Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος ο Παπουλάκος
Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος ο Παπουλάκος υπήρξε μια προσωπικότητα που συγκλόνισε στο διάβα του με τις προτροπές και τις παρεμβάσεις του, κυρίως όμως με το άδολο κήρυγμά του. Έζησε και έδρασε την εποχή του Όθωνα, εποχή που το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να οργανωθεί ακολουθώντας τα πρότυπα των κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Ο Παπουλάκος, με τη ζωή και τον αγώνα του εξέφραζε την αντίδραση του Ορθόδοξου Έλληνα έναντι των αλλοιώσεων από το κοσμικό πνεύμα που είχε αρχίσει να διεισδύει στις ψυχές των ανθρώπων, εξοβελίζοντας τις πατροπαράδοτες αξίες του πολύπαθου γένους μας. Υπήρξε μια από τις προσωπικότητες, που έδωσαν μάχη για να διασώσουν τον άνθρωπο από το νέο δυτικότροπο μοντέλο ζωής, κηρύττοντας όχι μόνο το λόγο του Θεού, αλλά και το λόγο του ανθρώπου.
Ο Μοναχός Χριστόφορος, κατά κόσμον Χρήστος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στον Άρμπουνα στην περιοχή Κλειτορία των Καλαβρύτων, μετά το 1770. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα πρώτα χρόνια του βίου του, καθώς ζούσε ως απλός χωρικός, γνωρίζοντας λίγα γράμματα. Ωστόσο η αγάπη του και η κλίση του στην Ορθόδοξη λατρεία ήταν έκδηλη από τη μικρή του ηλικία. Διαβιούσε ασκώντας το επάγγελμα του κρεοπώλη και σε προχωρημένη ηλικία συνέβη το θαύμα. Μετά από ένα παράξενο γεγονός στην οικία του έμεινε αναίσθητος και μεταφέρθηκε στο διπλανό Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου επί τρεις ημέρες έμεινε πίσω από την Αγία Τράπεζα ως νεκρός. Το θεϊκό αυτό σημείο στην οικία του και η θαυμαστή ανάρρωσή του, τον συγκλόνισαν με αποτέλεσμα να παραδώσει την περιουσία του στα αδέρφια του και να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή.
Σύμφωνα με τις πηγές, εκάρη Μοναχός στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, όπου Ηγούμενος ήταν ο πνευματικός του καθοδηγητής Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος. Έλαβε το όνομα Χριστόφορος και άρχισε να περιφέρεται στα χωριά ασκώντας επαιτεία, ενώ στη συνέχεια μοίραζε στους φτωχούς τις ελεημοσύνες που συγκέντρωνε. Ζητούσε μάλιστα να μη διαδίδουν οι χωρικοί τις αγαθοεργίες του. Κατόπιν αναχώρησε για την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Φίλια, ενώ αργότερα έγινε ερημίτης ζώντας σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Άρμπουνα.
Το 1830 εγκαταστάθηκε σε ένα κατάλυμα ζώων που ανήκε στην οικογένειά του, σε ένα όρος που απέχει τρία χιλιόμετρα από το χωριό Άρμπουνα. Εκεί έχτισε μια καλύβα και άρχισε την ανέγερση μικρής Ιεράς Σκήτης προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της οποίας είχε μια μικρή θαυματουργή εικόνα ως οικογενειακό κειμήλιο. Ξεκινά περιοδείες και κηρύττει στα χωριά της Αχαΐας και της Αρκαδίας, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει το οικοδόμημα της Ιεράς Σκήτης. Στη Σκήτη μόνασε με άλλους δύο Μοναχούς, τον Αβέρκιο και τον Κοσμά, με τους οποίους θα μείνει μαζί μέχρι το 1847, περίοδο που τους εγκαταλείπει και ξεκινά το κηρυκτικό του έργο.
