Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου
Ο βασιλιάς τοῦ σκότους πού μπῆκε μέσα στήν ψυχή, αὐτός ὁ πονηρός ἄρχοντας, ἀφοῦ αἰχμαλώτισε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀρχή, τήν κάλυψε καί τήν ἔνωσε μέ τή σκοτεινή του δύναμη. Συνέβη τότε πως γίνεται ταν θέλουν νά κάνουν κάποιον βασιλιά. Τόν ντύνουν βασιλικά ροῦχα, τοῦ φοροῦν ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά νύχια βασιλικά ροῦχα. ῎Ετσι ἔντυσε κι ὁ διάβολος τήν ψυχή καί ὁλόκληρη τήν ὑπόστασή της μέ τήν ἁμαρτία. ῎Ετσι τή μόλυνε ὁλόκληρη καί ὁλόκληρη τήν αἰχμαλώτισε στό βασίλειό του. Δέν ἄφησε οὔτε ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς πού νά μή τό κάνει δικό του, οὔτε τούς λογισμούς, οὔτε τό νοῦ, οὔτε τό σῶμα, ἀλλά τήν ἔντυσε μέ τήν στολή τοῦ βασιλείου τοῦ σκότους. Διότι, πως στό σῶμα ταν ἀσθενήσει δέν ὑποφέρει μόνο ἕνα μέρος ἤ ἕνα μέλος του, ἀλλ᾿ ὑποφέρει ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὁλόκληρη ἀρρώστησε καί πάσχει ἀπό τά πάθη τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας.
Εντυσε λοιπόν μέ τήν κακία του, δηλαδή μέ τήν
ἁμαρτία ὁ πονηρός ὁλόκληρη τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασικό
μέλος καί μέρος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἔτσι ἔγινε τό σῶμα παθητό καί φθαρτό.
Διότι ὅταν ὁ ἀπόστολος λέει· “ἀποβάλετε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας τόν
παλαιό ἄνθρωπο” (῎Εφεσ. 4,22) ἐννοεῖ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, καί τά μάτια
μέ ἄλλα μάτια, τό κεφάλι μέ ἄλλο κεφάλι, τά αὐτιά μέ ἄλλα αὐτιά, τά
χέρια μέ ἄλλα χέρια, τά πόδια μέ ἄλλα πόδια. Διότι ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο,
σῶμα καί ψυχή, τόν μόλυνε καί τόν ἔκανε κομάτια ὁ πονηρός.
῾Ολόκληρο τόν ἄνθρωπο τόν ἔντυσε μέ τήν ἁμαρτία καί τόν ἔκανε παλαιό καί βδελυρό ἄνθρωπο, ἀκάθαρτο καί θεομάχο, ἀνυπότακτο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά βλέπει πλέον ὁ ἄνθρωπος ὅπως θέλει, ἀλλά νά βλέπει πονηρά, καί νά ἀκούει πονηρά, καί τά πόδια του νά τρέχουν γιά νά κάνουν τό κακό, καί τά χέρια του νά δουλεύουν στήν παρανομία, καί ἡ ψυχή του νά λογίζεται πονηρά.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τόν Θεό νά πετάξει ἀπό πάνω μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ νά πετάξει ἀπό πάνω μας τήν ἁμαρτία. ᾿Επειδή εἶναι πιό δυνατοί ἀπό ἐμᾶς αὐτοί πού μᾶς αἰχμαλώτισαν καί μᾶς κρατοῦν στό βασίλειό τους. Αὐτός μᾶς ὑποσχέθηκε τι θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό αὐτή τήν βαριά αἰχμαλωσία. Συμβαίνει κι ἐδῶ τι ἀκριβῶς καί μέ τήν ἁμαρτία πού ἔχει ἐνωθεῖ μέ τήν ψυχή, γιατί ἄλλη ἡ φύση τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τῆς ἀμαρτίας. ῞Οταν λοιπόν ὑπάρχει ἥλιος καί φυσάει ἕνα ἀεράκι, που ὁ μέν ἥλιος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, ἐπίσης καί ὁ ἄνεμος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαχωρίσει τόν ἄνεμο ἀπό τόν ἥλιο, παρά μόνο ὁ Θεός, ἄν σταματήσει τόν ἄνεμο γιά νά μή πνέει πλέον.
