Η βεβήλωση του Ι.Ν.Αγ. Παντελεήμονος Αχαρνών (12.12.2010) από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΒΕΒΗΛΩΣΗ ΤΟΥ Ι. Ν. ΑΓ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΑΧΑΡΝΩΝ (12.12.2010)
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ*
Κορυφαῖο γεγονός στήν κακή πορεία τῶν θεμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
1. Ἡ βεβήλωση τῆς ἁγιοτόκου Ἑλλάδος στήν ἀρχή τῆς δεκαετίας
Ἡ πρώτη δεκαετία τῆς τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας ἀναμενόταν, σύμφωνα μέ ἐκτιμήσεις εἰδικῶν, ὅτι θά ἀποτελοῦσε γιά τήν Ἐκκλησία ἀπαρχή θριαμβευτικῆς πορείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, ἀφοῦ ὁ κακοποιημένος καί αἱρετικός Χριστιανισμός τῆς Δύσεως εἶχε ἀπογοητεύσει τούς ἀνθρώπους, ὁδηγοῦσε καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια πλῆθος ψυχῶν. Ἡ μόνη διαφαινόμενη ἐλπίδα καί ἄγκυρα σωτηρίας ἦταν καί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἐκράτησε ἀνόθευτο τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνυλωμένο σέ πράξη ζωῆς ἀπό τούς Ἁγίους Μάρτυρες, Ὁσίους καί Διδασκάλους.
Δυστυχῶς ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία, σχεδόν στό σύνολό της, ἀλλοτριωμένη καί διαβρωμένη ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν διακρίνει πλέον μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως· πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει παντοῦ, ὅτι καί οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες.
Γι᾽ αὐτό καί ἐξευτέλισαν τήν Ἐκκλησία καθιστώντας την μικρό καί ἰσότιμο μέλος μέ τήν πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν κοινοτήτων, μέσα στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πού εἶναι οὐσιαστικά «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ ὡς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πάπα ὡς ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ρώμης, καί τῶν αἱρετικῶν τους Μυστηρίων ὡς ἁγιαστικῶν καί σωστικῶν, σύμφωνα μέ τό ὑπογραφέν κοινό κείμενον τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Balamand τοῦ Λιβάνου τό 1993.Εἶχαν διαφανῆ περί τό τέλος τῆς δεύτερης χιλιετίας κάποια σημάδια ὀρθοδόξου ἀφυπνίσεως· ἀρκετές ὀρθόδοξες ἐκκλησίες εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀποχωρήσουν ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἀκολουθοῦσες τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, τό ὁποῖο δυστυχῶς ἐπί πατριαρχίας Εἰρηναίου ἐπανῆλθε στήν μάνδρα τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν καί ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μέχρι σήμερα. Τό θέμα ἐπίσης τῆς ἐπάρατης «Οὐνίας» ὁδήγησε σέ ὄξυνση τίς σχέσεις Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν καί σέ προσωρινή διακοπή τοῦ Διαλόγου. Αὐτό ἦταν ἐκ Θεοῦ σημεῖο γιά τήν ὁριστική διακοπή ὄχι ἁπλῶς τοῦ ἀνωφελοῦς, ἀλλά τοῦ καταστρεπτικοῦ καί ἐπιζημίου αὐτοῦ δῆθεν διαλόγου.