Η κηρυκτική του δράση αρχικά γινόταν κατόπιν πρόσκλησης των εκκλησιαστικών και των κατά τόπους πολιτικών αρχών, καθώς δε διέθετε άδεια ιεροκήρυκα. Στη συνέχεια όμως η Ιερά Σύνοδος του παρείχε την άδεια. Ο Μοναχός Χριστόφορος ήταν περίπου εβδομήντα ετών, βραχύσωμος, με υπόλευκη γενειάδα, έφερε ράσο, καλογηρικό σκούφο και σταυροφόρο ράβδο. Ήταν όμως ακμαίος, παρά το μικρό ανάστημά του και ο κόσμος τον επονόμασε Παπουλάκο ή Αγιοπατέρα, ενώ σε πολλά έγγραφα αναφέρεται ως Παπουλάκης.
Ο λόγος του ήταν άδολος, απλοϊκός, ζωηρός και αποκτούσε ένταση και ευκρίνεια μπροστά στα πλήθη των πιστών. Χωρίς πομπώδες ύφος κήρυττε το λόγο του Χριστού και την αξία της χριστιανικής πίστης με απλές ηθικές διδαχές. Τα χαρίσματά του, όπως η διορατικότητα, η προορατικότητα και το προφητικό χάρισμα γίνονταν έκδηλα κατά τη διάρκεια των ομιλιών του. Τα πλήθη τον ευλαβούνταν για τις διδαχές και τα θαύματά του, εκδηλώνοντας την ευλάβειά τους παντοιοτρόπως. Έκοβαν κομμάτια από το ράσο του, τρίχες από τα γένια του, ακόμα και πέτρες από τα σημεία που πατούσε. Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τα κομμάτια από το ράσο του μόλις κόβονταν, αμέσως αναπληρώνονταν.
Όπου πήγαινε τον υποδέχονταν με χαρά, οι καμπάνες των Ιερών Ναών χτυπούσαν χαρμόσυνα, οι Ιερείς εξέρχονταν να τον προϋπαντήσουν, οι τοπικές αρχές, ο στρατός, οι δημοδιδάσκαλοι με τους μαθητές τους σε παράταξη τον ανέμεναν. Μετά την είσοδό του αναπαυόταν ή προσευχόταν για λίγο και κατόπιν ανέβαινε σε κάποιο εξώστη οικίας ή εξέδρα ή κάποιο μεγάλο δέντρο και ξεκινούσε τις διδαχές. Τα αποτελέσματα των διδαχών του ήταν εντυπωσιακά και αυτό του το αναγνώριζαν ακόμα και οι μετέπειτα διώκτες του. Αναζωπυρώθηκε η ουσιαστική συμμετοχή του κόσμου στην Ορθόδοξη λατρεία και ενισχύθηκε η πίστη στις χριστιανικές αξίες. Μειώθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές, αυξήθηκαν οι ελεημοσύνες προς τους πτωχούς και η αγάπη φώλιασε στις ψυχές των ανθρώπων. Ο τύπος αφιέρωσε πλήθη άρθρων, προκειμένου να εξαίρει τις αρετές του ανθρώπου αυτού και τον αντίκτυπο που είχε ο λόγος του στην κοινωνία.
Αυτή η επίδραση που ασκούσε ο Παπουλάκος στα πλήθη ενοχλούσε την εξουσία, καθώς δρούσε ανασταλτικά στα σχέδιά της για ξενοκρατία και επικράτηση του Καθολικισμού και του Λουθηροκαλβινισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Παπουλάκος έγινε ο εκφραστής της φωνής του λαού που ήθελε να διαφυλάξει την Ελληνορθόδοξη παράδοση, ως παρακαταθήκη της μακραίωνης ιστορίας του Ελληνισμού. Στο πλευρό του ήταν η Φιλορθόδοξη Εταιρεία, στην οποία φαίνεται ότι ανήκε ο Παπουλάκος και η οποία έδρευε στην Πάτρα με επικεφαλής το λόγιο Φλαμιάτο, καθώς και όλος ο πνευματικός κόσμος. Μάλιστα εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή πολλοί Μοναχοί κήρυκες, κυρίως κολλυβάδες, οπαδοί του Παπουλάκου, που ονομάζονταν Παπουλάκηδες.