Εἶναι ἀδύνατο λοιπόν νά χωρισθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία ἄν δέν σταματήσει καί δέν ἀπομακρύνει ὁ Θεός τόν πονηρό αὐτό ἄνεμο πού κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή καί στό σῶμα. Νά τό ποῦμε καί ἀλλοιῶς. ῞Οπως κάποιος πού βλέπει ἕνα πτηνό πού πετάει, καί θέλει καί ὁ ἴδιος νά πετάξει, μή ἔχοντας ὅμως φτερά, εἶναι ἀδύνατο νά πετάξει, ἔτσι συμβαίνει καί στόν ἄνθρωπο. “Τό νά ἐπιθυμεῖ μέν τό καλό, τό νά εἶναι δηλαδή καθαρός, ἄμεμπτος, ἀμόλυντος, καί νά μήν ἔχει κακία μέσα του καί νά εἶναι πάντα μέ τόν Θεό, αὐτό εἶναι στό χέρι του” (Ρωμ. 7,18), τή δυνατότητα ὅμως καί νά πετύχει τήν ἐπιθυμία του δέν τήν ἔχει. Θέλει μέν νά πετάξει στόν θεϊκό ἀέρα καί στήν ἐλευθερία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄν ὅμως δέν ἀποκτήσει φτερά, δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τόν Θεό νά μᾶς δώσει τά φτερά τῆς περιστερᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιά νά πετάξουμε πρός Αὐτόν καί ἐκεῖ νά ἀναπαυθοῦμε. Καί νά διαχωρίσει καί νά ἀπομακρύνει τόν πονηρό ἄνεμο ἀπό τήν ψυχή καί τό σῶμα μας, δηλαδή τήν ἁμαρτία πού κατοικεῖ στά μέλη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ αὐτό νά τό κάνει. Εἶπε: “Νά ὁ ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ πού θά πάρει πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου” (᾿Ιω. 1,29). μόνο Αὐτός ἔκανε αὐτή τή φιλανθρωπία στούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Διότι τούς λυτρώνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί σ᾿ ἐκείνους πού πάντοτε προσδοκοῦν καί ἐλπίζουν καί Τόν παρακαλοῦν ἀκατάπαυστα χαρίζει τήν ἀνέκφραστη αὐτή σωτηρία.
῾Ο ἄνθρωπος πού ἔχει πέσει στά χέρια τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντα αὐτοῦ τῆς νύχτας καί τοῦ σκοταδιοῦ, μοιάζει μέ ὅλα ἐκεῖνα τά φυτά καί τά σπαρτά πού τή σκοτεινή κι ὁλόμαυρη νύχτα, σείονται καί τινάζονται, ἀπό τόν ἄγριο ἄνεμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐπειδή βρίσκεται πλέον μέσα στό πνευματικό σκοτάδι ταράσσεται ὁλόκληρος ἀπό τό φοβερό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας, σείεται, ταράσσεται καί πάσχει ὁλόκληρη ἡ φύση του, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του καί οἱ λογισμοί του. Κανένα μέλος σωματικό ἤ πνευματικό αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀνεπηρέαστο, ἀπό τήν ἁμαρτία πού φωλιάζει μέσα του.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἡμέρα τή φωτεινή πού πνέει ὁ θεϊκός ἄνεμος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Αὐτός ὁ ἄνεμος φυσάει καί δροσίζει τίς ψυχές πού βρίσκονται στό θεϊκό φῶς τῆς ἡμέρας καί διέρχεται ὅλη τήν ὕπαρξή τους· τήν ψυχή, τούς λογισμούς, ἀκόμα καί τά σωματικά μέλη τοῦ ἀνθρώπου ἀνακουφίζει καί εἰρηνεύει μέ θεϊκή καί ἀνείπωτη ἀνάπαυση. Αὐτό ἐννοοῦσε καί ὁ ᾿Απόστολος ὅταν ἔγραφε· “ἐμεῖς δέν εἴμαστε τέκνα τῆς νύχτας καί τοῦ σκότους. ῞Ολοι σας εἴσαστε τέκνα τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας” (Α΄ Θεσσ. 5,5).