Οἱ σχεδιασταί ὅμως τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς ἑνιαίας Οἰκουμένης, ὄχι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀνέκοψαν γρήγορα αὐτήν τήν θετική ἐξέλιξη, μέ συνέπεια, ὅπως ἐπιθυμοῦσαν, ἡ ἀρχή τῆς νέας χιλιετίας νά μήν ἀνήκει στόν Χριστό (ἰχθύς) ἀλλά στόν Ἀντίχριστο (ὑδροχόος). Γι᾽ αὐτό ὅσον ἀφορᾶ εἰς τά τῆς Ἑλλαδικῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἐξεπλάγημεν ὅλοι, ὅταν ὁ μέχρι τῆς ἐκλογῆς του εἰς ἀρχιεπίσκοπον Χριστόδουλος, ὁ ἀπό Δημητριάδος, συντηρητικός καί παραδοσιακός ἱεράρχης, ὅπως καί τό σύνολο τῶν Ἑλλήνων ἱεραρχῶν τότε, μεταμορφώθηκε σέ ἐνθουσιώδη οἰκουμενιστή ἀκολουθώντας καί μερικές φορές ξεπερνώντας τόν οἰκουμενιστικό βηματισμό τοῦ Φαναρίου. Ἔτσι ἡ ἀρχή τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνος σημαδεύθηκε ἀπό τήν βεβήλωση τῆς ἁγιοτόκου ἀντιπαπικῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Ἑλλάδα τόν Μάϊο τοῦ 2001. Εἰς τά ὄμματα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ὁ αἱρετικός πάπας ἀποκαθάρθηκε καί νομιμοποιήθηκε ὡς ὁ «ἁγιώτατος ἐπίσκοπος Ρώμης»· ἀχρηστεύθηκαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ παπομάστιγες καί ἀντίπαπες, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ «τόν πάπαν νά καταρᾶσθε». Τό κάστρο τῆς ἀντιπαπικῆς Ἑλλάδος ἔπεσε, γιά νά ἀκολουθήσει ἡ ἐκπόρθηση καί ἄλλων ὀρθοδόξων ἀκροπόλεων, τῆς Γεωργίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ρουμανίας, πού πρό τῆς Ἑλλάδος ὑπέκυψε καί ἑτοιμάζεται γιά δεύτερη φορά νά παραδοθεῖ, ἀκόμη καί τῆς σφόδρα ἀντιπαπικῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπό τήν νέα της ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἔχει ἤδη παραδοθῆ καί ἑτοιμάζεται νά ὑποδεχθῆ τόν πάπα, ἀφοῦ ἐξουδετερώθηκε, καθαιρεθείς καί ἐκδιωχθείς, ὁ νέος ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐπίσκοπος Κοσσόβου κ. Ἀρτέμιος. Ὁ ἐπί αἰῶνες πλανῶν τήν Οἰκουμένην Παπισμός ἑστώς ἐν τόποις ἁγίοις[1]. Ἐλπίζουμε καί προσευχόμαστε νά παραμείνει τουλάχιστον ἀπόρθητο τό κάστρο τῆς Μεγάλης Ὀρθόδοξης Ρωσίας.
2. Μετά τοῦ πάπα εἰσῆλθε πλῆθος δαιμονίων στήν Ἑλλάδα πού δροῦν ἀνενόχλητα.
Δέν περιμέναμε πάντως ὅτι θά ζούσαμε παρόμοια καί χειρότερη βεβήλωση ἱερῶν τόπων ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Χριστοδούλου σημερινό ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, μολονότι αὐτό θά συνέβαινε, κατά ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα, ἐφ᾽ ὅσον ὄχι μόνον δέν ἀποκηρύχθηκαν ὅσα ἐκεῖνος ἔπραξε, ἀλλά ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νά ἐπαινοῦνται καί νά προβάλλονται ὑπό πλειάδος ἀρχιερέων, μηδ᾽ αὐτοῦ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἐξαιρουμένου, εἰς δέ τά «Δίπτυχα» νά προβάλλεται ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα κάθε χρόνο ὡς μεγάλο καί σπουδαῖο ἱστορικό γεγονός, ὡς διαρκής καί μόνιμη ἀποδοχή τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ.
