Σκέψεις καὶ συμβουλὲς


Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ταλαίπωρος καὶ ἀξιοθρήνητος. Ὅταν εἶναι νέος, γερὸς καὶ δυνατὸς καὶ δὲν ἔχει στὴ ζωὴ του προβλήματα, τότε, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν σκέφτεται τὸν Θεὸ καὶ εἶναι μακριά Του. Δὲν σκέφτεται τὸν Θεὸ, ποὺ τοῦ δίνει αὐτὴ τὴν εὐτυχία. Σὰν ἕνα ἀμέριμνο πουλὶ πετάει μέσα στὸν κῆπο τῶν ἀπολαύσεων καὶ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς. Βρίσκεται σὲ μία κατάσταση ἐξωφρενική, δὲν ἔχει στὴ ζωὴ του σκοπούς. Καὶ τότε δημιουργεῖ ἕνα εἴδωλο καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ λατρεύει. Κανεὶς δὲν τὸν περιορίζει καὶ ὁ ἴδιος δὲν περιορίζει τὸν ἑαυτό του. Ἔχει στὴ ζωὴ του τὰ πάντα καὶ τὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει ὑπάρχουν μόνο γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν ἀπολαύσεις. Νομίζει, ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλλιῶς.

Μόνο τότε, ὅταν τὸν βρίσκει κάποια δυστυχία καὶ συμφορά, μόνο τότε συνέρχεται ὁ ταλαίπωρος, ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία του καὶ καταλαβαίνει τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μόνος εἶναι τὸ αἴτιο καὶ τῆς ζωῆς του καὶ τῆς εὐτυχίας. Ἀρχίζει νὰ φοβᾶται γιὰ τὸ σῶμα του, νὰ μὴ τὸ χάσει. Καὶ αὐτὸ ποὺ κάποτε ἀπολάμβανε ὅλες τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς, χωρὶς τέλος, φοβᾶται νὰ μὴν πεθάνει, ἀφήνοντας στὴ θέση του σήψη καὶ δυσοσμία. Φοβᾶται καὶ γιὰ τὴν ψυχή του. Νὰ μὴν ἀφήσει αὐτή, ποὺ ἐπέτρεπε τὰ πάντα καὶ στὸν ἑαυτό της καὶ στὸ σῶμα ποὺ κυβερνοῦσε, αὐτὴ τὴν ὄμορφη γῆ καὶ νὰ πάει σ’ ἕνα τόπο σκοτεινό, ὅπου ἀντὶ γιὰ τὶς παράνομες σαρκικὲς ἀπολαύσεις τὴν περιμένουν τὰ βάσανα τῆς κολάσεως, συντροφιὰ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλοὺς, γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει. Ταλαίπωρος ἄνθρωπος!

Νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου ἐδῶ ἔτσι, ὥστε κάθε στιγμὴ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ τὴν ἀφήσεις. Ποτέ σου νὰ μὴν ἐπιτρέψεις οἱ ἀπολαύσεις νὰ σὲ κάνουν νὰ ξεχάσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶσαι πάντα, ὅτι ἡ ζωή σου καὶ ἡ εὐτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, δῶρα ποὺ δὲν σοῦ ἀξίζουν. Ἁμαρτία εἶναι, ὅταν δὲν ἀπολαμβάνουμε σωστὰ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὅπως εἶναι καὶ ἁμαρτία νὰ ξεχνᾶμε, ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε στὴ ζωή μας εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Πάτερ Ἐπουράνιε! Νὰ μὴν ξεχνάω ποτὲ, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω εἶναι δικά Σου. Καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα ποὺ συνεχῶς μοῦ χαρίζεις, νὰ μὲ κάνουν νὰ Σὲ ἀγαπήσω περισσότερο καὶ ὄχι νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ Σένα. Ἂν κάποτε θὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἡ δυστυχία, δῶσε μου νὰ στραφῶ πάλι σὲ Σένα, μὲ μετάνοια καὶ ἀγάπη.

*****

Νὰ εἶσαι πάνω, ὦ ἄνθρωπε, ἀπὸ τὴ φιληδονία, νὰ μὴ δίνεις σημασία στὶς κινήσεις τῆς σάρκας· αὐτὴ εἶναι τυφλὴ καὶ ἀπείθαρχη ὕλη. Ἂν ἡ σάρκα σου σὰν τὸ ἄλογο καλπάζει καὶ παίζει, νὰ μὴν τὴν προσέχεις. Ἡ ψυχὴ ἂς μὴν κλίνει σ’ αὐτὴ μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὶς φαντασίες καὶ ἂς μὴν προσκολλᾶται σ’ αὐτὴν ἡ καρδιά. Αὐτὴ θὰ παίξει καὶ μετὰ θὰ σταματήσει, ὅταν δεῖ, πὼς δὲν τὴν προσέχουν ἀλλὰ τὴν ἀφήνουν στὴν περιφρόνηση, σὰν ἀσήμαντη καὶ ἀνόητη δούλη. Πὲς στὴν ψυχή σου: «Ἔχεις μὲ τί νὰ ἀσχοληθεῖς ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὴ τὴ γήινη σάρκα, ἔχεις πράγματα πιὸ ἀξιόλογα, πνευματικά –τὴ δική σου τελειότητα καὶ τὴν μακάρια αἰωνιότητα».

Βλέπετε, πῶς λάμπει ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Κάποτε καὶ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο, μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς δικῆς τους καρδιᾶς. Ὅταν οἱ ἄγγελοι ἐμφανίζονται στοὺς ἀνθρώπους, σχεδὸν πάντα εἶναι τυλιγμένοι στὸ φῶς. Αὐτὸ τὸ φῶς νὰ ἐπιζητᾶτε, ἀφῆστε τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Μποροῦμε τὴ δική μας ἀνθρώπινη φύση νὰ ἀνυψώσουμε μέχρι τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό καὶ ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς, ἀΐδιο Φῶς, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε φῶς ὁρατό.

*****

Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξεις, ὅλα εἶναι ἐντάξει στὴ ζωή σου. Νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες του.

Δὲν εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐημερία ποὺ ἔχεις. Καὶ ὄχι μόνο δὲν εὐχαριστεῖς ἀλλὰ καὶ παραπονιέσαι! Σκέψου ὅμως, ὅτι στὴν ἴδια πόλη μένουν κοντά σου ὅμοιοι μὲ σένα ἄνθρωποι, ποὺ ἡ κατάστασή τους εἶναι πολὺ χειρότερη, τὴν ὁποία ὅμως ἐκεῖνοι τὴν δέχονται χωρὶς κανένα παράπονο. Νὰ ἐπισκέπτεσαι τὰ στενὰ αὐτὰ καταφύγια, ὅπου ζοῦν μαζὶ πολλὲς φτωχὲς οἰκογένειες, καὶ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ, γιατί ἔχεις σπίτι μεγάλο καὶ καθαρὸ καὶ νὰ εἶσαι εὐχαριστημένος μὲ τὴ ζωή σου. Ἂν, ὅμως, θέλεις νὰ γίνεις τέλειος καὶ νὰ εἰσέλθεις στὶς ἐπουράνιες μονὲς καὶ νὰ κληρονομήσεις τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, νὰ προσπαθεῖς ὅσο μπορεῖς νὰ κάνεις πιὸ εὔκολη τὴν ζωὴ αὐτῶν τῶν φτωχῶν, εἴτε παρακαλώντας γι’ αὐτοὺς τοὺς ἄλλους εἴτε μὲ χρήματα εἴτε μὲ ὁτιδήποτε ἄλλο. Νὰ εἶσαι ἐλεήμων, ὅπως εἶναι ἐλεήμων ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας, νὰ ἀγοράζεις ἐδῶ μὲ φθαρτὰ πράγματα τὴ ζωὴ τὴν ἀθάνατη στοὺς Οὐρανούς, τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Πηγή