Ο Παπουλάκος στο λόγο του καταφέρεται εναντίον του Όθωνα και επικρίνει το σαθρό πολιτικό γίγνεσθαι. Η πνευματική αφύπνιση του Χριστόφορου είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να φοβηθεί και διέταξε τη σύλληψή του. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν συλλήψεις και άλλων κληρικών και Μοναχών, ενώ απειλούνταν οι Ιερές Μονές ότι η εξουσία θα τις κλείσει αν δε συνετιστούν. Όμως ο Παπουλάκος συνέχιζε να κηρύττει, έχοντας συμμάχους τον απλό κόσμο που τον προστάτευε όπου βρισκόταν.
Με απάτη την 22 Ιουνίου 1852 κοντά στην Ιερά Μονή του Τζίγκου, στην περιοχή του Οίτυλου, την ίδια στιγμή που ξεψυχούσε δηλητηριασμένος ο Μοναχός Κοσμάς Φλαμιάτος στην Πάτρα, ο Παπουλάκος συνελήφθη. Η είδηση της σύλληψής του συγκλόνισε το λαό της Ελλάδας που τον θεωρούσαν ισαπόστολο. Μετά από τον εγκλεισμό του στη φυλακή, τις απάνθρωπες συνθήκες της κράτησής του, τη δίκη και την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, η Ιερά Σύνοδος τον έστειλε στην Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Θήρας το 1854 ώστε να είναι «ακίνδυνος».
Ο Παπουλάκος παρά τον εγκλεισμό του στην απομακρυσμένη αυτή Ιερά Μονή συνέχισε να κηρύττει και οι κάτοικοι του νησιού να τον επισκέπτονται, ενάντια σε κάθε απαγόρευση και απειλή. Μετά από λίγους μήνες αποφασίστηκε ο εγκλεισμός του στην Ιερά Μονή Παναχράντου στην Άνδρο. Εκεί οδηγήθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο μοναχικό κελί, φρουρούμενος από ένα χωροφύλακα. Τις ημέρες μπορούσε να συμμετέχει κανονικά στο πρόγραμμα των Ακολουθιών της Μονής και το βράδυ εγκλειόταν. Με την πνευματικότητά του κέρδισε την υπόληψη του Ηγουμένου και των Μοναχών του Μοναστηριού, ενώ η φήμη του έλκυε πολύ κόσμο από όλη την Ελλάδα που έρχονταν στο νησί για να πάρουν την ευχή του και να τον ακούσουν να κηρύττει.
Ο ζήλος του Μοναχού Χριστοφόρου για κήρυγμα δεν έπαψε ούτε κατά τα χρόνια του σωματικού του περιορισμού. Διακήρυττε ότι «ο Λόγος του Θεού ου δέδεται». Κατά τον εγκλεισμό του στα πετρόχτιστα υπόγεια της Μονής Παναχράντου και ενώ δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής κατά θαυμαστό τρόπο ο Παπουλάκος χανόταν για κάποιες ημέρες και επέστρεφε ξανά. Η επίδραση των διδαχών του στο νησί ήταν καταλυτική και έχουν αναφερθεί πολλά θαυμαστά γεγονότα. Στην Άρνη ο Παπουλάκος ανέβηκε το ψηλότερο σημείο του νησιού στα Παρεκκλήσια της Παναγίας και του Προφήτη Ηλία για άσκηση και προσευχή. Εκεί τον είδαν οι ποιμένες, στους οποίους απηύθυνε νουθεσίες. Πιο χαμηλά από το Παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία σώζεται μέχρι σήμερα το «κελί του Παπουλάκου», που βρίσκεται στη ρίζα του βράχου και είναι πετρόχτιστο. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις εκεί διέμεινε επί τρεις ημέρες ο Γέροντας.
