Ὁ Καποδίστριας ὡς πρότυπο Χριστιανοῦ ἡγέτη

 

Toυ π. Ἐμμανουὴλ Ἀνδρέου Γιαννούλη, πρωτοπρεσβυτέρου

Πτυχ. Νομικῆς καὶ Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Αὐτὸ τὸ θέμα μᾶς προτρέπει νὰ διερευνήσουμε τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσχωρήσουμε στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε ἑκούσια καὶ συνειδητὰ στὴ ζωή του τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, ἀρετὲς ἀπόλυτα συμβατὲς μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ἐθελοντισμοῦ. Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρηθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ἐνδεικτικὰ ἐπιλεγμένο πλαίσιο ὁρισμένων σταθμῶν τῆς ζωῆς του.

Ὁ Καποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776. Γονεῖς του ἦταν ὁ Κερκυραῖος Πολιτικὸς Ἀντώνιος-Μαρία καὶ ἡ Ἡπειρώτισσα (Κυπρία στὴν καταγωγή) Διαμαντίνα Γονέμη. Ὑπῆρξε τὸ ἕκτο παιδὶ αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς πολύτεκνης οἰκογένειας, δύο μάλιστα ἀπὸ τὶς ἀδερφές του ἔγιναν μοναχές. Ὁ λόγιος ἱερωμένος Ἀνδρέας Ἱδρωμένος πολὺ συνέβαλε στὴν ἐκκλησιαστική του παιδεία. Ἐπίσης τὸν βοήθησε καὶ ἡ φιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης καὶ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, ἡ οἰκία τοῦ ὁποίου στὴ Ρωσία ἀπετέλεσε ἀργότερα ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικά του καταφύγια.

Ὁ Καποδίστριας ὑπῆρξε μία συγκροτημένη καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα. Ἐβίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὅλες του οἱ ἐνέργειες διαπνέονταν ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ τὰ φιλάδελφα αἰσθήματά του. Θαυμάζουμε τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ μέσα ἀπὸ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του. Ἔγραφε: «Εἶμαι εὐχαριστημένος… Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις… Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μία ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴ σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτέ… Ἐλπίζω στὴ θεϊκὴ προστασία». Σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς του παρέμεινε πάντα σταθερὸς στὶς οἰκογενειακὲς ἀρχὲς καὶ στὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα 1811 ἔγραψε στὸν πατέρα του: «Μεθαύριο, Μεγάλη Πέμπτη, θὰ ἐκπληρώσω τὰ χριστιανικά μου καθήκοντα. Θὰ κοινωνήσω…».

Στὴ συνέχεια ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες οἱ ὁποῖες ἐπιβεβαιώνουν τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός: στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1815, ἐνῶ ὅλοι διασκέδαζαν, ἐκεῖνος ζοῦσε λιτὰ καὶ ὑπεύθυνα: «Οἱ Αὐτοκράτορες χορεύουν, οἱ Βασιλεῖς χορεύουν, ὁ Μέττερνιχ χορεύει, ὁ Καστελρέϊ χορεύει, ὅλος ὁ κόσμος χορεύει», γράφει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. Μόνον ὁ Καποδίστριας δὲν χόρευε. Σοβαρὸς καὶ μετρημένος ξενυχτοῦσε πάνω στὰ διπλωματικά του ἔγγραφα, σκεπτόμενος μὲ ποιόν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴ σκλαβωμένη πατρίδα του. Ἦταν τότε ποὺ προέτρεψε τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο νὰ ἡγηθεῖ μιᾶς Συνομοσπονδίας ὀρθοδόξων κρατῶν, στὰ ὁποῖα θὰ συγκαταλεγόταν βέβαια καὶ ἡ ὑπόδουλη τότε Ἑλλάδα, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὴν ὁμαλὴ ἐνσωμάτωσή της σὲ μία μεγάλη εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια «γύρω ἀπὸ μίαν κοινὴν Πατρίδα, τὴν Ἡνωμένην Εὐρώπην», ὅπως ἔγραψε. Αὐτὸ τὸ σχῆμα θὰ βασιζόταν πάνω στὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἰσότητας καὶ θὰ περιελάμβανε καὶ τὰ μικρότερα κράτη, μὲ τὴν κατάθεση ἑνὸς ὑπομνήματος γιὰ μία πανευρωπαϊκὴ συνεργασία καὶ ἑνότητα. Ἔτσι ὁ Καποδίστριας ἀναδεικνύεται ὡς ὁ πρῶτος ὁραματιστὴς μιᾶς ἑνωμένης χριστιανικῆς Εὐρώπης. Τὸ ὅραμα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης πραγματοποιήθηκε, δυστυχῶς ὅμως ἡ Εὐρώπη σήμερα τείνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ χριστιανικὴ καταγωγή της καὶ παρατηρεῖται μία μεγάλη ἀνισότητα ἀνάμεσα στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ Νότου της.