Καί ὅπως ὅταν πλανήθηκε ὁ τέλειος ἄνθρωπος ντύθηκε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί φοράει ἀπό τότε τό ἔνδυμα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, ἔνδυμα βλασφημίας, ἀπιστίας, ἀφοβίας τοῦ Θεοῦ, ματαοδοξίας, ὑπερηφάνειας, φιλαργυρίας, ἐπιθυμίας κακῆς, καί τά ἄλλα ὅμοια ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, τά κουρελιασμένα καί ἀκάθαρτα καί βρωμερά, ἔτσι πάλι ἐδῶ. ῞Οσοι ἀπέβαλαν τόν παλαιό καί δόλιο ἄνθρωπο (Κολ. 3,9). Σ᾿ αὐτούς ὁ Χριστός ἔβγαλε τά ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καί τούς ἔντυσε μέ τόν καινούργιο καί ἐπουράνιο ἄνθρωπο τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό κατά τόν ἴδιο τρόπο. ῎Αλλαξε τά μάτια μέ τά καινούργια μάτια, τά αὐτιά μέ τά καινούργια αὐτιά, τό κεφάλι μέ τό καινούργιο κεφάλι, ὥστε νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος καθαρός καί νά φέρει τήν ἐπουράνια μορφή (Α Κορ. 15,47-49).
Καί τούς ἔντυσε ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀνέκφραστης βασιλείας τοῦ φωτός. Μέ τά ἐνδύματα τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγαθότητας, τῆς καλωσύνης, καί μέ ὅλα τά ἄλλα παρόμοια ἐνδύματα, ἐνδύματα φωτεινά, ἐνδύματα ζωῆς, ἐνδύματα θεϊκά, πού χαρίζουν ζωή καί ἀπερίγραπτη ἀνάπαυση ῞Οπως λοιπόν ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί χαρά καί εἰρήνη καί ἔλεος καί ἀγαθοσύνη, τέτοιος νά ἀξιωθεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γίνει καί ὁ νέος ἄνθρωπος.
Καί ὅπως ἀκριβῶς ἡ βασιλεία τοῦ σκότους καί ἡ ἁμαρτία εἶναι κρυμμένα μέσα στήν ψυχή μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί αὐτό τό σῶμα τῶν ἁμαρτωλῶν θά καλυφθεῖ μέ τό σκοτάδι πού βρίσκεται ἀπό τώρα κρυμμένο μέσα στήν ψυχή, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ βασιλεία τοῦ φωτός καί ἡ ἐπουράνια εἰκόνα, δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, φωτίζει τώρα κατά τρόπο μυστικό τήν ψυχή καί βασιλεύει στήν ψυχή τῶν ἁγίων. Κρυμμένος ὄντας ἀπό τά ἀνθρώπινα μάτια, βλέπεται ὁ Χριστός μόνο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί τό σῶμα θά καλυφθεῖ καί θά δοξασθεῖ μέ τό φῶς τοῦ Κυρίου, πού ὑπάρχει ἀπό τώρα μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι θά βασιλεύσει καί τό σῶμα μαζί μέ τήν ψυχή, πού ἀπό τώρα ζεῖ τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καί θά ἀναπαύεται καί θά φωτίζεται μέ τό αἰώνιο φῶς.
῎Ας εἶναι δοξασμένα τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαχνία Του, διότι ἐλεεῖ καί φωτίζει τούς δούλους Του. Γιατί τούς λυτρώνει ἀπό τή βασιλεία τοῦ σκότους καί τούς χαρίζει τό φῶς Του καί τή βασιλεία Του. Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. ᾿Αμήν.
῾Ολόκληρο τόν ἄνθρωπο τόν ἔντυσε μέ τήν ἁμαρτία καί τόν ἔκανε παλαιό καί βδελυρό ἄνθρωπο, ἀκάθαρτο καί θεομάχο, ἀνυπότακτο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά βλέπει πλέον ὁ ἄνθρωπος ὅπως θέλει, ἀλλά νά βλέπει πονηρά, καί νά ἀκούει πονηρά, καί τά πόδια του νά τρέχουν γιά νά κάνουν τό κακό, καί τά χέρια του νά δουλεύουν στήν παρανομία, καί ἡ ψυχή του νά λογίζεται πονηρά.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τόν Θεό νά πετάξει ἀπό πάνω μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ νά πετάξει ἀπό πάνω μας τήν ἁμαρτία. ᾿Επειδή εἶναι πιό δυνατοί ἀπό ἐμᾶς αὐτοί πού μᾶς αἰχμαλώτισαν καί μᾶς κρατοῦν στό βασίλειό τους. Αὐτός μᾶς ὑποσχέθηκε τι θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό αὐτή τήν βαριά αἰχμαλωσία. Συμβαίνει κι ἐδῶ τι ἀκριβῶς καί μέ τήν ἁμαρτία πού ἔχει ἐνωθεῖ μέ τήν ψυχή, γιατί ἄλλη ἡ φύση τῆς ψυχῆς καί ἄλλη τῆς ἀμαρτίας. ῞Οταν λοιπόν ὑπάρχει ἥλιος καί φυσάει ἕνα ἀεράκι, που ὁ μέν ἥλιος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, ἐπίσης καί ὁ ἄνεμος ἔχει δικό του σῶμα καί δική του φύση, καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαχωρίσει τόν ἄνεμο ἀπό τόν ἥλιο, παρά μόνο ὁ Θεός, ἄν σταματήσει τόν ἄνεμο γιά νά μή πνέει πλέον.