Κοιμήθηκε το βράδυ της 18ης προς 19η Ιανουαρίου 1861, ήσυχα και ταπεινά, αφού πρώτα, διαισθανόμενος την κοίμησή του, συγχωρέθηκε και ετοιμάστηκε με τα Μυστήρια της Εκκλησίας. Οι πατέρες της Μονής τον τίμησαν ως Άγιο. Ετάφη στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Παναχράντου Άνδρου στο Φωτοδότιο. Από τους πρώτους χρόνους της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες για την ανακομιδή των λειψάνων του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο παντού φιλοτεχνούνταν εικόνες του σε όλη την επικράτεια μέχρι την Κωνσταντινούπολη και χτίζονταν Ναοί στη μνήμη του. Το 1893 ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος μερίμνησε, προκειμένου να μεταφερθεί η κάρα του Παπουλάκου στο Ναό της Ιεράς Σκήτης της Κοιμήσεως στη γενέτειρά του.
Ο Παπουλάκος, ο φτωχός Μοναχός, εντάσσεται στη χορεία των Αγίων της Ορθοδοξίας και των μεγάλων προσωπικοτήτων του γένους από το φιλόχριστο πλήρωμα της πατρίδας μας. Επιπλέον έχει χαρακτηρισθεί εύστοχα ως ο πρώτος εθνομάρτυρας του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.
ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ
Ο άγιος Χριστοφόρος πράγματι προφήτευε. Πολλές προφητείες του διεσώθηκαν διά της παραδόσεως από γενεά σε γενεά. Κάθε πόλη και κάθε χωριό γνωρίζει και κάποια προφητεία του, ενώ έχουνδιασωθεί πολλά περιστατικά όπου φαίνεται το προορατικό του χάρισμα. Μερικά από αυτά όπως και μερικές από τις προφητείεςε:
– «Το Κράτος Θα συνδέσει όλες τις επαρχίες του με μία κλωστή»
(Το είπε στην Καλαμάτα εννοώντας τον τηλέγραφο και το τηλέφωνο, που φυσικά έγιναν πολύ αργότερα, αλλά όσοι ήξεραν αυτή τη ρήση του Αγίου που τότε δεν ήταν κατανοητή την ερμήνευσαν και την κατενόησαν αργότερα με τη διάδοση του τηλεγράφου και του τηλεφώνου).
– «Θα ’ρθεί εποχή που ο κόσμος Θα γεμίσει από φτερωτά Θεριά».
(Εδώ ο άγιος προφήτεψε το αεροπλάνο).
Στο χωριό Λευκοχώματα ο άγιος προφήτεψε τ//ν έξωση του Οθωνα από την Ελλάδα, όπως και έγινε.
«Το χωριό σας θα γεμίσει κάποτε με ξένες κατοικίες».
(Λέχθηκε στο χωριό Φελός στο οποίο πράγματι σήμερα έχουν χτίσει σπίτια πάρα πολλοί Άγγλοι).«Μας περιμένουνε μέρες ζοφερές, μέρες που δεν ξεχωρίζουνε από το κατράμι. Μας περιμένουνε καιροί που χαμόγελο δεν θ’ ανθεί σ’ ανθρώπου χείλη και όλο το σίδερο της γης κι η φθ!)τιά του κόσμου θα κρέμονται πάνα) από τα κεφάλια μας. Θα ’ρθει η ώρα που θα πλέξει το αλογοπούλαρο στο αίμα. Οι άνθρωποι θα φωνάζουν: ‘Έβγάτε εσείς οι αποθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί”».
(Εδώ ο ΙΙαπουλάκος προλέγει κάποια μελλοντική καταστροφή).
«Θα έλθη καιρός που θα βαδίζει ο άνθρωπος μεγάλη απόσταση και δεν θα συναντά άνθρωπο».