Ὁ πάπας, ὅπως τότε εἴχαμε γράψει, ἦλθε στήν Ἑλλάδα, ἀλλά δέν ἔφυγε, ὡς νοοτροπία καί ἐπίδραση, ὅπως καί τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», στό ὁποῖο γιά πρώτη φορά ἐπί Χριστοδούλου ἐπετράπη νά διοργανώσει οἰκουμενιστική ἐκδήλωση στήν Ἑλλάδα καί γιά τό ὁποῖο ἐδήλωνε ὅτι δέν πρόκειται πλέον νά ἀποχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Πραγματοποιήθηκε ἔτσι αὐτό πού ἐδίδαξε ὁ Κύριος ὅτι, ἄν μετά τήν ἐκδίωξη δαίμονος, ὅπως ἐξεδίωξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ ἐπιτρέψουμε νά ἐπιστρέψει, τότε δέν ἐπιστρέφει μόνος, ἀλλά μετά πολλῶν ἄλλων δαιμόνων. Μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα πλῆθος δαιμονίων δροῦν μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας, ἀποδομοῦν, δυσφημοῦν ἐξευτελίζουν τά ἱερά καί τά ὅσια· ἄς ἀναλογισθοῦμε τήν εἰκόνα τῆς Ἑλλάδος πρό τοῦ πάπα καί μετά ἀπό αὐτόν· πλῆθος σκανδάλων πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν, διάλυση τῆς οἰκογενείας μέ τά σύμφωνα ἐλεύθερης συμβίωσης καί τούς γάμους ὁμοφυλοφίλων, καθαίρεση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων, περιθωριοποίηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί μετατροπή του ἀπό ὁμολογιακό καί ὀρθόδοξο σέ θρησκειολογικό καί συγκρητιστικό, ἰσλαμοποίηση τῆς Ἑλλάδος μέ τά τζαμιά καί τούς μετανάστες, λειτουργικές μεταρρυθμίσεις καί μεταφράσεις, μεταπατερική βλάσφημη καί συναφειακή θεολόγια, καύση καί ὄχι ταφή τῶν νεκρῶν, ἐκκοσμίκευση μεγαλύτερη τοῦ κλήρου καί τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀποθράσυνση τῶν Σιωνιστῶν καί τῶν Μασόνων πού προσηλυτίζουν νέους ἀνθρώπους σωρηδόν, ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας, καί πολλά ἄλλα, «ὧν οὐκ ἐστιν ἀριθμός». Ὄντως τά ἔσχατα εἶναι πολύ χειρότερα ἀπό τά προηγούμενα κατά τό ἀψευδές τοῦ Κυρίου στόμα. «Ὅταν τό ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπό τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾽ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καί μή εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς τόν οἶκον μου, ὅθεν ἐξῆλθον· καί ἐλθόν εὑρίσκει σεσαρωμένον καί κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται καί παραλαμβάνει ἑπτά ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καί εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καί γίνεται τά ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων»[2].
Τό κείμενο τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου πρός τόν λαό πού ἀναφέρεται στήν πολύπλευρη κρίση, πνευματική καί ὑλική, σημαντικό κατά τά ἄλλα, δυστυχῶς δέν ἄγγιξε αὐτήν τήν διάσταση τῆς ταυτίσεώς μας μέ τήν αἵρεση καί τῶν ἐναγκαλισμῶν μας μέ τούς αἱρετικούς· ἡ περί τήν ζωήν χαλαρότητα πολλῶν κληρικῶν, μέ τήν ἀνήθικη σαρκικά καί πολυτελῆ διαβίωση, ὀφείλεται στό ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, προσεβλήθη καί προσβάλλεται καθημερινά ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Πῶς λοιπόν ὁ Θεός θά «ὑψώσει κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων», κατά τήν ὀρθρινή εὐχή, ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι μετά χαρᾶς ταυτίζονται καί συμφύρονται μέ τήν πανσπερμία τῶν ἀπίστων, τῶν ἀλλοπίστων καί τῶν αἱρετικῶν; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐμφαντικά μᾶς συνιστᾶ καί διαπιστώνει: «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; Τίς δέ κοινωνία φωτί προς σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ προς Βελίαλ; Ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;»[3].
3. Συνεχίζεται ἡ κακή πορεία. Ἐνδεικτική ἀναφορά σέ θέματα.
Ἡ αἰφνίδια ἀλλαγή στό ἐκκλησιαστικό σκηνικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν θάνατο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἐλπίζαμε ὅτι θά ἀνακόψει ἤ τουλάχιστον θά ἐπιβραδύνει τόν ταχύ οἰκουμενιστικό βηματισμό της. Ὁ ἐκλεγείς ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος οὔτε πρό τῆς ἐκλογῆς του οὔτε καί μετά ἀπό αὐτήν ἐστηλίτευσε ἤ ἔγραψε κάτι ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Σέ ἐπίσκεψή μας στά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μετά τήν ἐκλογή, γιά νά τόν συγχαροῦμε, ἐγώ καί ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός μου, μόνος του μᾶς εἶπε, προφανῶς γνωρίζων ποιές εἶναι οἱ ἀνησυχίες μας, ὅτι ἀφοῦ πρῶτα τακτοποιήσει τά διοικητικά τῆς Ἐκκλησίας, θά ἀσχοληθεῖ καί μέ τά ὁμολογιακά, μέ τίς σχέσεις μας προς τούς ἑτεροδόξους. Ἀναχωρήσαμε ἐλαφρῶς εὐχαριστημένοι, τουλάχιστον μέ τήν προσδοκία ὅτι ἴσως κάτι ἀλλάξει στό θέμα αὐτό, μολονότι προτεραιότητα ἔχουν πάντοτε τά τῆς πίστεως, ἡ ὀρθή τήρηση τῆς ὁποίας ἐπιφέρει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐξομάλυνση τῶν ἄλλων προβλημάτων, ποιμαντικῶν, διοικητικῶν, οἰκουμενικῶν. Πέρασαν τρία ἔτη (τώρα 17) καί ὄχι μόνον δέν ἄλλαξε κάτι, ἀλλά ἡ κατάσταση χειροτερεύει, καί ἡ συμπόρευση μέ τό οἰκουμενιστικό Φανάρι εἶναι ὁλόθυμη καί ἀδιατάρακτη, ἐκτός τοῦ ὅτι καί σέ ἄλλους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει χειροτέρευση τῆς καταστάσεως:
Ὁ Ραδιοφωνικός Σταθμός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατελήφθη ἀπό τούς οἰκουμενιστές καί τούς ἐκσυγχρονιστές μέ διαρκεῖς ἐναντίον του διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, ἀκόμη καί ἀρχιερέων γιά ὅσα μεταδίδει.
Τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία» προΐσταται, τοποθετηθείς ὡς διευθυντής, σύμβουλος ἐπί ἔτη τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, ἀγωνιζόμενος, παντί σθένει, νά μεταβάλει τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό ὀρθόδοξο καί ὁμολογιακό σέ θρησκειολογικό καί συγκρητιστικό, σέ πλήρη ἀντίθεση καί διαμάχη μέ τήν «Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων», ἀλλά καί μέ τήν Ἱερά Σύνοδο καί τήν πλειονότητα τῶν ἀρχιερέων. Πῶς εἶναι δυνατόν καί κατανοητόν, πῶς συμβιβάζεται ἡ κατάσταση, κατά τήν ὁποία ἡ μέν Σύνοδος προσπαθεῖ νά ἀποτρέψει τήν ὑποτίμηση καί ὑποβάθμιση τοῦ Μαθήματος, ὁ δέ διευθυντής τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας πρωτοστατεῖ πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση καί μεταβάλλει σταδιακά, καί πρός τό παρόν προσεκτικά, τήν «Θεολογία» σέ βῆμα τῶν οἰκουμενιστῶν καί ἐκσυγχρονιστῶν θεολόγων τοῦ τύπου τῆς Ἀκαδημίας τῶν Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου;
Ὑπό τήν πίεση κληρικῶν καί ἁπλῶν πιστῶν πού διαμαρτύρονται γιά καινοτομίες καί πλάνες ἡ Σύνοδος παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐφαρμόζονται, ὅπως ἡ σχετική μέ τίς μεταφράσεις λειτουργικῶν κειμένων ἀπόφαση· παρά τήν ἀπαγόρευση τῆς συνόδου γνωστοί ἀρχιερεῖς χρησιμοποιοῦν μεταφράσεις στίς ἱερές ἀκολουθίες, προκαλώντας πολλές φορές τήν ὀργή ἤ τουλάχιστον τήν ἀπορία τῶν πιστῶν. Σέ ὅσους συστηματικά καί σχεδιασμένα κτυποῦν τήν ἑλληνική γλώσσα ὡς στοιχεῖο σωστικό τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ἑλλήνων προστίθενται τώρα καί κάποιοι ἀρχιερεῖς, προφασιζόμενοι ποιμαντική ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία μπορεῖ νά καλυφθεῖ καί καλύπτεται ἐπί αἰῶνες ἀπό φωτισμένους καί ἀπαθεῖς Ἁγίους μέ πολλούς ἄλλους τρόπους.
Ἡ καταγγελία πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τοῦ σεμνοῦ καί θεολογικά συγκροτημένου Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ γιά ἐκκλησιολογική παρέκκλιση καί πλάνη τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου σκεπάσθηκε καί ἀκυρώθηκε μέ μία σιβυλλική καί γριφώδη ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, χωρίς σαφῆ καί δημόσια ἀποκήρυξη τῆς πλάνη ἐκ μέρους τοῦ ὡς ἄνω ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ ἀνεξέλεγκτος νά προκαλεῖ τό ὀρθόδοξο αἴσθημα κοινωνῶν ἀνεπιφυλάκτως μέ τούς αἱρετικούς.
