, πρώην ουνίτη που τον έβαλαν
στην αρχιεπισκοπή της Oradea. Μέσα από
αυτόν, αφενός συγκέντρωναν πληροφορίες σχετικά με το χριστιανικό και
αντι-κομμουνιστικό έργο του Ιεράρχη Νικολάε και, αφετέρου, ασκούσαν
μόνιμη
πίεση για να αλλάξουν τη στάση του. Τελικά, αποφασίσθηκε η απόλυσή του,
πράγμα που υλοποίησε η ηγεσία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 1950, όταν «για λόγους ανωτέρου
εκκλησιαστικού συμφέροντος και λόγω
ασθενείας, η Ιερά Σύνοδος απέσυρε τον θεοφιλέστατο επίσκοπο
Νικόλαο Popoviciu από την επισκοπή της Οράντεα».
Η απόφαση απομάκρυνσης του επισκόπου της Οράντεα ήταν ακόμη
πιο αξιοθρήνητη επειδή τα μέλη της Ιεράς Συνόδου γνώριζαν τον πραγματικό λόγο
της απόλυσής του. Αμέσως μετά την ψηφοφορία, ο επίσκοπος του Κλουζ Νικόλαος Κολάν (Nicolae Colan) ομολόγησε
ότι «η δίκη του Πόποβιτς ήταν η δίκη του καθενός μας, η καταδίκη του
Popoviciu περιέχει στην ουσία την καταδίκη του καθενός μας. Αν ήμασταν ό,τι
έπρεπε να είμαστε, θα καταθέταμε όλοι τις ράβδους μας, αντί να αποκεφαλίσουμε
τον Popoviciu».
Φοβούμενοι την οποιαδήποτε προσέγγιση της αντικομμουνιστικής
Αντίστασης με τον πρώην επίσκοπο της Οράντεα, οι κομμουνιστές θα επιβάλλουν τον
εγκλεισμό του στη Mονή Κέϊα, η οποία βρισκόταν σε μια περιοχή που ελεγχόταν από
τα σοβιετικά στρατεύματα. Μετά από δέκα χρόνια διωγμών, με κατ' οίκον
περιορισμό, δυο απόπειρες δηλητηρίασης και πολλά άλλα δεινά, ο επίσκοπος
Νικόλαος Popoviciu θα κοιμηθεί στις 20 Οκτωβρίου 1960, σε ηλικία μόλις 57 ετών.
KO / από εδώ και το έργο του π. Γρηγορίου (Vlad) Benea "Το Πνεύμα των Αγίων Πατέρων στις φυλακές της Ρουμανίας (1941-1989)"
Ο
επίσκοπος Nicolae Popoviciu είναι ένας από τους
μεταπολεμικούς ορθόδοξους επισκόπους που προτάθηκε για να ανακηρυχθεί
άγιος, θεωρούμενος μάρτυρας από πολλούς κληρικούς και πιστούς.