(Εννοούσε ο Αγιος άραγε ότι θα γίνει πυρηνικός πόλεμος και θα μείνουν λίγοι άνθρωποι στη γη ή μήπως ότι επειδή όλοι κινούνται με τα αυτοκίνητα, δύσκολα συναντάει κανείς άνθρωπο να βαδίζει με τα πόδια;)
«Τα άθεα γράμματα θα καταστρέψουν τον τόπο μας»
(Το είπε την άνοιξη του 1852 στην περιοχή Ζευγολατιό Συκέας έξω από τον Ναό του Αγίου Γεωργίου).
«Δεν θα βρίσκετε άνθρωπο να σας κυβερνήσει». (Λέχθηκε στη Μάνη).
«Θα έλθει εποχή που τα λεφτά εδώ θα είναι πεταμένα και οι άνθρωποι θα τα κλωτσούν με τα πόδια τους».
(Το είπε στην περιοχή της Μονεμβασίας και πράγματι επαληθεύτηκε το 1941 όταν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το αγκυροβολημένο στην περιοχή της Κουρκούλας πλοίο «Κυδωνίαι». Με την έκρηξη που έγινε σκορπίσθηκαν έως επάνω στον βράχο, έως το σημείο που μιλούσε ο Παπουλάκος, δεσμίδες με χαρτονομίσματα. Τα χρήματα αυτά είχαν τυπωθεί, αλλά r| τότε ελληνική κυβέρνηση δεν πρόλαβε να τα κυκλοφορήσει. Με την κατάρρευση του μετώπου και τη φυγή της κυβερνήσεως τα έπαιρναν μαζί τους στην Κρήτη και από εκεί στην Αίγυπτο. Τα χαρτονομίσματα ήταν κατοστάρικα σε ωραιότατο πρασινωπό χαρτί, που όμως δεν είχαν πλέον καμία αξία και έτσι επαληθεύτηκαν τα λόγια του Παπουλάκου).
«Θα ’ρθει το φράγκικο και θα το πληρώσει πρώτο από το αίμα μου».
(Πραγματοποιήθηκε όταν σκοτώσανε οι Ιταλοί το παιδί του αδελφού του στα Καλάβρυτα το 1943, μπροστά στα μάτια της μητέρας του).
«Το χωριό θα απαρθεί κριθάρι».
(Και εννοεί ότι θα ερημώσουν τα Άρμπουνα, όπως και πράγματι ελάχιστοι κάτοικοι έχουν μείνει).
«Θα έρθει ημέρα που τα λεφτά δεν θα έχουν καμία αξία».
(Εκπληρώθηκε στην Κατοχή που τα χρήματα έχασαν την αξία τους).
«Το λιμάνι θα γεμίσει πολεμικά καράβια α)Σά δεν θα σας ενοχλήσουν».
(Λέχθηκε στο χωριό Κότρωνα της Μάνης και εκπληρώθηκε στην Κατοχή).
«Θα έλθει καιρός που εδώ θα ουρλιάζει ένα μαύρο θηρίο».
(Το είπε στο Λεοντάριο Μεγαλοπόλεως, όπου πράγματι αργότερα ήλθε ο σιδηροδρομικός σταθμός).
ΤΟ ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΜΑ
Θα αναφέρουμε επίσης μερικά περιστατικά που μαρτυρούν το προορατικό χάρισμα του Αγίου.
– Στο Ζευγολατιό Συκέας που μιλούσε πήγε ένας ονό-ματι Κρανίδης με στρατιώτες. Από μακρυά ο Παπου-λάκος τον είδε και τον φώναξε με το όνομά του, ενώ δεν τον είχε καν ξαναδεί.