Ἡ καταγγελθεῖσα ἀπό πλειάδα ἀρχιερέων καταστροφική θεολογική δραστηριότητα τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου καί μάλιστα ὑπό ἑνός ἐξ αὐτῶν, τοῦ Μητροπολίτου Γλυφάδος, ἐπισήμως μέ ὑπόμνημα πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ὄχι μόνον δέν ἀντιμετωπίζεται, ὅπως θά ἔπρεπε, ὡς μεγίστη καί πρωτοφανής στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑποτίμηση καί περιφρόνηση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς ἀληθινή Πατρομαχία, ἀλλά καί ἐπαινεῖται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ στίς αὐλές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί ὑπό οἰκουμενιστῶν θεολόγων, γιά νά ἀποτραπεῖ πιθανή λήψη μέτρων ἀπό τήν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστική ἡγεσία. Ἀποκαλύπτεται πάντως σαφῶς ὅτι ὅσοι εἰσηγοῦνται καί ὑποστηρίζουν τά βλάσφημα φληναφήματα περί μεταπατερικῆς συναφειακῆς Θεολογίας, θέλουν νά βγάλουν τούς Ἁγίους Πατέρες ἀπό τή μέση, διότι αὐτοί πνευματοκινήτως καί θεοπνεύστως ἔθεσαν ὅρια, μέσα στά ὁποῖα δέν μπορεῖ οὔτε νά εἰσέλθει οὔτε νά κινηθεῖ ἡ ἄνευ ὁρίων καί δογματικῶν φραγμῶν στοχαζομένη καί φλυαροῦσα συγκρητιστική Θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Τούς εἶναι ἐμπόδιο οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐπιθυμοῦν νά τούς ἀγνοήσουν καί νά τούς ξεπεράσουν βλασφημοῦντες κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο σέ κάθε ἐποχή καί μέ θαυμαστή μεταξύ τους συμφωνία ἀναδεικνύει Ἁγίους Πατέρες, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία τῶν ὁποίων, ὅπως καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οὔτε παλιώνουν οὔτε γηράσκουν, γιά νά χρειάζονται ὑπέρβαση καί ἀνανέωση, τά ὁποῖα μόνον ὡς γοητευτικό σύνθημα τοῦ Σατανᾶ πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται κατά τόν μακαριστό ὅσιο Γέροντα π. Θεόκλητο Διονυσιάτη[4].
4. Ἀπρόσμενη βεβήλωση Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἐκεῖνο πάντως πού δέν περιμέναμε εἶναι αὐτό πού συνέβη στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 2010, ἑορτή τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στόν μεγάλο καί κεντρικό ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀχαρνῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Τό πρωΐ τελέσθηκε τό φρικτό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στό ὁποῖο μετά φόβου καί τρόμου παρίστανται οἱ Ἄγγελοι, καί τό βράδυ στόν ἴδιο καθαγιασμένο χῶρο ὀργανώθηκε κοσμική συναυλία μέ κοσμικούς τραγουδιστάς καί τραγουδίστριες καί πλῆθος μουσικῶν ὀργάνων. Ἀκόμη καί ἄν δέν γνωρίζει κανείς τούς ἱερούς κανόνες πού προβλέπουν αὐστηρές ποινές γιά ὅσους μετατρέπουν τούς ἱερούς χώρους σέ «κοσμικά καταγώγια», ἁπλές θεολογικές γνώσεις καί ἁπλές ἀρχές εὐσεβείας κραυγάζουν ὅτι οἱ ἱεροί ναοί εἶναι ἱεροί τόποι, καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα στό ναό εἶναι ἱερά πράγματα. Μοναδική καί ἀποκλειστική χρήση τους εἶναι ἡ λατρεία καί ἡ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Ὅσοι δραστηριοποιοῦνται καί ἐνεργοῦν μέσα στούς ναούς ἔχουν εἰδική μυστηριακή Χάρη καί ἀποστολή, ὅπως οἱ κληρικοί τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι καθίστανται στά διακονήματά τους, ὅπως οἱ ἱεροψάλτες, οἱ ἀναγνῶστες, οἱ νεωκόροι, μέ εἰδική ἱεροτελεστική εὐχή καί ἀκολουθία. Οἰ ἐκκλησιαζόμενοι ἐπίσης μεταβαίνουν στούς ναούς, ὄχι γιά νά ἀκούσουν κοσμικά τραγούδια ἀπό κοσμικούς