Ὁ Καποδίστριας μόχθησε ὡσαύτως γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναβάθμιση τῆς νεολαίας. Πίστευε πὼς ἡ ἀνόρθωση τοῦ Γένους συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὴ μόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων: «Χωρὶς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀγάπην εἰς τὴν Πατρίδα καὶ ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τὰ ἑλληνόπουλα θὰ χαθοῦν στὶς ξένες χῶρες. Φροντίστε, λοιπόν, νὰ διατηρεῖτε ἄσβεστες στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν σας αὐτὲς τὶς ὕψιστες ἀξίες», ἔγραφε τότε πρὸς τοὺς διδασκάλους τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μὲ τὴ συνεργασία τοῦ λογίου ἀρχιμανδρίτη Ἀνθίμου Γαζῆ ἵδρυσε τὴ «Φιλόμουσον Ἑταιρείαν τῆς Βιέννης», μὲ σκοπὸ τὴ μόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων. Διέθεσε μάλιστα σημαντικὰ ποσὰ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό.

Τὸ 1817 ἐκκλησιαζόταν τακτικὰ τὶς Κυριακὲς στὴν ἑλληνικὴ ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ὅπου: «Αἰσθανόταν ἰδιαιτέραν χαράν, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀκροᾶται καὶ νὰ ἐννοεῖ τὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ὁποίαν δεόμεθα», δηλαδὴ τὴν ὡραιοτάτη καὶ συνεκτικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα, δυστυχῶς, τόσο κακοποιοῦμε!

Ὁ ἔξοχος ἄνδρας ἔπραττε πάντα κατὰ συνείδησιν. Ὅταν διεπίστωσε τὴν ἀλλαγὴ πολιτικῆς τοῦ Τσάρου – ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Μέττερνιχ – πάνω στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα, τότε δὲν δίστασε νὰ ὑποβάλει εὐθαρσῶς τὴν παραίτησή του. Μάλιστα τοῦ ὑπενθύμισε τὰ λόγια του κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναλήψεως τῶν ὑψηλῶν καθηκόντων του: «Μεγαλειότατε, ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης Πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς Αὐτοκρατορίας Σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς πατρίδος μου. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».

Δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει ἀκόμη καὶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτά του πρὸς τὴν ἐκλεκτὴ ἑλληνίδα Ρωξάνδρα Στούρτζα, ὅταν ἀπεφάσισε νὰ κατέβει πρὸς ἐκεῖνο τὸ «ἀπέραντο ἐρείπιο», τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσκληση τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, τὸ 1827.

«Ἀγωνιῶ νὰ προγνωρίσω τί θέλω ἀπογίνει καὶ ἂν μοῦ ἔχει ὁρισθεῖ νὰ σηκώσω τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντα εἰς ἐμὲ σταυρὸν μὲ τὴν ψῆφον τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος… Ἡ κάθοδός μου εἰς τὴν Ἑλλάδα σημαίνει ἄνοδον εἰς τὸν Γολγοθᾶν μου», ἔγραψε τότε πρὸς τὸν ἐκλεκτὸ φίλο του Ἑλβετὸ τραπεζίτη Ἰωάννη Ἐϋνάρδο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἴσως περίπτωση πολιτικοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴ σταδιοδρομία του μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὸν περίμεναν δόξες, τιμὲς καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ σταυρὸς καὶ μαρτύριο! Φαίνεται πὼς ὁ μεγάλος ἄνδρας ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μάλιστα μιμήθηκε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀπεδείχθηἀπὸ τὴν μετέπειτα πορεία του.

Ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐθύνη ὡς ἱερεὺς νὰ διακονῶ ἐδῶ καὶ 33 χρόνια στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης. Στὶς 12 Ἰανουαρίου 1828 στὸν προαύλιο χῶρο τῆς ἐκκλησίας ἔγινε ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τοῦ Κυβερνήτη ἀπὸ τὴν – ἑνωμένη πλέον – Βουλή, τὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἕναν ἐνθουσιῶντα – πλὴν καταρημαγμένο – λαό. Μετὰ τὴ Δοξολογία, ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο τοῦ ἐξώστη προσεφώνησε τὸν Κυβερνήτη ὁ Θεόφιλος Καΐρης. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀπεκάλυψε ἀργότερα, ἡ καρδιά του ράγισε ἀντικρίζοντας τὴ δυστυχία καὶ τὶς ὄψεις τῶν σκελετωμένων παιδιῶν!

Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Κυβερνεῖο ἄρχισε ἀμέσως τὸ τιτάνιο ἔργο του, ἀπὸ τὸ χάος νὰ δημιουργήσει κράτος.

Ὁ Καποδίστριας ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους καὶ μὲ δικά του χρήματα ἐξαγόρασε σημαντικὸ ἀριθμὸ παιδιῶν ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ καὶ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἂς ἀναφερθοῦμε ἐδῶ μόνο στὴν κοινωνικὴ μέριμνα τοῦ Κυβερνήτης, ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε μέχρι καὶ στὴν ἵδρυση Ὑγειονομείων καὶ λοιμοκαθαρτηρίων. Σ᾿ ἕνα τεράστιο κτήριο ἐκτάσεως 4.000 τ.μ., ποὺ ἔκτισε τὸ 1829 στὴν Αἴγινα μὲ τὸν πρωτοεμφανιζόμενο στὴν Ἑλλάδα ρυθμὸ τῆς ἁπλῆς δωρικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, λειτούργησε οὐσιαστικὰ ἡ πρώτη Σχολὴ Τεχνικῆς καὶ Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαίδευσης στὴν Ἑλλάδα. Οἱ 500 τρόφιμοι τοῦ ὀρφανοτροφείου, ἀγόρια καὶ κορίτσια, εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα οἰκοδομικῆς, ξυλουργικῆς, τορνευτικῆς, σιδηρουργικῆς, ὡρολογοποιΐας, ραπτικῆς, ὑποδηματοποιΐας, βιβλιοδετικῆς καὶ τυπογραφίας. Οἱ ἀποφοιτῶντες ἔπαιρναν ἀπὸ τὸ Κράτος ἕνα μικρὸ χρηματικὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν ὀργάνων τῆς τέχνης τους, δηλαδὴ ἐδῶ βλέπουμε τὴ λειτουργία τοῦ κράτους προνοίας. Παράλληλα, εὐνοήθηκαν ἡ καλλιέργεια πατάτας, σιταριοῦ καὶ ἡ ἐκτροφὴ μεταξοσκωλήκων. Χορηγήθηκαν καὶ καλλιεργητικὰ δάνεια στὶς κοινότητες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τῆς σταφίδας. Ὁ Κυβερνήτης ζοῦσε πολὺ ἁπλά. «Ἐμένα μοῦ χρειάζονται 60 λεπτὰ γιὰ νὰ ζήσω», ἔλεγε. Καὶ ὁ Μακρυγιάννης: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις μέρες μία κότα».

Εἶχε φοβερὰ ἀδυνατίσει. Στὴν παράκληση τοῦ ἰατροῦ του ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφήν μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει». Δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «κόμη». Πολὺ καλύτερα ἀποδεχόταν τὸ «μπάρμπα–Γιάννης» τοῦ λαοῦ. Ντυνόταν ἁπλά. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὴν πρώτη περιοδεία του στὴν Κορινθία, ὅταν τὸν παρεκάλεσε ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ἀλλάξει στολή, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ζητωκραύγαζε γιὰ Κυβερνήτη του τὸν προπορευόμενο ταχυδρομικὸ διανομέα Καρδαρᾶ «ἐνδεδυμένον βελούδινον χρυσοκέντητον σεγκούνιον». Ἡ στολή ὅμως ποὺ τελικὰ φόρεσε δὲν διέφερε ἀπὸ ἐκείνη τῶν δασονόμων τῆς ἐποχῆς τῆς Ἀντιβασιλείας ἐπὶ Ὄθωνος (κοινῶς τοῦ δραγάτη!). Ὡς ἄνθρωπος, βέβαια, ὁ Καποδίστριας δὲν ἀπέφυγε τὰ λάθη στὰ 55 χρόνια τῆς ζωῆς του. Τὰ ἁγνὰ κίνητρα, ὅμως, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές του δίκαια μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν πρότυπο χριστιανοῦ ἡγέτη ἰδεατό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάλλιστα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ ἄλλους.