– «Είσαι καλός άνθρωπος, ένας διάβολος που έχεις σπίτι σου σε λίγες μέρες θα σε ντροπιάσει». (Το είπε στον δήμαρχο του χωριού Άγιος Βασίλειος Κυνουρίας, ονόματι Σταγόπουλος, όταν εκείνος του φιλοξένησε στο σπίτι του για φαγητό και πραγματοποιήθηκε όταν λίγες ημέρες μετά η κόρη του Δημάρχου αρρώστησε και ο γιατρός που την εξέτασε βρήκε ότι ήταν έγκυος παράνομα).
– «Εδώ στο νεκροταφείο σας, ελάτε όλοι να σας δει-ξα) το μνήμα», είπε όταν κήρυττε στο πολύ μικρό χωριό Αλάημπεη κοντά στην εκκλησία Άγιος Γεώργιος όταν περιόδευε τα χωριά της Λακωνίας. Στάθηκε σ’ ένα χορταριασμένο μνήμα με ξερά χόρτα και είπε: «Εδώ είναι Θαμμένη από δέκα χρόνια μια γυναίκα που τη λέγαν Μηλιά και είναι άλειωτη. Για να μην βασανίζεται το σώμα, να την ξεθάψετε και να την τυλίξετε μ ’ ένα σεντόνι και να την στήσετε όρθια ακουμπισμένη πίσω στο ιερό βήμα του Ναού. Και εσένα ο άνδρας σου -είπε σε μία μαυροφορεμένη γυναίκα που ήταν εκεί- είναι πεθαμένος 8 χρόνια και είναι άλειωτος και τον λένε Κώστα· να τον ξεθάψεις όταν πας στο χωριό σου και να τον τυλίξεις με σεντόνι. Φόρτωσέ τον σε ένα ζώο και φέρ ’τον και στήστ’ τον κι αυτόν κοντό στη Μηλιά· και αύριο να ’ρθείτε όλοι εδώ πάλι, να γονατίσουμε και να φωνάξουμε τρεις φορές: ‘Ό Θεός να τους συγχωρέσεΓ\ Να τους θάψετε πάλι εδώ, και σε 40 μέρες να τους ξεθάψετε, να τους πάρετε τα ο στά. Θα είναι λειωμένα». Η γυναίκα που πλησίασε τον ΓΙαπουλάκο ήταν η γυναίκα του Κώστα Αλεξάνδρυιι από τη Μυρτιά, η οποία πήγε και ξέθαψε το πτώμα του άνδρα της και το ’φερε πίσω από το Ιερό του Ναού
Αγίου Γεωργίου και το ’στήσε όρθιο κοντά στο πτώμα της Μηλιάς. Την άλλη μέρα μαζεύτηκε περισσότερος κόσμος και μετά την ομιλία που έκανε, κατέβηκε από την εξέδρα ο Παπουλάκος και είπε σε όλους να γονατίσουν. Γονάτισε και ο ίδιος και έκανε προσευχή στον Θεό. Ύστερα είπε στο πλήθος: «Φωνάξτε δυνατά, συγχωρεμένοι να ’ναι, τρεις φορές». Όλοι φώναξαν τρεις φορές δυνατά και σηκώθηκαν. Πράγματι, ύστερα από 40 μέρες είχαν λειώσει και οι δικοί τους πήραν τα οστά τους.
-«Να το πάρεις και να φύγεις γιατί είναι κλεμμένο» (είπε στο χωριό Κλειτορία Καλαβρύτων σε κάποιον που του πρόσφερε γάλα από γίδα που την είχε κλέψει).
-Στην Ελαφόνησο υπέδειξε το μέρος που έπρεπε να κτιστεί ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, διότι οι κάτοικοι ήθελαν να το κτίσουν σε άλλο μέρος. Τους είπε όμως ότι βλέπει ένα γεροντάκι με άσπρη γενειάδα και μαγκουρίτσα να περπατά λυπημένο γιατί δεν κτίζουν τον ναό του εκεί που θέλει και υπέδειξε στη συνέχεια πού να κτιστεί ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος και οι κάτοικοι έκαναν αυτό που τους είπε.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΤΟ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ”, ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΚΚΕΤΟΣ.