Οσία Πελαγία

                                          

Αἴσχους πλυθεῖσα καὶ λιποῦσα τὸν σάλον,
Πρὸς ὅρμον ἥκεις οὐρανοῦ Πελαγία.
Ὀγδοάτῃ ὑπάλυξε βίου πέλαγος Πελαγία.

Η Οσία Πελαγία ζούσε στην Αντιόχεια και ανήκε στην τάξη των ελαφρών γυναικών. Ήταν πόρνη. Η ζωή της ήταν βουτηγμένη μέσα στον οίστρο των αμαρτωλών ηδονών. Η ακολασία είχε πωρώσει τόσο τη συνείδησή της, ώστε καμιά έννοια μετανοίας να μη μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή της. Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν καταδικασμένη από την επίγεια ζωή της στο πυρ της κολάσεως. Όμως όχι! Ο πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ότι «αι τελώναι και αι πόρνοι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Δηλαδή, οι τελώνες και οι πόρνες, που στην αρχή έδειξαν απείθεια στο Νόμο του Θεού, αλλά κατόπιν ειλικρινά μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στη βασιλεία του Θεού εσάς, που μόνο με τα λόγια δείξατε υπακοή στο Θεό, στην πράξη όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι.

Πράγματι η Πελαγία τυχαία σε κάποια σύναξη χριστιανών άκουσε θερμό κήρυγμα περί αγνότητας, του επισκόπου Νόννου (βλέπε 10 Νοεμβρίου). Τα λόγια του ήλεγξαν και συγκλόνισαν την ψυχή της. Με τη χάρη του Θεού, απαρνήθηκε την άσωτη ζωή της, πούλησε τα διάφορα κοσμήματά της και τα χρήματα διαμοίρασε στους φτωχούς. Αφού κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε, μετά οκτώ μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου με σκληρή άσκηση πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.

Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Πελαγία τὸ πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὸ σῶμα τὸ σὸν νηστείαις κατατήξασα, ἀγρύπνοις εὐχαῖς, τὸv Κτίστην καθικέτευες, τοῦ λαβεῖν σῶν πράξεων, τὴv τελείαν Μῆτερ συγχώρησιv, ἢν καὶ ἔλαβες ἀληθῶς, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.
Ὁ Οἶκος
Ὅσοι ἐν βίῳ ἁμαρτίαις ἐμολύνθητε, ὡς ὁ τάλας ἐγώ, ζηλώσωμεν τὴν μετάνοιαν, τὸν ὀδυρμόν τε μετὰ δακρύων τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Πελαγίας, ἵνα ταχὺ ἐκ Θεοῦ τὴν συγχώρησιν λάβωμεν, καθάπερ ἡ μακαρία, ἔτι ζῶσα, τὸν ῥύπον ἀπέπλυνε τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔλαβεν ἐκ Θεοῦ τὴν τελείαν συγχώρησιν, ὁδὸν μετανοίας ὑποδείξασα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Μετανοίας τῇ δρόσῳ τὴν τῶν παθῶν, ἀποσβέσασα φλόγα τὴν σεαυτῆς, ζωὴν ἀνατέθεικας, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρί σου, διὰ τοῦτο κόσμον, φυγοῦσα ἐμόνασας, ἐν ἐρήμῳ βίον, Ἀγγέλων ζηλώσασα· ὅθεν σοῦ τὸ τέλος, μετὰ δόξης μεγάλης, θεόθεν τιμώμενον, ἐπεγνώσθη τοῖς πέρασι, Πελαγία πανένδοξε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.