Στὴ «Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια» διαβάζουμε: «Κατὰ τὴν πρώτην δοξολογίαν θρόνος τοῦ Καποδίστρια ἦταν ἕνα ἁπλοῦν ξύλινο στασίδι. Αὐτὸ ἐχρησιμοποίει ὅταν τακτικῶς ἐκκλησιάζετο τὰς Κυριακὰς καὶ ἐορτάς». Πρόκειται γιὰ τὸν «θρονίσκον Δεσποτικὸν» κατὰ τὸν Κασομούλη, ποὺ κατεσκεύασε ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὑποδοχῆς του.

Μέχρι σήμερα αὐτὸ τὸ κάθισμα βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δεσποτικό, μέσα στὴ «Μεγάλη Ἐκκλησία», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Καποδίστρια μέσα σὲ κείμενό του, ὅπως στὰ χρόνια τὰ βυζαντινὰ ὁ θρόνος τοῦ Αὐτοκράτορα βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη.

Ὁ Καποδίστριας ἤθελε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ καταδείξει τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς παράδοσης. Σκόπευε, μάλιστα, νὰ ἐφαρμόσει τὸ βυζαντινορωμαϊκὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐξ ἄλλου δὲν ἔπαυσε νὰ ἰσχύει στὸν τόπο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν «Ἑξάβιβλο» τοῦ Ἀρμενοπούλου. «Καθὼς ἀντικρύζει κανεὶς τὸ ἄδειο στασίδι τοῦ Καποδίστρια μέσα στὴ Μητρόπολη, εἶναι εὔλογο νὰ φαντάζεται καὶ νὰ διερωτᾶται: ποιά θὰ ἦταν ἡ μορφὴ τῆς πατρίδας μας σήμερα, ἂν δὲν εἶχε τόσο νωρὶς μεσολαβήσει τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς δολοφονίας του;». Τὸ ἐρώτημα πάντως παραμένει: Σὲ ποιὲς ἀξίες ἄραγε βασίστηκαν οἱ σύγχρονοι πολιτικοί μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ χώρα στὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα; Ἔχω τὴ γνώμη πώς, ἂν δὲν βρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ νὰ διακατέχονται ἀπὸ τὰ ἴδια μὲ τὸν Καποδίστρια ἰδανικά, πολὺ δύσκολα θὰ προκύψει ἡ ἐπιθυμητὴ ἀπ᾿ ὅλους μας ἀνάκαμψη…

Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Steven Runciman: «Ἂν ὅλοι οἱ λαοὶ, γιὰ νὰ προοδεύσουν, πρέπει νὰ κοιτοῦν μπροστά, οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ στραφοῦν πίσω, στὶς ἀξίες καὶ στὶς παραδόσεις τους».

1. Ἐμ. Γιαννούλη, Ταξίδι στὴν Ἱστορία, Αἴγινα – «Μεγάλη Ἐκκλησία» – Καποδίστριας. Ἀρχὴ Νεοελληνικοῦ Κράτους, ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα 2013, σελ. 156 καὶ ἑπόμενα.

2. Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, Ἰωάννης Καποδίστριας Α΄, ἐκδ. «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1990, σελ. 41 καὶ ἑπόμενα.

3. ΦΕΚ τεῦχος 1ο , ἀρ. φύλλου 9/30 Ἰανουαρίου 2012, Προεδρικὸ Διάταγμα ὑπ᾿ ἀριθμ. 7 Προέδρου Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια.

4. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ἄρθρο «Αἴγινα», Ἀρ. Καμπάνης, τ. 16, σελ. 766.

5. Ν. Κασομούλη, Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα, τόμ. Β΄, σελ. 690. «Ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ ἔστησεν ἕνα θρονίσκον δεσποτικὸν, τὸν ὁποῖον ἐστόλισεν μὲ μυρσίνας καὶ δάφνας».

6. Ἐμ. Γιαννούλη, Ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς στὴν Αἴγινα, ἔκδοση ἔτους 1996, σελ. 106 καὶ ἑπόμενα (ἐξαντλημένο).

7. Ὀπισθόφυλλο τοῦ ἰδίου βιβλίου, ὡς ἄνω.

πηγή