τραγουδιστές μέ κοσμικό περιεχόμενο, ἀλλά μόνον τά εὐαγγελικά λόγια, ψαλμούς καί ὕμνους καί ᾠδές πνευματικές, ὥστε νά ἀποσπασθοῦν ἀπό τά γήϊνα καί νά ὑψωθοῦν προς τά οὐράνια. Ὁ ναός εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ οὐρανός ἐπί τῆς γῆς. Μπορεῖ κανείς νά τόν μεταβάλει σέ κοινό οἶκο, σέ γῆ, σέ χῶρο κοσμικῶν καί γήϊνων ἐκδηλώσεων; Τί νόημα τότε ἔχουν τά λειτουργικά «ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας», «τάς θύρας τάς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», «τά ἅγια τοῖς ἁγίοις»;
Ἤδη στήν Π. Διαθήκη ὁ προφητικός λόγος εἶναι πολύ αὐστηρός γιά ὅσους δέν διαστέλλουν μεταξύ ἱεροῦ καί βεβήλου· «Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς (τῆς Ἱερουσαλήμ) ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου· ἀναμέσον ἁγίου καί βεβήλου οὐ διέστελλον καί ἀναμέσον καθαροῦ καί ἀκαθάρτου... καί ἐβεβηλούμην ἐν μέσῳ αὐτῶν»[5]. Γι᾽ αὐτό καί μετά θείας ὀργῆς ὁ Κύριος ἐξεδίωξε ὅσους εἶχαν προσβάλει τήν ἱερότητα τοῦ ναοῦ, μετατρέποντας τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ εἰς οἶκον ἐμπορίου[6]. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο κατοικεῖ ἐντός τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει χῶρος γιά ἄλλα πνεύματα[7].
Θά ἠμποροῦσε κανείς νά παραθέσει πάμπολλες μαρτυρίες γιά τήν ἱερότητα τῶν ναῶν καί τήν ἀποκλειστική τους χρήση μόνο γιά λατρευτικούς σκοπούς. Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς ὅτι, ὅταν στήν Θεσσαλονίκη ὁ ἱστορικός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ροτόντας χρησιμοποιήθηκε γιά παρόμοιες καλλιτεχνικές ἐκδηλώσεις, ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριῶν ἐκ μέρους ἐν πρώτοις τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἄλλων ἱεραρχῶν, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καί τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν, πού ζητοῦσαν ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ νά ἀποδοθεῖ ὁ ἱερός ναός ἀποκλειστικῶς στή λειτουργική χρήση καί νά παύσει ὡς μουσειακός χῶρος νά χρησιμοποιεῖται γιά καλλιτεχνικές καί ἄλλες ἐκδηλώσεις. Τό Τμῆμα μάλιστα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὀργάνωσε Ἐπιστημονική Ἡμερίδα τόν Μάρτιο τοῦ 1997 μέ θέμα: «Ἅγιος Γεώργιος – Ροτόντα. Λατρευτικός ἤ Μνημειακός χῶρος; Ἱστορική, Ἀρχαιολογική, Νομοκανονική καί Θεολογική προσέγγιση». Στά δημοσιευμένα Πρακτικά αὐτῆς τῆς Ἡμερίδος βρίσκει κανείς ἄφθονες Μαρτυρίες γιά τήν ἀποκλειστική χρήση τῶν ἱερῶν ναῶν ὡς χώρων λατρείας. Ἐπειδή ὁ ἱερός ναός καθαγιάζεται κατά τήν τελετή τῶν ἐγκαινίων καί χρίεται δι᾽ Ἁγίου Μύρου, ἀλλά καί ἐπειδή πολλαπλασιαστικῶς καί πληθυντικῶς καθαγιάζεται μέ τήν ἐν αὐτῷ τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων, τήν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν λόγων καί τήν παρουσία ἱερῶν σκευῶν καί εἰκόνων, μένει ἐσαεί ἱερός, ἀκόμη καί ἄν ἐγκαταλειφθεῖ γιά ποικίλους λόγους καί ἐρειπωθεῖ. Ἀπό τῆς πλευρᾶς μάλιστα αὐτῆς πρέπει νά ἐπανεξετάσουν τό θέμα κάποιοι ἀρχιερεῖς πού παρίστανται καί οἱ ἴδιοι στήν βεβήλωση ἱερῶν ναῶν πού ἀνήκουν κακῶς στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία, ὅπως π.χ. ὁ ἱερός ναός τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου Πρεσπῶν, στά ἐρείπια τοῦ ὁποίου ὀργανώνονται κάθε ἔτος καλλιτεχνικές ἐκδηλώσεις. Ὑπάρχει πολύς χῶρος δίπλα καί γύρω ἀπό τόν ναό γι᾽ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις.