Εἶναι ἀδύνατο λοιπόν νά χωρισθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία ἄν δέν σταματήσει καί δέν ἀπομακρύνει ὁ Θεός τόν πονηρό αὐτό ἄνεμο πού κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή καί στό σῶμα. Νά τό ποῦμε καί ἀλλοιῶς. ῞Οπως κάποιος πού βλέπει ἕνα πτηνό πού πετάει, καί θέλει καί ὁ ἴδιος νά πετάξει, μή ἔχοντας ὅμως φτερά, εἶναι ἀδύνατο νά πετάξει, ἔτσι συμβαίνει καί στόν ἄνθρωπο. “Τό νά ἐπιθυμεῖ μέν τό καλό, τό νά εἶναι δηλαδή καθαρός, ἄμεμπτος, ἀμόλυντος, καί νά μήν ἔχει κακία μέσα του καί νά εἶναι πάντα μέ τόν Θεό, αὐτό εἶναι στό χέρι του” (Ρωμ. 7,18), τή δυνατότητα ὅμως καί νά πετύχει τήν ἐπιθυμία του δέν τήν ἔχει. Θέλει μέν νά πετάξει στόν θεϊκό ἀέρα καί στήν ἐλευθερία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄν ὅμως δέν ἀποκτήσει φτερά, δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό.
῎Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τόν Θεό νά μᾶς δώσει τά φτερά τῆς περιστερᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιά νά πετάξουμε πρός Αὐτόν καί ἐκεῖ νά ἀναπαυθοῦμε. Καί νά διαχωρίσει καί νά ἀπομακρύνει τόν πονηρό ἄνεμο ἀπό τήν ψυχή καί τό σῶμα μας, δηλαδή τήν ἁμαρτία πού κατοικεῖ στά μέλη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Διότι μόνο Αὐτός μπορεῖ αὐτό νά τό κάνει. Εἶπε: “Νά ὁ ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ πού θά πάρει πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου” (᾿Ιω. 1,29). μόνο Αὐτός ἔκανε αὐτή τή φιλανθρωπία στούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Διότι τούς λυτρώνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί σ᾿ ἐκείνους πού πάντοτε προσδοκοῦν καί ἐλπίζουν καί Τόν παρακαλοῦν ἀκατάπαυστα χαρίζει τήν ἀνέκφραστη αὐτή σωτηρία.
῾Ο ἄνθρωπος πού ἔχει πέσει στά χέρια τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντα αὐτοῦ τῆς νύχτας καί τοῦ σκοταδιοῦ, μοιάζει μέ ὅλα ἐκεῖνα τά φυτά καί τά σπαρτά πού τή σκοτεινή κι ὁλόμαυρη νύχτα, σείονται καί τινάζονται, ἀπό τόν ἄγριο ἄνεμο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐπειδή βρίσκεται πλέον μέσα στό πνευματικό σκοτάδι ταράσσεται ὁλόκληρος ἀπό τό φοβερό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας, σείεται, ταράσσεται καί πάσχει ὁλόκληρη ἡ φύση του, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του καί οἱ λογισμοί του. Κανένα μέλος σωματικό ἤ πνευματικό αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀνεπηρέαστο, ἀπό τήν ἁμαρτία πού φωλιάζει μέσα του.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἡμέρα τή φωτεινή πού πνέει ὁ θεϊκός ἄνεμος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Αὐτός ὁ ἄνεμος φυσάει καί δροσίζει τίς ψυχές πού βρίσκονται στό θεϊκό φῶς τῆς ἡμέρας καί διέρχεται ὅλη τήν ὕπαρξή τους· τήν ψυχή, τούς λογισμούς, ἀκόμα καί τά σωματικά μέλη τοῦ ἀνθρώπου ἀνακουφίζει καί εἰρηνεύει μέ θεϊκή καί ἀνείπωτη ἀνάπαυση. Αὐτό ἐννοοῦσε καί ὁ ᾿Απόστολος ὅταν ἔγραφε· “ἐμεῖς δέν εἴμαστε τέκνα τῆς νύχτας καί τοῦ σκότους. ῞Ολοι σας εἴσαστε τέκνα τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας” (Α΄ Θεσσ. 5,5).