Ἐπίλογος
Σέ ποιόν νά ἀπευθυνθοῦμε τώρα καί ἀπό ποιόν νά ζητήσουμε νά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος, ὅταν ἡ βεβήλωση τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀχαρνῶν ἔγινε μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου, παρόντος και τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου; Θά τολμήσουν κάποιοι ἀρχιερεῖς, τό Ἅγιον Ὄρος, οἱ Θεολογικές Σχολές νά παραπέμψουν τό θέμα στήν Ἱερά Σύνοδο; Δυστυχῶς τά ἀνοίγματα καί οἱ ἀγάπες πρός τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες ἀσκοῦν ὄντως διαβρωτική ἐπίδραση· αὐτούς μιμούμαστε, γιατί αὐτά ἐκεῖ εἶναι συνηθισμένη πρακτική. Κατά τά ἄλλα νομίζουμε ὅτι μέ τούς διαλόγους καί τά οἰκουμενιστικά δρώμενα τούς βοηθοῦμε καί τούς ἐπηρεάζουμε νά βροῦν τήν ἀλήθεια. Διαβρωνόμαστε σέ πολλά ἐμεῖς καί ἀμφιβάλλουμε γιά τήν μοναδική ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἤδη τό παράδειγμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου μιμοῦνται καί ἄλλοι· ὅπως ἐγράφη στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» σέ ἐπαρχιακό ναό τῆς Πελοποννήσου μέλη τοπικοῦ συλλόγου ὀργάνωσαν στό ὑπόγειο τοῦ ναοῦ, κάτω ἀπό τό ἱερό θυσιαστήριο, ἑορταστική ἐκδήλωση μέ μουσικά ὄργανα, χορούς καί φαγοπότια· καί ὅταν ὁ ἱερεύς τοῦ ναοῦ ἀντέδρασε, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ συλλόγου τοῦ εἶπαν. «Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος πῶς ἐπέτρεψε καί εἰσῆλθαν ὄργανα στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀχαρνῶν καί μάλιστα τίμησε τήν ἐκδήλωση μέ τήν παρουσία του; Τά ὄργανα στόν Ἅγιο Παντελεήμονα δέν ἦταν, καί μάλιστα ἀρκετά, πλησίον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου»; Ὀρθότατα ὁ συντάκτης τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» ἐπιλέγει: «Ἐμεῖς θά παραθέσουμε ἁπλῶς μία φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι “Οὐκ ἔστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρός τέρψιν ἀκούωμεν” καθώς καί τόν Åζ´ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι τούς “ἀδιακρίτως τούς ἱερούς τόπους κοινοποιοῦντας... εἰ μέν κληρικός εἴη καθαιρείσθω, εἰ δέ λαϊκός ἀφοριζέσθω”»[8].
Πηγή: Περιοδικό «Θεοδρομία», ἔτος IB´, τεῦχος 4 (Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2010) 485-494.
* Σημείωσις συγγραφέως: Ἐπειδή ἀρχίζουν νά πληθαίνουν οἱ βεβηλώσεις Ἱερῶν Ναῶν μέ τὸ νὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς χῶροι μουσικῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων, μὲ συνέπεια νὰ ἀλλοιώνεται ὁ ἀποκλειστικὰ ἱερὸς λατρευτικὸς χαρακτήρας των, δημοσιεύουμε στὸ Διαδίκτυο παλαιὸ σχετικό μας ἄρθρο ὥστε νὰ γνωρίζουν ὅσοι ἐνισχύουν σχετικὲς πρωτοβουλίες ὅτι διαπράττουν βεβήλωση καὶ ἱεροσυλία.
[1]. Ματθ. 24, 15.
[2]. Λουκᾶ 11, 24.
[3]. Β´ Κορ. 6, 14-5.
[4]. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἄρθρα καί μελετήματα, Ἀθῆναι 1962, σελ. 115-116. Σχετικά βλ. καί Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι. Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 48ἑ.
[5]. Ἰεζ. 22, 26.
[6]. Ἰω. 2, 12-17.
[7]. Α´ Κορ. 3, 17.
[8]. Φύλλον 1864, 28 Ἰανουαρίου 2011, σελ. 4, στήλη «Ὀρθόδοξος Παρατηρητής».