Καί ὅπως ὅταν πλανήθηκε ὁ τέλειος ἄνθρωπος ντύθηκε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί φοράει ἀπό τότε τό ἔνδυμα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, ἔνδυμα βλασφημίας, ἀπιστίας, ἀφοβίας τοῦ Θεοῦ, ματαοδοξίας, ὑπερηφάνειας, φιλαργυρίας, ἐπιθυμίας κακῆς, καί τά ἄλλα ὅμοια ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους, τά κουρελιασμένα καί ἀκάθαρτα καί βρωμερά, ἔτσι πάλι ἐδῶ. ῞Οσοι ἀπέβαλαν τόν παλαιό καί δόλιο ἄνθρωπο (Κολ. 3,9). Σ᾿ αὐτούς ὁ Χριστός ἔβγαλε τά ἐνδύματα τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καί τούς ἔντυσε μέ τόν καινούργιο καί ἐπουράνιο ἄνθρωπο τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό κατά τόν ἴδιο τρόπο. ῎Αλλαξε τά μάτια μέ τά καινούργια μάτια, τά αὐτιά μέ τά καινούργια αὐτιά, τό κεφάλι μέ τό καινούργιο κεφάλι, ὥστε νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος καθαρός καί νά φέρει τήν ἐπουράνια μορφή (Α Κορ. 15,47-49).
Καί τούς ἔντυσε ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀνέκφραστης βασιλείας τοῦ φωτός. Μέ τά ἐνδύματα τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγαθότητας, τῆς καλωσύνης, καί μέ ὅλα τά ἄλλα παρόμοια ἐνδύματα, ἐνδύματα φωτεινά, ἐνδύματα ζωῆς, ἐνδύματα θεϊκά, πού χαρίζουν ζωή καί ἀπερίγραπτη ἀνάπαυση ῞Οπως λοιπόν ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί χαρά καί εἰρήνη καί ἔλεος καί ἀγαθοσύνη, τέτοιος νά ἀξιωθεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γίνει καί ὁ νέος ἄνθρωπος.
Καί ὅπως ἀκριβῶς ἡ βασιλεία τοῦ σκότους καί ἡ ἁμαρτία εἶναι κρυμμένα μέσα στήν ψυχή μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί αὐτό τό σῶμα τῶν ἁμαρτωλῶν θά καλυφθεῖ μέ τό σκοτάδι πού βρίσκεται ἀπό τώρα κρυμμένο μέσα στήν ψυχή, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ βασιλεία τοῦ φωτός καί ἡ ἐπουράνια εἰκόνα, δηλαδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, φωτίζει τώρα κατά τρόπο μυστικό τήν ψυχή καί βασιλεύει στήν ψυχή τῶν ἁγίων. Κρυμμένος ὄντας ἀπό τά ἀνθρώπινα μάτια, βλέπεται ὁ Χριστός μόνο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μέχρι τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καί τό σῶμα θά καλυφθεῖ καί θά δοξασθεῖ μέ τό φῶς τοῦ Κυρίου, πού ὑπάρχει ἀπό τώρα μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι θά βασιλεύσει καί τό σῶμα μαζί μέ τήν ψυχή, πού ἀπό τώρα ζεῖ τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καί θά ἀναπαύεται καί θά φωτίζεται μέ τό αἰώνιο φῶς.
῎Ας εἶναι δοξασμένα τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαχνία Του, διότι ἐλεεῖ καί φωτίζει τούς δούλους Του. Γιατί τούς λυτρώνει ἀπό τή βασιλεία τοῦ σκότους καί τούς χαρίζει τό φῶς Του καί τή βασιλεία Του. Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. ᾿Αμήν.